Κατά το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα, όταν οι καταναλωτές ήθελαν να αγοράσουν ηλεκτρική ενέργεια δεν είχαν κάποια εναλλακτική επιλογή. Έπρεπε να την αγοράσουν από τη δημόσια επιχείρηση που είχε το μονοπώλιο της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας για την περιοχή τους ή τη χώρα τους. Κάποιες απ’ αυτές τις επιχειρήσεις ήταν καθετοποιημένες, αυτό σημαίνει ότι οι ίδιες παρήγαγαν την ηλεκτρική ενέργεια, τη μετέφεραν από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής στα κέντρα διανομής φορτίου και από κει την προμήθευαν στους ..
καταναλωτές.
Σε άλλες περιπτώσεις, η επιχείρηση από την οποία προμηθεύονταν ενέργεια οι καταναλωτές ήταν υπεύθυνη μόνο για την πώληση και διανομή στην περιοχή. Αυτή η επιχείρηση διανομής και προμήθειας, με τη σειρά της, έπρεπε να αγοράσει την ηλεκτρική ενέργεια από μια επιχείρηση ηλεκτροπαραγωγής, που είχε το μονοπώλιο σε μια ευρύτερη γεωγραφικά περιοχή. Σε κάποια μέρη του κόσμου, οι επιχειρήσεις αυτές ήταν ιδιωτικές, ενώ σε άλλα ήταν δημόσιες επιχειρήσεις ή κυβερνητικές υπηρεσίες. Ανεξαρτήτως όμως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους ή του επιπέδου καθετοποίησής τους, το γεωγραφικό μονοπώλιο ήταν ο κανόνας.
Οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού που λειτούργησαν μ’ αυτό το μοντέλο είχαν μια πραγματικά αξιοθαύμαστη προσφορά στην οικονομική δραστηριότητα καθώς και στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Αποτέλεσμα οι πλείστοι άνθρωποι που ζουν στον εκβιομηχανισμένο κόσμο να έχουν πρόσβαση σε κάποιο δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα, η πρόοδος στην τεχνολογία βελτίωσε την αξιοπιστία της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε τέτοιο βαθμό, που στα περισσότερα μέρη του κόσμου ο μέσος καταναλωτής μένει χωρίς ηλεκτρικό για λιγότερο από δύο λεπτά ανά έτος. Τα επιτεύγματα αυτά οφείλονται στη συνεχή τεχνολογική πρόοδο. Μεταξύ αυτών, συμπεριλαμβάνονται η εξέλιξη και η συγκρότηση των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που σήμερα καλύπτουν αποστάσεις χιλιάδων χιλιομέτρων, την κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, ικανών να παράγουν πάνω από 1.000 μεγαβάτ με αποδοτικό τρόπο, καθώς και τον έλεγχο μέσω διαδικτύου των δικτύων που συνδέουν τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με τους καταναλωτές.
Πριν στραφεί η προσοχή προς τον ηλεκτρισμό, οι δυνάμεις του ανταγωνισμού είχαν ήδη επηρεάσει τις αερομεταφορές, τις συγκοινωνίες και την προμήθεια φυσικού αερίου. Παραδοσιακά σε όλους αυτούς τους τομείς, η εποπτευόμενη αγορά ή τα μονοπώλια θεωρούνταν ως το αποτελεσματικότερο μέσο παράδοσης των προϊόντων στους καταναλωτές αφού, όπως είχε επικρατήσει, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους τα καθιστούσαν ακατάλληλα για εμπορικές συναλλαγές σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς. Οι υποστηρικτές της αναδιάρθρωσης όμως απέδειξαν ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των προϊόντων δεν αποτελούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια και θα μπορούσαν, όπως και θα έπρεπε, να έχουν ανάλογη αντιμετώπιση με τα υπόλοιπα σε ανάλογες ανταγωνιστικές αγορές.
Τη δεκαετία του 1980, μερικοί οικονομολόγοι άρχισαν να υποστηρίζουν ότι το μονοπωλιακό μοντέλο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας είχε κάνει τον κύκλο του. Θεώρησαν ότι το μονοπωλιακό καθεστώς των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού αφαίρεσε το κίνητρο της αποδοτικής λειτουργίας και ενθάρρυνε μη αναγκαίες επενδύσεις. Εισηγήθηκαν ότι η κιλοβατώρα μπορεί να θεωρηθεί προϊόν και να γίνει αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής σε μια ρυθμιζόμενη αγορά. Υποστήριξαν επίσης ότι το κόστος από τα λάθη των ιδιωτικών εταιρειών δεν πρέπει να μεταβιβάζεται στους καταναλωτές. Από την άλλη πλευρά, οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν συχνά στενά συνδεδεμένες με την κυβέρνηση. Τότε οι πολιτικοί μπορούσαν να παρεμβαίνουν στα οικονομικά.
Για παράδειγμα, κάποιες επιχειρήσεις δέχονταν πολύ ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ άλλες εμποδίζονταν μέσω βαριάς φορολογίας ή στερούνταν κεφαλαίων που είχαν ανάγκη για να κάνουν σημαντικές επενδύσεις. Τότε οι οικονομολόγοι εισηγήθηκαν ότι οι τιμές θα έπεφταν και πως η οικονομία στο σύνολό της θα επωφελείτο περισσότερο αν η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας γινόταν αντικείμενο μιας εποπτευόμενης αγοράς πάρα κάποιων μονοπωλιακών ρυθμίσεων ή κυβερνητικής πολιτικής. Αυτή η πρόταση έγινε στο πλαίσιο μιας γενικότερης αναδιάρθρωσης των δυτικών οικονομιών που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του '70. Αν οι εταιρείες μπορούσαν να ανταγωνιστούν ελεύθερα για την προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας, τα αποδοτικά οφέλη που θα απέρρεαν από τον ανταγωνισμό θα ωφελούσαν τους καταναλωτές. Επιπλέον, οι εταιρείες που θα ανταγωνίζονταν θα διάλεγαν πιθανότατα και διαφορετική τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής. Κατά συνέπεια, θα ήταν και λιγότερο πιθανό οι καταναλωτές να επωμίζονται τις συνέπειες κάποιων παράλογων επενδύσεων.
Διαχρονικά οι ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρισμού έχουν εξελιχθεί σε διαφορετικό βαθμό και κατευθύνσεις ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή. Σε γενικές γραμμές, ακολουθώντας την απελευθέρωση των ηλεκτρικών αγορών, οι δραστηριότητες ηλεκτροπαραγωγής, μεταφοράς, διανομής και προμήθειας τείνουν να διαχωριστούν. Η ρυθμιστική Αρχή είναι μια ανεξάρτητη επιτροπή, υπεύθυνη για την εξασφάλιση της σωστής και αποδοτικής λειτουργίας του ηλεκτρικού τομέα, της αξιοπιστίας του ηλεκτρικού συστήματος, καθώς επίσης και της οικονομικότερης διάθεσης της ηλεκτρικής ενέργειας και ισχύος προς τους καταναλωτές μιας περιοχής ή μιας χώρας. Ορίζει ή/και εγκρίνει τους κανόνες της αγοράς ηλεκτρισμού και ερευνά υποθέσεις που σχετίζονται με κατάχρηση.
Οι εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής παράγουν και πωλούν ηλεκτρική ενέργεια μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Παρέχουν επίσης επικουρικές υπηρεσίες σχετικές με τη ρύθμιση, τον έλεγχο τάσης και την εφεδρεία, οι οποίες είναι αναγκαίες για τον διαχειριστή του ηλεκτρικού συστήματος, ώστε να μπορέσει να διατηρήσει την ποιότητα και την αξιοπιστία της παροχής ηλεκτρισμού. Μια εταιρεία ηλεκτροπαραγωγής μπορεί να είναι ιδιοκτήτρια ενός ή περισσότερων ηλεκτροπαραγωγών μονάδων ή/και ηλεκτροπαραγωγών σταθμών που μπορεί να διαφέρουν ως προς την τεχνολογία τους. Οι εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής που συνυπάρχουν με καθετοποιημένες εταιρείες ονομάζονται ανεξάρτητοι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας. Οι εταιρείες μεταφοράς και διανομής είναι οι ιδιοκτήτες των συστημάτων μεταφοράς και διανομής αντίστοιχα. Παραδοσιακά, αυτές οι δραστηριότητες είναι μονοπωλιακές προς σε όλους τους καταναλωτές που είναι συνδεδεμένοι στα δίκτυά τους.
Στη συνέχεια, οι προμηθευτές λιανικής ανταγωνίζονται για την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι προμηθευτές λιανικής αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από τη χονδρική αγορά και τη διαθέτουν σε καταναλωτές, που είτε δεν θέλουν ή δεν τους επιτρέπεται να συμμετέχουν στη χονδρική αγορά. Οι προμηθευτές λιανικής δεν είναι αναγκαίο να έχουν επενδύσεις σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ή σε εταιρείες μεταφοράς ή διανομής. Κάποιοι από αυτούς είναι θυγατρικές εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής. Ο ανεξάρτητος διαχειριστής της ηλεκτρικής αγοράς συνήθως χρησιμοποιεί ένα υπολογιστικό σύστημα που επεξεργάζεται τις προσφορές, τις οποίες έχουν υποβάλει οι πωλητές και οι αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας.
Επίσης, κανονίζει την εξόφληση των προσφορών που έχουν γίνει αποδεκτές. Αυτό σημαίνει ότι προωθεί τις πληρωμές των αγοραστών προς τους πωλητές μετά την παράδοση της ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος, σε πολλές χώρες, η εισαγωγή ανταγωνισμού στον ηλεκτρικό τομέα συνοδεύτηκε από την ιδιωτικοποίηση κάποιων ή όλων των δραστηριοτήτων. Η ιδιωτικοποίηση είναι η διαδικασία κατά την οποία δημόσιες επιχειρήσεις πωλούνται από την κυβέρνηση σε ιδιώτες επενδυτές. Έτσι οι επιχειρήσεις αυτές γίνονται ιδιωτικές, κερδοφόρες εταιρείες. Η ιδιωτικοποίηση όμως δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εισαγωγή ανταγωνισμού. Οι δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν και σε ορισμένες περιπτώσεις καταφέρνουν να ανταγωνιστούν τις ιδιωτικές εταιρείες.
Ο Ανδρέας Πουλικκάς είναι Πρόεδρος του Συμβουλίου Ενεργειακής Στρατηγικής, Αναπληρωτής Καθηγητής Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου
SigmaLive