Η
κυβέρνηση φαίνεται ότι ξεπερνά σταδιακά τον «σκόπελο» στη
διαπραγμάτευση με τους δανειστές, ενώ και, ειδικότερα στον ενεργειακό
τομέα η αξιολόγηση κλείνει σχετικά ομαλά μετά την αποδοχή, εκ μέρους των
θεσμών, της παραμονής της πλειοψηφίας των μετοχών του ΑΔΜΗΕ σε δημόσιο
έλεγχο μέσω της εφαρμογής του κοινοτικού μοντέλου ΙΤΟ. Θετικά μοιάζει να
καταλήγουν και οι συνομιλίες για τα ΝΟΜΕ, ενώ σιγά αλλά σταθερά μοιάζει
να «ανοίγει» και η αγορά..
ηλεκτρισμού, ιδίως στην εμπορική και βιομηχανική χρήση.
ηλεκτρισμού, ιδίως στην εμπορική και βιομηχανική χρήση.
Αναλυτικότερα, υπενθυμίζουμε ότι, στη μακρά συνάντηση
που είχε, στις 19 Απριλίου, ο κ. Σκουρλέτης με τους εκπροσώπους των
τριών θεσμών από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΚΤ, Κομισιόν και ESM -το ΔΝΤ
έφτανε την επομένη ημέρα), καθορίστηκε το χρονοδιάγραμμα βάσει του
οποίου θα προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση του 49% του ΑΔΜΗΕ, γεγονός που
συνιστά πολιτική «νίκη» για την κυβέρνηση. Στην ίδια συνάντηση,
αποφασίστηκε, απ’ ό, τι έγινε γνωστό, να υιοθετηθεί η ελληνική πρόταση
για την πώληση μέρους της παραγωγής ενέργειας της ΔΕΗ σε ιδιώτες μέσω
των δημοπρασιών λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ, γνωστών
και ως ΝΟΜΕ. Έτσι, υιοθετείται η κυβερνητική αντιπρόταση στη «μικρή
ΔΕΗ», που είχε αρχικά προκριθεί από την τρόικα για το άνοιγμα της αγοράς
και την πρόσβαση εναλλακτικών προμηθευτών σε φθηνότερες πηγές
ενέργειας.
Εξάλλου, όπως έγραψε πρόσφατα το energia. gr (βλ. εδώ),
συνεχίζεται η μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στη βιομηχανική και εμπορική
χρήση χαμηλής και μέσης τάσης, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του
ΛΑΓΗΕ. Ειδικότερα, το φετινό Μάρτιο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του
2015, η ΔΕΗ έχει απωλέσει 9,08% του μεριδίου της, ενώ σε σύγκριση με τον
Φεβρουάριο του 2016, η μείωση είναι της τάξεως του 2,24%. Έτσι,
επιτυγχάνεται, έμμεσα, αλλά σταθερά, το «άνοιγμα» της αγοράς σε ιδιώτες
παρόχους.
Πρέπει,
επίσης, να σημειώσουμε ότι η συγκυρία για τους τελευταίους είναι
ευνοϊκή και για έναν ακόμη λόγο. Δεν κατεβλήθησαν, από τις αρχές του
2015, ΑΔΙ, κι έτσι έπεσε πολύ το κόστος για αγορά ενέργειας από τη
χονδρεμπορική, ενώ και η μεγάλη μείωση στις τιμές αερίου (λόγω της
πτώσης του πετρελαίου) κατέστησε πολύ ανταγωνιστικό και το κόστος
καυσίμου ανά παραγόμενη μονάδα ενέργειας των μονάδων συνδυασμένου κύκλου
φυσικού αερίου.
Θα
πρέπει, βέβαια, να αναμένουμε κάποιους κραδασμούς στο εσωτερικό της
κυβέρνησης. Ήδη, σήμερα ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας
συμπεριέλαβε τον (και προερχόμενο - όπως κι εκείνος - από τον ευρύτερο
χώρο του ΣΥΡΙZA) πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ, κ. Πιτσιόρλα, στην «τρόικα
εσωτερικού», ενώ δήλωσε ειρωνικά ότι το Ταμείο εφαρμόζει «το δικό του
σχέδιο στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων». Με επιχείρημα ότι οι 27
ιδιωτικοποιήσεις που απαιτούν οι θεσμοί να περιληφθούν στο νέο
Υπερταμείο Ιδιωτικοποιήσεων δεν προβλέπονται στη συμφωνία του περασμένου
καλοκαιριού, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποφύγει ό, τι μπορεί και
στο «μέτωπο» αυτό. Βέβαια, δεν αποκλείεται να τρέξει «αίμα» στην
ενδοκυβερνητική/εσωκομματική «αρένα» με τη στενή ή ευρεία έννοια - αλλά
αυτά είναι αυτονόητα στο «παιχνίδι» για τη διατήρηση της εξουσίας.
Αντίστοιχος
«σκόπελος», αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση, είναι οι περίφημοι «53». Θα
βρεθούν, όμως, σύντομα προ του διλήμματος: «ιδεολογική καθαρότητα ή
μακροημέρευση της πρώτης αριστερής κυβέρνησης»; Ας μας επιτραπεί μία
πρόβλεψη: κρίνοντας και από το ότι αρχηγός τους φέρεται ο ίδιος ο
Υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος, η συμπεριφορά τους δεν θα
είναι ανάλογη με αυτή του αποχωρήσαντα μετά το περυσινό «πρώτη φορά»
αριστερό μνημόνιο, κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη. Μάλλον θα προσομοιάσει σε
αυτή της «εσωκομματικής αντιπολίτευσης» του ΠΑΣΟΚ επί κυβερνήσεων
Σημίτη: η «ομάδα των 60», «των 40» κλπ. με κείμενα και κινήσεις τους
απειλούσαν κάθε τόσο με ανατροπή, όμως όταν «έφτανε ο κόμπος στο
χτένι», η στήριξη στην κυβέρνηση ήταν αυτονόητη. Η διατήρηση στην
εξουσία αλλά και ο φόβος της «δικαίωσης» του «ιδεολογικού» αντιπάλου
είναι πάντα, απ’ ό, τι έχει αποδείξει η μεταπολιτευτική μας ιστορία, το
καλύτερο παυσίπονο στις εσωκομματικές σκοτούρες …
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει:
- ακόμη
κι αν ξεπεραστούν όλοι αυτοί οι σκόπελοι, η στασιμότητα που επικρατεί
στην οικονομία, όπου ακόμη – υπενθυμίζουμε … - ισχύουν τα capital controls,
και, κυρίως, η βαριά φορολογία που συνεπάγεται η νέα συμφωνία με τους
δανειστές, μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλουν στη δημιουργία περιβάλλοντος
ευνοϊκού για επενδύσεις;
- Ποια
από τις υφιστάμενες επιχειρήσεις θα μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα
την πορεία της, όταν δει το φορολογικό της κόστος (ενεργειακό και άλλο)
να αυξάνεται για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια;
- Ποιος
ξένος επενδυτής θα δελεαστεί από ποια κίνητρα για να επενδύσει σε ένα
τέτοιο δυσμενές φορολογικό καθεστώς και ένα τόσο αφιλόξενο
επιχειρηματικό περιβάλλον;
- Και,
τέλος, ποια εγχώρια κατανάλωση θα μπορέσει να επιβιώσει υπό το βάρος
και νέων αυξήσεων στη φορολογία, έμμεση και άμεση, και άρα να στηρίξει
την επιχειρηματική δραστηριότητα;
Και
μιας και αναφερθήκαμε και στην ευνοϊκή συγκυρία για τους ιδιώτες
παρόχους, που πλέον βλέπουν το μερίδιό τους στην εμπορική και
βιομηχανική «πίτα» της αγοράς ενέργειας να αυξάνεται, διερωτώμεθα: πόσο
θα διαρκέσει αυτό, όταν όλα τα υπόλοιπα βάρη θα έχουν συνθλίψει την
εναπομένουσα εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα, που κυρίως είναι μικρή
και μεσαία σε μέγεθος;