«Φουσκωμένους» λογαριασμούς, που προκαλούν απανωτά ηλεκτροσόκ,
παίρνουν στα χέρια τους οι καταναλωτές από τις αρχές του μήνα. Η
αυξημένη κατανάλωση, λόγω χρήσης ηλεκτρικών συσκευών τους χειμερινούς
μήνες, είναι η μία εύλογη εξήγηση. Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον
παράγων που υπερδιπλασιάζει τον λογαριασμό που καλείται να πληρώσει ο
καταναλωτής για την αυξημένη κατανάλωση ρεύματος και αυτός είναι ο
τρόπος που κοστολογούν όλοι οι προμηθευτές ρεύματος (ΔΕΗ και ιδιώτες) τη
ρυθμιζόμενη χρέωση των ΥΚΩ (Υπηρεσίες Κοινής Ωφελείας). Οι χρεώσεις
ΥΚΩ, όπως διαπίστωσαν οι καταναλωτές με το νέο αναλυτικό έντυπο
λογαριασμού που καθιέρωσε η ΔΕΗ, είναι οι χρεώσεις που πληρώνουν για να
καλύψουν τα επιπλέον κόστη ηλεκτροδότησης των μη διασυνδεδεμένων νησιών,
το κόστος του Κοινωνικού
Οικιακού Τιμολογίου και άλλα επιδοτούμενα τιμολόγια, για πολυτέκνους κ.λπ. Ολα αυτά τα κόστη δηλαδή που οι κυβερνήσεις διαφημίζουν ως κοινωνική πολιτική, αποκρύπτοντας ότι πληρώνονται από τους συνεπείς καταναλωτές.
Η χρέωση
Η μεθοδολογία τιμολόγησης των ΥΚΩ έχει εγκριθεί με νόμο το 2012 και προβλέπει κλιμακωτή χρέωση της τετραμηνιαίας κατανάλωσης. Συγκεκριμένα, για κατανάλωση έως και 1.600 κιλοβατώρες η χρέωση των ΥΚΩ είναι 0,00699 ευρώ η κιλοβατώρα. Στην αμέσως επόμενη κλίμακα, 1.601-2.000 κιλοβατώρες, η χρέωση είναι 0,01570 ευρώ η κιλοβατώρα και στην κλίμακα 2.001-3.000 κιλοβατώρες η χρέωση ανεβαίνει στα 0,03987 ευρώ η κιλοβατώρα. Στην υψηλή κλίμακα άνω των 3.000 κιλοβατωρών το τετράμηνο, η χρέωση των ΥΚΩ εκτινάσσεται στα 0,04488 ευρώ η κιλοβατώρα. Με την αλλαγή κλίμακας όλη η ενέργεια από την πρώτη κιλοβατώρα επιβαρύνεται με την υψηλή χρέωση ΥΚΩ. Η μεθοδολογία αυτή που καθιερώθηκε το 2012, στη λογική της ελάφρυνσης των χαμηλών καταναλώσεων και της εξοικονόμησης, σήμερα στραγγαλίζει οικονομικά τα εξαντλημένα από την ύφεση νοικοκυριά, τα οποία υποχρεώνονται να ζεσταθούν με ρεύμα, αφού οι περισσότερες κεντρικές θερμάνσεις στις πολυκατοικίες έσβησαν μετά τις διαδοχικές αυξήσεις του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Ετσι, ενώ η κατανάλωση ενός μέσου νοικοκυριού το τετράμηνο κυμαίνεται γύρω στις 1.600-2.000 κιλοβατώρες, τους χειμερινούς μήνες με τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών για θέρμανση και τους θερινούς για ψύξη αυξάνεται πάνω από τις 3.000 κιλοβατώρες, με αποτέλεσμα όλη η ενέργεια να επιβαρύνεται με την υψηλή χρέωση των ΥΚΩ χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η χρέωση για τις χαμηλότερες κλίμακες καταναλώσεων.
Για παράδειγμα, ένας καταναλωτής, που ξεπερνάει τις 1.600 κιλοβατώρες το τετράμηνο και πάει στις 3.000, θα πληρώσει για ΥΚΩ 119,61 ευρώ και μαζί με τον ΦΠΑ (13%) 135,6 ευρώ. Εάν η ΥΚΩ για την ίδια κατανάλωση χρεωνόταν για τις πρώτες 1.600 κιλοβατώρες στην τιμή των 0,00699 και για τις επόμενες μέχρι τις 2.000 κιλοβατώρες στην τιμή των 0,01570 ευρώ και μόνο οι πάνω από τις 2.001 στην υψηλή τιμή των 0,04488 ευρώ, ο καταναλωτής για την ίδια κατανάλωση θα πλήρωνε για ΥΚΩ 64,79 ευρώ (με ΦΠΑ), δηλαδή 70,37 ευρώ λιγότερα. Στην περίπτωση που η κατανάλωση ανεβεί πάνω από τις 3.000 κιλοβατώρες, ο ίδιος καταναλωτής θα πλήρωνε στην περίπτωση που ίσχυε η τιμολόγηση ανά κλιμάκιο 115,5 ευρώ, ενώ με τη χρέωση του συνόλου της ενέργειας στην υψηλή τιμή ΥΚΩ, το ποσόν υπερδιπλασιάζεται στα 202,86 ευρώ. Θα πληρώσει δηλαδή για ΥΚΩ 87,36 ευρώ επιπλέον, μόνο λόγω της μεθοδολογίας τιμολόγησης. Οι παράδοξες αυτές επιβαρύνσεις ισχύουν ανεξαρτήτως παρόχου.
Στην περίπτωση της ΔΕΗ τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα, γιατί ακολουθεί κλιμακωτή τιμολόγηση και για την ενέργεια. Η πρώτη κλίμακα μέχρι 2.000 κιλοβατώρες χρεώνεται με 0,09460 ευρώ η κιλοβατώρα και η δεύτερη άνω των 2.000 κιλοβατωρών με 0,10252 ευρώ η κιλοβατώρα. Στην περίπτωση όμως που κάποιος ξεπεράσει την πρώτη κλίμακα, χρεώνεται στην υψηλή τιμή από την πρώτη κιλοβατώρα και όχι από το όριο των 2.000 και πάνω.
Την ανεξέλεγκτη αύξηση του κόστους ενέργειας από τη μεθοδολογία χρέωσης των ΥΚΩ αναγνωρίζουν τόσο η ΡΑΕ όσο και η ΔΕΗ. «Η μεθοδολογία αυτή οδηγεί σε ανεξέλεγκτες αυξήσεις και είναι και λίγο ύπουλη, αφού ο καταναλωτής δεν μπορεί να ξέρει πότε θα ξεπεράσει την κλίμακα», τονίζουν στην «Κ» κύκλοι της ΡΑΕ και προαναγγέλλουν αποκατάστασή της το αμέσως επόμενο διάστημα μέσω μιας συνολικότερης πρότασης για τον εξορθολογισμό των ρυθμιζόμενων χρεώσεων προς το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η πλευρά της ΔΕΗ τονίζει στην «Κ» ότι θα εισηγηθεί προς τη ΡΑΕ τροποποίηση της μεθοδολογίας χρέωσης των ΥΚΩ, ενώ στο ερώτημα γιατί δεν το έχει πράξει μέχρι σήμερα, απαντά ότι «δεν είχε εντοπιστεί το πρόβλημα».
(Καθημερινή)
Οικιακού Τιμολογίου και άλλα επιδοτούμενα τιμολόγια, για πολυτέκνους κ.λπ. Ολα αυτά τα κόστη δηλαδή που οι κυβερνήσεις διαφημίζουν ως κοινωνική πολιτική, αποκρύπτοντας ότι πληρώνονται από τους συνεπείς καταναλωτές.
Η χρέωση
Η μεθοδολογία τιμολόγησης των ΥΚΩ έχει εγκριθεί με νόμο το 2012 και προβλέπει κλιμακωτή χρέωση της τετραμηνιαίας κατανάλωσης. Συγκεκριμένα, για κατανάλωση έως και 1.600 κιλοβατώρες η χρέωση των ΥΚΩ είναι 0,00699 ευρώ η κιλοβατώρα. Στην αμέσως επόμενη κλίμακα, 1.601-2.000 κιλοβατώρες, η χρέωση είναι 0,01570 ευρώ η κιλοβατώρα και στην κλίμακα 2.001-3.000 κιλοβατώρες η χρέωση ανεβαίνει στα 0,03987 ευρώ η κιλοβατώρα. Στην υψηλή κλίμακα άνω των 3.000 κιλοβατωρών το τετράμηνο, η χρέωση των ΥΚΩ εκτινάσσεται στα 0,04488 ευρώ η κιλοβατώρα. Με την αλλαγή κλίμακας όλη η ενέργεια από την πρώτη κιλοβατώρα επιβαρύνεται με την υψηλή χρέωση ΥΚΩ. Η μεθοδολογία αυτή που καθιερώθηκε το 2012, στη λογική της ελάφρυνσης των χαμηλών καταναλώσεων και της εξοικονόμησης, σήμερα στραγγαλίζει οικονομικά τα εξαντλημένα από την ύφεση νοικοκυριά, τα οποία υποχρεώνονται να ζεσταθούν με ρεύμα, αφού οι περισσότερες κεντρικές θερμάνσεις στις πολυκατοικίες έσβησαν μετά τις διαδοχικές αυξήσεις του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Ετσι, ενώ η κατανάλωση ενός μέσου νοικοκυριού το τετράμηνο κυμαίνεται γύρω στις 1.600-2.000 κιλοβατώρες, τους χειμερινούς μήνες με τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών για θέρμανση και τους θερινούς για ψύξη αυξάνεται πάνω από τις 3.000 κιλοβατώρες, με αποτέλεσμα όλη η ενέργεια να επιβαρύνεται με την υψηλή χρέωση των ΥΚΩ χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η χρέωση για τις χαμηλότερες κλίμακες καταναλώσεων.
Για παράδειγμα, ένας καταναλωτής, που ξεπερνάει τις 1.600 κιλοβατώρες το τετράμηνο και πάει στις 3.000, θα πληρώσει για ΥΚΩ 119,61 ευρώ και μαζί με τον ΦΠΑ (13%) 135,6 ευρώ. Εάν η ΥΚΩ για την ίδια κατανάλωση χρεωνόταν για τις πρώτες 1.600 κιλοβατώρες στην τιμή των 0,00699 και για τις επόμενες μέχρι τις 2.000 κιλοβατώρες στην τιμή των 0,01570 ευρώ και μόνο οι πάνω από τις 2.001 στην υψηλή τιμή των 0,04488 ευρώ, ο καταναλωτής για την ίδια κατανάλωση θα πλήρωνε για ΥΚΩ 64,79 ευρώ (με ΦΠΑ), δηλαδή 70,37 ευρώ λιγότερα. Στην περίπτωση που η κατανάλωση ανεβεί πάνω από τις 3.000 κιλοβατώρες, ο ίδιος καταναλωτής θα πλήρωνε στην περίπτωση που ίσχυε η τιμολόγηση ανά κλιμάκιο 115,5 ευρώ, ενώ με τη χρέωση του συνόλου της ενέργειας στην υψηλή τιμή ΥΚΩ, το ποσόν υπερδιπλασιάζεται στα 202,86 ευρώ. Θα πληρώσει δηλαδή για ΥΚΩ 87,36 ευρώ επιπλέον, μόνο λόγω της μεθοδολογίας τιμολόγησης. Οι παράδοξες αυτές επιβαρύνσεις ισχύουν ανεξαρτήτως παρόχου.
Στην περίπτωση της ΔΕΗ τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα, γιατί ακολουθεί κλιμακωτή τιμολόγηση και για την ενέργεια. Η πρώτη κλίμακα μέχρι 2.000 κιλοβατώρες χρεώνεται με 0,09460 ευρώ η κιλοβατώρα και η δεύτερη άνω των 2.000 κιλοβατωρών με 0,10252 ευρώ η κιλοβατώρα. Στην περίπτωση όμως που κάποιος ξεπεράσει την πρώτη κλίμακα, χρεώνεται στην υψηλή τιμή από την πρώτη κιλοβατώρα και όχι από το όριο των 2.000 και πάνω.
Την ανεξέλεγκτη αύξηση του κόστους ενέργειας από τη μεθοδολογία χρέωσης των ΥΚΩ αναγνωρίζουν τόσο η ΡΑΕ όσο και η ΔΕΗ. «Η μεθοδολογία αυτή οδηγεί σε ανεξέλεγκτες αυξήσεις και είναι και λίγο ύπουλη, αφού ο καταναλωτής δεν μπορεί να ξέρει πότε θα ξεπεράσει την κλίμακα», τονίζουν στην «Κ» κύκλοι της ΡΑΕ και προαναγγέλλουν αποκατάστασή της το αμέσως επόμενο διάστημα μέσω μιας συνολικότερης πρότασης για τον εξορθολογισμό των ρυθμιζόμενων χρεώσεων προς το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η πλευρά της ΔΕΗ τονίζει στην «Κ» ότι θα εισηγηθεί προς τη ΡΑΕ τροποποίηση της μεθοδολογίας χρέωσης των ΥΚΩ, ενώ στο ερώτημα γιατί δεν το έχει πράξει μέχρι σήμερα, απαντά ότι «δεν είχε εντοπιστεί το πρόβλημα».
(Καθημερινή)