Οι δημοπρασίες ηλεκτρικής λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ προς τρίτους προμηθευτές αποτελούν ένα από τα βασικά εργαλεία για το άνοιγμα της αγοράς και ταυτόχρονα η διενέργειά τους αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο της τελευταίας συμφωνίας με τους δανειστές. Και αυτό διότι εκτιμάται ότι μέσω αυτών των δημοπρασιών θα καταστεί εφικτή η αύξηση των μεριδίων των εναλλακτικών προμηθευτών, οι οποίοι αυτή τη στιγμή έχουν μερίδιο λίγο κάτω από 10%.
Αν και ακόμη υπάρχουν βασικές εκκρεμότητες όπως ο ορισμός της τιμής εκκίνησης των δημοπρασιών – σύμφωνα με πληροφορίες η ΡΑΕ έχει εισηγηθεί η τιμή να είναι τα 38 ευρώ η μεγαβατώρα – ήδη οι ενδιαφερόμενοι έχουν ..
ενημερωθεί για άλλες παραμέτρους της διαδικασίας. Μια από αυτές, προκαλεί εύλογα ερωτήματα καθώς δίνει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο διαγωνισμό μια εταιρεία προμήθειας, με ελάχιστη προκαταβολή της τάξης του 1% της αξίας της ενέργειας που αγοράζει.
Για παράδειγμα εάν δημοπρατηθεί ένα προϊόν 50MW τρίμηνης διάρκειας στην τιμή των 40 ευρώ απαιτείται μια προκαταβολή μόλις 43,2 χιλιάδων ευρώ. Θυμίζουμε ότι ο παλαιότερος κανονισμός της αγοράς (κώδικας προμήθειας) έδινε τη δυνατότητα να χορηγούνται άδειες προμήθειας με εγγύηση μόλις 50 χιλιάδων ευρώ, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν τα γνωστά φαινόμενα με τις ιδιωτικές εταιρείες που έκλεισαν και είναι σήμερα υπόλογες για μια σειρά από αδικήματα.
Σύμφωνα με το ΦΕΚ που εκδόθηκε στις αρχές Ιουνίου στις δημοπρασίες δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι κάτοχοι άδειας προμήθειας, ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι αυτή τη στιγμή ενεργοί προμηθευτές με πραγματική δραστηριότητα και μετρήσιμο μερίδιο στην αγορά είναι μόλις 7 εταιρείες. Αντίθετα άδεια προμηθευτή διαθέτουν σήμερα 29 εταιρείες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται γνωστά αλλά και λιγότερο γνωστά επιχειρηματικά ονόματα καθώς και εταιρείες με έδρα την Ελλάδα και χώρες του εξωτερικού όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Γερμανία.
Δηλαδή με την πρόβλεψη που υπάρχει για το ύψος της προκαταβολής στις δημοπρασίες, ανοίγει παράθυρο ώστε μικρές εταιρείες με ουσιαστικά ανύπαρκτη υποδομή και προετοιμασία να συμμετάσχουν δεσμεύοντας πολύ μικρό ύψος κεφαλαίων στους διαγωνισμούς. Εδώ όπως τονίζουν πηγές της αγοράς δημιουργούνται δύο προβλήματα. Το πρώτο αφορά στην ικανότητα εταιρειών με ανύπαρκτη υποδομή να δραστηριοποιηθούν στην αγορά. Οι προμηθευτές που σήμερα λειτουργούν έχουν αναπτύξει δίκτυα λιανικής, διαθέτουν μετρήσιμα μερίδια και έχουν υπαρκτό πελατολόγιο, έχοντας ήδη πραγματοποιήσει μια σημαντική επένδυση.
Πλέον με 42 χιλιάδες ευρώ ανοίγει η δυνατότητα και σε άλλους παίκτες χωρίς παρουσία και με κανένα άλλο κριτήριο πλην της άδειας προμήθειας, να μπουν στην αγορά και να αποκτήσουν πρόσβαση σε λιγνιτική και υδροηλεκτρική ενέργεια. Στο παρελθόν η αγορά και κυρίως οι καταναλωτές πλήρωσαν πολύ ακριβά ανάλογα λάθη.
Το δεύτερο θέμα που εγείρεται αφορά στον κίνδυνο να αποτύχει το εγχείρημα των δημοπρασιών, εάν γίνουν προσφορές που θα αυξήσουν το κόστος της μεγαβατώρας πολύ πάνω από την τιμή εκκίνησης και κοντά στη σημερινή Οριακή Τιμή του Συστήματος. Αυτό μπορεί να γίνει εάν επιτραπεί να συμμετάσχουν στους διαγωνισμούς εταιρίες που δε θα έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για δραστηριοποίηση στην αγορά.
Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε με δεδομένες τις πιέσεις που ασκούνται από τους δανειστές για άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού, τότε ανοίγει ο δρόμος για άλλα δομικά μέτρα, όπως αναφέρεται σχετικά στην τελευταία συμφωνία. Αυτά τα εναλλακτικά δομικά μέτρα μεταφράζονται σε επαναφορά στο προσκήνιο των προτάσεων για πωλήσεις μονάδων της ΔΕΗ.
capital.gr