Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Το μεγάλο δίλημμα για τη ΔΕΗ: Λιγνιτικά "φιλέτα" ή νερά

Μεγάλοι ξένοι επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά ήταν σαφείς τους τελευταίους μήνες, στέλνοντας μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι δεν ενδιαφέρονται για την αγορά αποκλειστικά μονάδων λιγνίτη από τη ΔΕΗ. Τα μηνύματα αυτά δεν εισακούστηκαν με αποτέλεσμα η κυβέρνηση στη συμφωνία για την 2η αξιολόγηση να περιλάβει όρο για την πώληση του 40% των λιγνιτικών.
Το μεγάλο στοίχημα λοιπόν έχει μετατεθεί για τον Οκτώβριο, όταν και θα τεθεί στην κρίση των υποψήφιων επενδυτών το πακέτο των μονάδων που θα αντιπροσωπεύει το 40% των λιγνιτών της ΔΕΗ. Στο market test που θα ανακοινωθεί στην ιστοσελίδα της Κομισιόν, θα "μετρηθεί" το
επενδυτικό ενδιαφέρον: εφόσον υπάρξει ανταπόκριση, τότε θα προχωρήσει ο διαγωνισμός με στόχο να ολοκληρωθεί η πώληση μέχρι τον Ιούνιο του 2018, ειδάλλως η Κομισιόν θα ενεργοποιήσει τη ρήτρα για εναλλακτικά διαρθρωτικά μέτρα για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού.
Τα μέχρι τώρα δεδομένα ωστόσο επιμένουν ότι οι επενδυτές συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν, στην καλύτερη περίπτωση, με επιφύλαξη το εγχείρημα της πώλησης λιγνιτικών μονάδων.
Αυτή η αίσθηση που υπήρχε στην αγορά, επιβεβαιώθηκε την περασμένη εβδομάδα και από έναν από τους βασικότερους υποψηφίους, τον όμιλο Μυτιληναίος, με τον επικεφαλής του, Ευάγγελο Μυτιληναίο, να δηλώνει απαισιόδοξος: θα είναι πολύ δύσκολο για τη ΔΕΗ να πουλήσει λιγνίτες χωρίς υδροηλεκτρικά, ανέφερε ο κ. Μυτιληναίος.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΔΕΗ έχει προτείνει προς πώληση εργοστάσια που μάλλον δεν πληρούν τις προδιαγραφές που ζητά η αγορά αλλά και έχουν συμφωνηθεί με την Κομισιόν: η μονάδα του Αμύνταιου ακόμη και εάν δεν είχαμε την πρόσφατη κατολίσθηση, είναι παλιάς τεχνολογίας και χρειάζεται επενδύσεις δεκάδων εκατομμυρίων, ενώ έχει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα ζωής εξαιτίας των περιβαλλοντικών περιορισμών της ΕΕ. Αντίστοιχα οι μονάδες της Μεγαλόπολης έχουν πρόβλημα με την ποιότητα του καυσίμου και την απόδοση, ενώ στη Μελίτη της Φλώρινας βρίσκεται σε πολυετή εκκρεμότητα το θέμα των ορυχείων, με αποτέλεσμα συχνά να γίνονται εισαγωγές κάρβουνου από τα Σκόπια.
Πώς διαμορφώνονται πλέον οι επιλογές και ποιες αποφάσεις καλείται να λάβουν σύντομα κυβέρνηση και ΔΕΗ;
Όπως όλα δείχνουν εάν επιμείνουν στο μοντέλο μόνο λιγνίτης, θα χρειαστεί κάτι πολύ πιο δραστικό για να πετύχει το εγχείρημα. Στην αγορά είναι σαφές ότι μόνο ένα εργοστάσιο θα μπορούσε να φέρει επενδυτικό ενδιαφέρον και αυτό δεν είναι άλλο από το συγκρότημα του Αγίου Δημητρίου στην Κοζάνη, το οποίο περιλαμβάνει 5 μονάδες συνολικής ισχύος 1.456 MW. Ταυτόχρονα το συγκεκριμένο εργοστάσιο είναι το μόνο που θα μπορούσε να φέρει και αξιόλογα έσοδα για το πολύπαθο ταμείο της ΔΕΗ που από το 2018 και μετά μπαίνει σε νέες περιπέτειες ενόψει και των λήξεων σημαντικών δανείων που θα κορυφωθούν το 2019.
Η δεύτερη εναλλακτική περιλαμβάνει την πώληση κάποιων παλιών εργοστασίων μαζί όμως με υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Εδώ το σενάριο θέλει να υπάρχει μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον και τους επενδυτές να είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν σημαντικά ποσά, που θα δώσουν πραγματική ανάσα και θα καταστήσουν εφικτή την ουσιαστική εξυγίανση του ισολογισμού της υπερδανεισμένης εταιρείας.
Μια παραλλαγή του σεναρίου, που όμως μεταφράζεται σε μικρότερα οφέλη για τη ΔΕΗ, είναι η εταιρεία να κρατήσει τη διαχείριση των υδροηλεκτρικών, αλλά να νοικιάζει την παραγωγή τους μέσω ειδικών συμφωνιών (swap of drawing rights agreements) σε ιδιώτες επενδυτές. Εδώ, η εταιρεία θα έχει εξαιρετικά περιορισμένα έως και μηδενικά οφέλη, όπως συνέβη και στην περίπτωση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ που κατά κοινή ομολογία μπορεί να έφεραν πολιτικά οφέλη (απόσυρση "Μικρής ΔΕΗ"), έφεραν ωστόσο ακόμη περισσότερα προβλήματα για την ίδια τη ΔΕΗ.
Τέλος, να σημειωθεί ότι τις εξελίξεις παρακολουθεί στενά η Κομισιόν, η οποία έχει ως επιπλέον "όπλο" την έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού, που ήρθε ως αποτέλεσμα των υπονοιών για χειραγώγηση της χονδρεμπορικής αγοράς από τη ΔΕΗ και τον ΑΔΜΗΕ (μεταξύ άλλων, με αξιοποίηση των υδροηλεκτρικών) με στόχο τον εξοβελισμό των ιδιωτικών μονάδων παραγωγής.
(του Χάρη Φλουδόπουλου, capital.gr)