Η θέση του τομέα Περιβαλλοντος, Ενέργειας και κλιματικής
αλλαγής του Ποταμιού για τη ΔΕΗ και τη διαδικασία πώλησης 40% των
λιγντιτικών μονάδων:
"Η υποχρεωτική πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον εμπόδια στην πορεία απεξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το λιγνίτη και η επιμονή σε αυτή την ξεπερασμένη απόφαση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των δανειστών είναι αναχρονιστική τόσο σε οικονομικό όσο και σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει τα αδιέξοδα της πολιτικής της ΔΕΗ και των ελληνικών κυβερνήσεων στο τομέα του ηλεκτρισμού και μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα μετατροπής της σε μια σύγχρονη και καινοτόμο ενεργειακή επιχείρηση απεξαρτημένη από τον λιγνίτη.
Από τις προς πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, μόνο η Μελίτη Ι μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους
επενδυτές γιατί έχει τον καλύτερο βαθμό απόδοσης και συμμορφώνεται με τα νέα όρια εκπομπών ρύπων. Οι μονάδες της Μεγαλόπολης δύσκολα θα βρουν αγοραστή σε αποδεκτή τιμή για τη ΔΕΗ καθώς είναι παλαιότερες και επιπλέον καίνε το χειρότερο λιγνίτη στην Ε.Ε. με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται αναλογικά περισσότερο με το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών για κάθε κιλοβατώρα που παράγουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυνητικοί επενδυτές εντός και εκτός Ελλάδας δεν δείχνουν κανέναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον με εξαίρεση ίσως τους Κινέζους. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα η αποτίμηση των πωλούμενων λιγνιτικών μονάδων από τα ΕΛΠΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο για τιμές δικαιωμάτων εκπομπών στα 4 ευρώ ανά τόνο CO2 προκύπτει οριακό κέρδος! Η ευρωπαϊκή όμως ενεργειακή πολιτική έχει ήδη προσανατολιστεί προς την απανθρακοποίηση και μέτρα, όπως η αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ), οδηγούν τις εκτιμήσεις για τις τιμές των δικαιωμάτων σε πάνω από 20 ευρώ, ενδεχομένως και πάνω από 30 ευρώ ανά τόνο. Ταυτόχρονα υπάρχει και η θέσπιση νέων αυστηρότερων ορίων εκπομπών των λοιπών ρύπων για τις μεγάλες μονάδες καύσης που επιβάλλουν ακριβά έργα αναβάθμισης, αλλά και η αλματώδης μείωση του κόστους των ΑΠΕ.
Η υποχρεωτική πώληση των λιγνιτικών μονάδων από τη ΔΕΗ δεν προκαλεί, αλλά αποκαλύπτει την απαξίωση της επιχείρησης, γιατί δεν φταίει κανείς άλλος από αυτήν και τις κυβερνήσεις, παρούσα και προηγούμενες, με τις οποίες έκανε από κοινού τις επιλογές της. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το ότι από τις πάνω από 300 επιχειρήσεις ηλεκτρισμού της ΕΕ με εκατοντάδες δις συνολικό τζίρο, μόνο η ΔΕΗ σκέφτεται σοβαρά κατασκευή νέας ανθρακικής μονάδας μετά το 2020 (και μάλιστα με ελληνικό λιγνίτη, εξορισμού σαφώς ακριβότερο από ευρωπαϊκά ή εισαγόμενα κάρβουνα).
Η ουσία είναι πως όταν είχε παρθεί η πρώτη απόφαση στην ΕΕ για υποχρεωτική αποεπένδυση της ΔΕΗ σε λιγνίτες, ο λιγνίτης θεωρούνταν η φτηνότερη επιλογή ηλεκτροπαραγωγής κι επομένως με αντικειμενικό μονοπώλιο σε αυτόν δεν θα μπορούσε να υπάρξει ανταγωνισμός. Έκτοτε όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην, κυρίως σε επίπεδο αγοράς και τεχνολογίας όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκών και παγκόσμιων πολιτικών. Δεν υπάρχει κανείς πια που να μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά πως στην Ελλάδα ο λιγνίτης είναι η πιο οικονομική πηγή ενέργειας.
Δεδομένης όμως της υποχρέωσης πώλησης αυτών των λιγνιτικών μονάδων σήμερα το ζήτημα που τίθεται είναι τι συνέπειες θα έχει.
Σε επίπεδο ενεργειακής πολιτικής της χώρας το αποτέλεσμα, αν η πώληση επιτευχθεί, θα είναι αρνητικό καθώς οι νέοι επενδυτές θα απαιτήσουν την εξασφάλιση πολυετούς λειτουργίας, ώστε να αποσβέσουν το κόστος της επένδυσης τους και να αποκομίσουν κέρδος. Ενώ λοιπόν η Ευρωπαϊκή Ένωση ωθεί τα κράτη μέλη προς την ενεργειακή μετάβαση σε ΑΠΕ και απανθρακοποίηση, ειδικά στην Ελλάδα και στο όνομα του ελεύθερου ανταγωνισμού, προτείνει την παράταση της παραγωγής ενέργειας βασισμένης στο λιγνίτη. Η διαδικασία πώλησης ενέχει επιπλέον τον κίνδυνο ένταξης προς πώληση και υδροηλεκτρικών μονάδων όπως έχει ήδη προταθεί από πιθανούς αγοραστές.
Για την ίδια τη ΔΕΗ η παρούσα δύσκολη κατάσταση ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί και να απεξαρτηθεί από το πιο ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο του πλανήτη προσανατολιζόμενη στα νέα δεδομένα της ενεργειακής αγοράς, δηλαδή στην παραγωγή φθηνής και καθαρής ενέργειας με συμμετοχή στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η ΔΕΗ θα πρέπει να απεμπλακεί από το οικονομικά ασύμφορο έργο της Πτολεμαΐδας V και να εγκαταλείψει το σχέδιο κατασκευής δεύτερης νέας μονάδας (Μελίτη ΙΙ). Ένα Master Plan για τη ΔΕΗ 2017-2050 θα μπορούσε να θέτει τις ΑΠΕ ως προτεραιότητα και να περιλαμβάνει σύγχρονες τεχνολογίες και υπηρεσίες, όπως η διασπαρμένη παραγωγή, η αποθήκευση, οι υπηρεσίες εξισορρόπησης συστήματος, η συμμετοχή στον εξηλεκτρισμό των μεταφορών και στην εξοικονόμηση ενέργειας. Ευθύνη της ΔΕΗ είναι επίσης η συνεισφορά στην ομαλή μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών στη νέα εποχή. Η αναζήτηση στρατηγικών εταίρων και η αξιοποίηση διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων για την ενεργειακή μετάβαση μπορεί να καταστήσει τη ΔΕΗ υγιή και καινοτόμο όχι μόνο για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, αλλά και για λόγους αμιγώς οικονομικούς.
Ανεξαρτήτως λοιπόν της έκβασης της πώλησης απαιτείται να κατατεθεί το συντομότερο το εκσυγχρονιστικό επιχειρηματικό σχέδιο της ΔΕΗ με εναλλακτικά σενάρια ανάλογα με την κατάληξη της πώλησης".
"Η υποχρεωτική πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον εμπόδια στην πορεία απεξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το λιγνίτη και η επιμονή σε αυτή την ξεπερασμένη απόφαση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των δανειστών είναι αναχρονιστική τόσο σε οικονομικό όσο και σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει τα αδιέξοδα της πολιτικής της ΔΕΗ και των ελληνικών κυβερνήσεων στο τομέα του ηλεκτρισμού και μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα μετατροπής της σε μια σύγχρονη και καινοτόμο ενεργειακή επιχείρηση απεξαρτημένη από τον λιγνίτη.
Από τις προς πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, μόνο η Μελίτη Ι μπορεί να ενδιαφέρει κάποιους
επενδυτές γιατί έχει τον καλύτερο βαθμό απόδοσης και συμμορφώνεται με τα νέα όρια εκπομπών ρύπων. Οι μονάδες της Μεγαλόπολης δύσκολα θα βρουν αγοραστή σε αποδεκτή τιμή για τη ΔΕΗ καθώς είναι παλαιότερες και επιπλέον καίνε το χειρότερο λιγνίτη στην Ε.Ε. με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται αναλογικά περισσότερο με το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών για κάθε κιλοβατώρα που παράγουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυνητικοί επενδυτές εντός και εκτός Ελλάδας δεν δείχνουν κανέναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον με εξαίρεση ίσως τους Κινέζους. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα η αποτίμηση των πωλούμενων λιγνιτικών μονάδων από τα ΕΛΠΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο για τιμές δικαιωμάτων εκπομπών στα 4 ευρώ ανά τόνο CO2 προκύπτει οριακό κέρδος! Η ευρωπαϊκή όμως ενεργειακή πολιτική έχει ήδη προσανατολιστεί προς την απανθρακοποίηση και μέτρα, όπως η αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ), οδηγούν τις εκτιμήσεις για τις τιμές των δικαιωμάτων σε πάνω από 20 ευρώ, ενδεχομένως και πάνω από 30 ευρώ ανά τόνο. Ταυτόχρονα υπάρχει και η θέσπιση νέων αυστηρότερων ορίων εκπομπών των λοιπών ρύπων για τις μεγάλες μονάδες καύσης που επιβάλλουν ακριβά έργα αναβάθμισης, αλλά και η αλματώδης μείωση του κόστους των ΑΠΕ.
Η υποχρεωτική πώληση των λιγνιτικών μονάδων από τη ΔΕΗ δεν προκαλεί, αλλά αποκαλύπτει την απαξίωση της επιχείρησης, γιατί δεν φταίει κανείς άλλος από αυτήν και τις κυβερνήσεις, παρούσα και προηγούμενες, με τις οποίες έκανε από κοινού τις επιλογές της. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το ότι από τις πάνω από 300 επιχειρήσεις ηλεκτρισμού της ΕΕ με εκατοντάδες δις συνολικό τζίρο, μόνο η ΔΕΗ σκέφτεται σοβαρά κατασκευή νέας ανθρακικής μονάδας μετά το 2020 (και μάλιστα με ελληνικό λιγνίτη, εξορισμού σαφώς ακριβότερο από ευρωπαϊκά ή εισαγόμενα κάρβουνα).
Η ουσία είναι πως όταν είχε παρθεί η πρώτη απόφαση στην ΕΕ για υποχρεωτική αποεπένδυση της ΔΕΗ σε λιγνίτες, ο λιγνίτης θεωρούνταν η φτηνότερη επιλογή ηλεκτροπαραγωγής κι επομένως με αντικειμενικό μονοπώλιο σε αυτόν δεν θα μπορούσε να υπάρξει ανταγωνισμός. Έκτοτε όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην, κυρίως σε επίπεδο αγοράς και τεχνολογίας όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκών και παγκόσμιων πολιτικών. Δεν υπάρχει κανείς πια που να μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά πως στην Ελλάδα ο λιγνίτης είναι η πιο οικονομική πηγή ενέργειας.
Δεδομένης όμως της υποχρέωσης πώλησης αυτών των λιγνιτικών μονάδων σήμερα το ζήτημα που τίθεται είναι τι συνέπειες θα έχει.
Σε επίπεδο ενεργειακής πολιτικής της χώρας το αποτέλεσμα, αν η πώληση επιτευχθεί, θα είναι αρνητικό καθώς οι νέοι επενδυτές θα απαιτήσουν την εξασφάλιση πολυετούς λειτουργίας, ώστε να αποσβέσουν το κόστος της επένδυσης τους και να αποκομίσουν κέρδος. Ενώ λοιπόν η Ευρωπαϊκή Ένωση ωθεί τα κράτη μέλη προς την ενεργειακή μετάβαση σε ΑΠΕ και απανθρακοποίηση, ειδικά στην Ελλάδα και στο όνομα του ελεύθερου ανταγωνισμού, προτείνει την παράταση της παραγωγής ενέργειας βασισμένης στο λιγνίτη. Η διαδικασία πώλησης ενέχει επιπλέον τον κίνδυνο ένταξης προς πώληση και υδροηλεκτρικών μονάδων όπως έχει ήδη προταθεί από πιθανούς αγοραστές.
Για την ίδια τη ΔΕΗ η παρούσα δύσκολη κατάσταση ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί και να απεξαρτηθεί από το πιο ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο του πλανήτη προσανατολιζόμενη στα νέα δεδομένα της ενεργειακής αγοράς, δηλαδή στην παραγωγή φθηνής και καθαρής ενέργειας με συμμετοχή στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η ΔΕΗ θα πρέπει να απεμπλακεί από το οικονομικά ασύμφορο έργο της Πτολεμαΐδας V και να εγκαταλείψει το σχέδιο κατασκευής δεύτερης νέας μονάδας (Μελίτη ΙΙ). Ένα Master Plan για τη ΔΕΗ 2017-2050 θα μπορούσε να θέτει τις ΑΠΕ ως προτεραιότητα και να περιλαμβάνει σύγχρονες τεχνολογίες και υπηρεσίες, όπως η διασπαρμένη παραγωγή, η αποθήκευση, οι υπηρεσίες εξισορρόπησης συστήματος, η συμμετοχή στον εξηλεκτρισμό των μεταφορών και στην εξοικονόμηση ενέργειας. Ευθύνη της ΔΕΗ είναι επίσης η συνεισφορά στην ομαλή μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών στη νέα εποχή. Η αναζήτηση στρατηγικών εταίρων και η αξιοποίηση διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων για την ενεργειακή μετάβαση μπορεί να καταστήσει τη ΔΕΗ υγιή και καινοτόμο όχι μόνο για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, αλλά και για λόγους αμιγώς οικονομικούς.
Ανεξαρτήτως λοιπόν της έκβασης της πώλησης απαιτείται να κατατεθεί το συντομότερο το εκσυγχρονιστικό επιχειρηματικό σχέδιο της ΔΕΗ με εναλλακτικά σενάρια ανάλογα με την κατάληξη της πώλησης".