Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Σημίτης: Κρίσιμης σημασίας για την εθνική οικονομία να προχωρήσει η μεταρρύθμιση της ΔΕΗ

Τον τομέα της ενέργειας και συγκεκριμένα το “Κεφάλαιο” ΔΕΗ ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλα, ο πρώην Πρωθυπουργός της χώρας, Κωνσταντίνος Σημίτης σε άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής, όσον αφορά τους παράγοντες που θα επιδράσουν καθοριστικά στο αν η Ελλάδα θα μπορέσει να ανταποκριθεί στους όρους που της έχουν τεθεί από την ΟΝΕ ώστε να καταγράψει ρυθμούς ανάκαμψης στην οικονομία της.
Ειδικότερα, ο κ. Σημίτης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο κομμάτι των επενδύσεων όπου παρατηρείται σημαντική αναβλητικότητα ως προς την προώθηση και υλοποίηση εμβληματικών επενδυτικών έργων, βαρύνουσας σημασίας για την εξέλιξη της εθνικής οικονομίας. Σημειώνει χαρακτηριστικά πως “οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που σχετίζονται με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) είναι ενδεικτικές της
αναβλητικότητας που ακολουθείται”.
Υπογραμμίζει, δε, πως η ανάγκη μεταρρύθμισης του εν λόγω τομέα βρίσκεται στην επικαιρότητα, ήδη, από το Πρώτο Πρόγραμμα Οικονομικής Σταθεροποίησης το 2010, εξαιτίας της παγκόσμιας στροφής προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Ο λιγνίτης, το βασικό καύσιμο της ΔΕΗ, έγινε πολύ ακριβός. Η ΔΕΗ είχε την ανάγκη κεφαλαίων για νέες επενδύσεις. Επιπρόσθετα, οι υπάρχουσες μονάδες παραγωγής είχαν φτάσει τα ανώτατα όρια λειτουργίας τους. Ας σημειωθεί επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε το 2008 κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης από τη ΔΕΗ σε ό,τι αφορά τη χρήση του λιγνίτη με στόχο τον αποκλεισμό εισόδου άλλων επιχειρήσεων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Από την πλευρά της η ΔΕΗ προσπάθησε να αντιταχθεί νομικά στις συγκεκριμένες αποφάσεις, όπως αναφέρει στο άρθρο του ο πρώην Πρωθυπουργός. Οι ενστάσεις της απορρίφθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2016. Στο μεταξύ προσπάθησε να αναβάλει οποιαδήποτε προσπάθεια αντικατάστασης ή μείωσης της χρήσης του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για να διαφυλάξει τα συμφέροντα της επιχείρησης και των εργαζομένων.
Τονίζει, επίσης, πως η εν λόγω πρακτική που ακολούθησε η τότε ηγεσία της ΔΕΗ υποδείκνυε εν τέλει αδιαφορία για τις μελλοντικές προοπτικές της επιχείρησης και τις ανάγκες της για επενδύσεις.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά τις μη πραγματοποιούμενες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ΔΕΗ δεν έχει πλέον τα κεφάλαια για να επενδύσει σε νέες μεθόδους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, τα κεφάλαια που αναμένεται να συγκεντρωθούν από την πώληση μέρους των λιγνιτικών μονάδων θα είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν πριν από μερικά χρόνια.
Η ίδια η ΔΕΗ εξακολουθεί να παραμένει προσκολλημένη στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος με λιγνίτη, παρά το γεγονός ότι η παραγωγή με τη χρήση εναλλακτικών μορφών ενέργειας είναι σαφώς προτιμότερη τόσο με περιβαλλοντικούς όσο και με οικονομικούς όρους.  
Σχετικά με την κυβερνητική πολιτική υπογραμμίζει πως κινείται κατώτερα των περιστάσεων όταν η ανάγκη παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον και δίχως να επιβαρύνει το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, φαντάζει πιο επιτακτική από ποτέ. 
Χαρακτηριστικά αναφέρει πως “απέναντι στις κινητοποιήσεις κατά της αιολικής ενέργειας και τη καταστροφή σχετικών εγκαταστάσεων (π.χ. στην Κρήτη) στέκεται άπραγη”.