Η ενίσχυση της ρευστότητας "καίει" αυτή τη στιγμή η ΔΕΗ που
σχεδιάζει να βγει στις αγορές ζητώντας 400-500 εκατ. ευρώ, παρ’ ότι δεν
μπορεί να διασφαλίσει ότι το επιτόκιο που θα της ζητήσουν οι επενδυτές
για να τη δανείσουν θα είναι ικανοποιητικό.
Την ίδια στιγμή η προθυμία των ελληνικών τραπεζών να συμμετάσχουν σε μια τέτοια έκδοση βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, καθώς κάποιες εκφράζουν ανοικτά τις αμφιβολίες τους για την εξάρτηση της ΔΕΗ από τους λιγνίτες, για τους οποίους μάλιστα το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει μικρό. Αυτή τη στιγμή ο διαγωνισμός πώλησης των τριών λιγνιτικών της μονάδων βρίσκεται επί ξηρού ακμής, με τη ΔΕΗ να υποστηρίζει ότι αν δεν αναβληθεί, κινδυνεύει άμεσα με ναυάγιο. Αντιμέτωπη με αυτό το αδιέξοδο, η επιχείρηση έστειλε προ ημερών επιστολή στις Βρυξέλλες, ζητώντας παράταση του διαγωνισμού έως και τα μέσα Φεβρουαρίου.
Στο μεγάλο ζήτημα της ρευστότητας, που αποτελεί και βασική προτεραιότητα της επιχείρησης, πηγές της τελευταίας δηλώνουν ότι προετοιμάζεται εδώ και καιρό για έξοδο στις αγορές, μέσα στο πρώτο 3μηνο του 2019. Επειδή όμως μπορεί την περίοδο εκείνη να υπάρξουν αναταράξεις (Ιταλία, Brexit), οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι η έξοδος θα γίνει εφόσον το ευνοούν οι συνθήκες.
Τελευταία φορά που είχε κάνει την εμφάνισή της στις αγορές η ΔΕΗ, ήταν το 2014, όταν και άντλησε 500 εκατ. ευρώ, με 5ετές ομόλογο, και επιτόκιο 5,5%. Τώρα, το επιτόκιο που θα μπορούσε να πετύχει εφόσον πραγματοποιήσει την έξοδο, εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 4% και 5%. "Αν δεν είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, εννοείται πως θα αναβάλλουμε την έκδοση", ανέφερε χθες με νόημα πηγή της επιχείρησης, περιγράφοντας όμως και μια αγωνία για ενίσχυση της ρευστότητας της.
Διότι ο στόχος της έκδοσης, που θα γίνει πιθανότατα στο Λονδίνο, είναι αφενός να αναχρηματοδοτήσει η ΔΕΗ υφιστάμενα τραπεζικά δάνεια, και αφετέρου να αποπληρώσει το κεφάλαιο και τους τόκους του υφιστάμενου διεθνούς ομολόγου της, ύψους 350 εκατ. καθώς από τα αρχικά 500 εκατ., έχουν ήδη προπληρωθεί 150 εκατ. στους ομολογιούχους.
Τα ερωτήματα και οι τράπεζες
Ένα βέβαια ερώτημα είναι τι θα γίνει αν οι αγορές αποδειχθούν "κλειστές" για τη ΔΕΗ. Αν για παράδειγμα οι επενδυτές εκτιμήσουν ότι ο συνδυασμός της κακής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, της ύπαρξης λιγνιτικών μονάδων και του υψηλού πολιτικού ρίσκου της Ελλάδας, κάνει τα ομόλογα μη επενδύσιμα, άραγε τότε θα δεχτούν οι τράπεζες να καλύψουν έστω και βραχυπρόθεσμα τις ανάγκες της εταιρείας και για πόσο διάστημα;
Δείγμα των προφανών αναγκών της επιχείρησης για ρευστότητα, είναι το γεγονός ότι οι οικονομικές της υπηρεσίες, εμφανίζονται να δίνουν μικρότερη σημασία στο ύψος του επιτοκίου, και μεγαλύτερη στη διασφάλιση της ρευστότητας. Το σκεπτικό τους φαίνεται να είναι "ας εξασφαλίσουμε τώρα την αναγκαία ρευστότητα, και όταν βελτιωθούν οι συνθήκες της ελληνικής οικονομία, τότε η ΔΕΗ θα μπορεί να κάνει αναχρηματοδότηση, προκειμένου να πετύχει καλύτερο επιτόκιο".
Το εγχείρημα μόνο εύκολο δεν είναι. Ναι μεν, η S&P αναβάθμισε προ ημερών τη ΔΕΗ κατά μία βαθμίδα, σε CCC+, ωστόσο οι τράπεζες παραμένουν απέναντι της επιφυλακτικές. Αν και οι διαπραγματεύσεις μαζί τους έχουν ξεκινήσει εδώ και καιρό, κάποιες αποφεύγουν να συμμετάσχουν στη προετοιμασία για το διεθνές ομόλογο, λόγω του ρίσκου που συνεπάγεται η βασική της δραστηριότητα, δηλαδή ο λιγνίτης.
Στον αέρα ο διαγωνισμός
Τυχαίο δεν είναι ότι ο διαγωνισμός της ΔΕΗ για τη πώληση των λιγνιτικών της μονάδων σε Μελίτη, και Μεγαλόπολη, μοιάζει να κρέμεται από μια κλωστή. Κανένα από τα βασικά ζητήματα που θα μπορούσαν να τις καταστήσουν ελκυστικές στους επενδυτές, δεν έχει επιλυθεί, γεγονός που δεν αποκλείει το ναυάγιο.
Απέναντι σε ένα τέτοιο κίνδυνο που θα άνοιγε ξανά τη συζήτηση για πώληση υδροηλεκτρικών της ΔΕΗ, η τελευταία απέστειλε επιστολή στις Βρυξέλλες ζητώντας παράταση της ημερομηνίας υποβολής προσφορών στο διαγωνισμό, αυτή τη φορά ως τα μέσα Φεβρουαρίου. Τυχόν άρνηση της Κομισιόν, σημαίνει, σύμφωνα με τη ΔΕΗ, από τιμήματα εξαιρετικά χαμηλά στο διαγωνισμό έως και μηδενική συμμετοχή των επενδυτών.
Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι κοινό μυστικό ότι τις συνεχείς αναβολές πυροδοτεί το γεγονός ότι λόγω της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη κλιματική αλλαγή, κανείς δεν είναι διατεθειμένος σήμερα να βάλει βαθιά το χέρι στη τσέπη για να αγοράσει λιγνιτικές μονάδες.
Κυβέρνηση και ΔΕΗ επομένως ποντάρουν εδώ και καιρό να τις “προικοδοτήσουν” με τη δυνατότητα να εισπράττουν αποζημιώσεις για τη συμμετοχή τους στην επάρκεια του ελληνικού ενεργειακού συστήματος, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μονάδες φυσικού αερίου. Το σχετικό αίτημα έχει υποβληθεί στις Βρυξέλλες, ωστόσο η έγκρισή του θα αργήσει, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η ΔΕΗ ζητά παράταση μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, προκειμένου μέχρι τότε να έχει αποσαφηνιστεί το τοπίο.
Σε αυτή τη περισσότερο παρά ποτέ αβέβαιη φάση βρίσκεται ο διαγωνισμός για τους λιγνίτες. Τα μαντάτα από τις Βρυξέλλες δεν είναι καλά, με τελευταία εξέλιξη ότι η Κομισιόν δεν δέχτηκε την πρόταση της ελληνικής πλευράς να συμμετάσχει η ΔΕΗ για μια διετία, με ποσοστό 50%-50% στα κέρδη αλλά και τις ζημιές των μονάδων που θα πουλήσει, προκειμένου να πεισθούν οι επενδυτές να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό και να καταβάλλουν ένα «αξιοπρεπές» τίμημα. Στις Βρυξέλλες έκριναν ότι ο μηχανισμός αυτός δεν είναι συμβατός με τις δεσμεύσεις της χώρας για άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η ΔΕΗ θα παρέμενε, έστω με κάποια μικρή συμμετοχή, στις μονάδες που θα πουλούσε.
(Liberal.gr)
Την ίδια στιγμή η προθυμία των ελληνικών τραπεζών να συμμετάσχουν σε μια τέτοια έκδοση βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, καθώς κάποιες εκφράζουν ανοικτά τις αμφιβολίες τους για την εξάρτηση της ΔΕΗ από τους λιγνίτες, για τους οποίους μάλιστα το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει μικρό. Αυτή τη στιγμή ο διαγωνισμός πώλησης των τριών λιγνιτικών της μονάδων βρίσκεται επί ξηρού ακμής, με τη ΔΕΗ να υποστηρίζει ότι αν δεν αναβληθεί, κινδυνεύει άμεσα με ναυάγιο. Αντιμέτωπη με αυτό το αδιέξοδο, η επιχείρηση έστειλε προ ημερών επιστολή στις Βρυξέλλες, ζητώντας παράταση του διαγωνισμού έως και τα μέσα Φεβρουαρίου.
Στο μεγάλο ζήτημα της ρευστότητας, που αποτελεί και βασική προτεραιότητα της επιχείρησης, πηγές της τελευταίας δηλώνουν ότι προετοιμάζεται εδώ και καιρό για έξοδο στις αγορές, μέσα στο πρώτο 3μηνο του 2019. Επειδή όμως μπορεί την περίοδο εκείνη να υπάρξουν αναταράξεις (Ιταλία, Brexit), οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι η έξοδος θα γίνει εφόσον το ευνοούν οι συνθήκες.
Τελευταία φορά που είχε κάνει την εμφάνισή της στις αγορές η ΔΕΗ, ήταν το 2014, όταν και άντλησε 500 εκατ. ευρώ, με 5ετές ομόλογο, και επιτόκιο 5,5%. Τώρα, το επιτόκιο που θα μπορούσε να πετύχει εφόσον πραγματοποιήσει την έξοδο, εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 4% και 5%. "Αν δεν είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία, εννοείται πως θα αναβάλλουμε την έκδοση", ανέφερε χθες με νόημα πηγή της επιχείρησης, περιγράφοντας όμως και μια αγωνία για ενίσχυση της ρευστότητας της.
Διότι ο στόχος της έκδοσης, που θα γίνει πιθανότατα στο Λονδίνο, είναι αφενός να αναχρηματοδοτήσει η ΔΕΗ υφιστάμενα τραπεζικά δάνεια, και αφετέρου να αποπληρώσει το κεφάλαιο και τους τόκους του υφιστάμενου διεθνούς ομολόγου της, ύψους 350 εκατ. καθώς από τα αρχικά 500 εκατ., έχουν ήδη προπληρωθεί 150 εκατ. στους ομολογιούχους.
Τα ερωτήματα και οι τράπεζες
Ένα βέβαια ερώτημα είναι τι θα γίνει αν οι αγορές αποδειχθούν "κλειστές" για τη ΔΕΗ. Αν για παράδειγμα οι επενδυτές εκτιμήσουν ότι ο συνδυασμός της κακής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, της ύπαρξης λιγνιτικών μονάδων και του υψηλού πολιτικού ρίσκου της Ελλάδας, κάνει τα ομόλογα μη επενδύσιμα, άραγε τότε θα δεχτούν οι τράπεζες να καλύψουν έστω και βραχυπρόθεσμα τις ανάγκες της εταιρείας και για πόσο διάστημα;
Δείγμα των προφανών αναγκών της επιχείρησης για ρευστότητα, είναι το γεγονός ότι οι οικονομικές της υπηρεσίες, εμφανίζονται να δίνουν μικρότερη σημασία στο ύψος του επιτοκίου, και μεγαλύτερη στη διασφάλιση της ρευστότητας. Το σκεπτικό τους φαίνεται να είναι "ας εξασφαλίσουμε τώρα την αναγκαία ρευστότητα, και όταν βελτιωθούν οι συνθήκες της ελληνικής οικονομία, τότε η ΔΕΗ θα μπορεί να κάνει αναχρηματοδότηση, προκειμένου να πετύχει καλύτερο επιτόκιο".
Το εγχείρημα μόνο εύκολο δεν είναι. Ναι μεν, η S&P αναβάθμισε προ ημερών τη ΔΕΗ κατά μία βαθμίδα, σε CCC+, ωστόσο οι τράπεζες παραμένουν απέναντι της επιφυλακτικές. Αν και οι διαπραγματεύσεις μαζί τους έχουν ξεκινήσει εδώ και καιρό, κάποιες αποφεύγουν να συμμετάσχουν στη προετοιμασία για το διεθνές ομόλογο, λόγω του ρίσκου που συνεπάγεται η βασική της δραστηριότητα, δηλαδή ο λιγνίτης.
Στον αέρα ο διαγωνισμός
Τυχαίο δεν είναι ότι ο διαγωνισμός της ΔΕΗ για τη πώληση των λιγνιτικών της μονάδων σε Μελίτη, και Μεγαλόπολη, μοιάζει να κρέμεται από μια κλωστή. Κανένα από τα βασικά ζητήματα που θα μπορούσαν να τις καταστήσουν ελκυστικές στους επενδυτές, δεν έχει επιλυθεί, γεγονός που δεν αποκλείει το ναυάγιο.
Απέναντι σε ένα τέτοιο κίνδυνο που θα άνοιγε ξανά τη συζήτηση για πώληση υδροηλεκτρικών της ΔΕΗ, η τελευταία απέστειλε επιστολή στις Βρυξέλλες ζητώντας παράταση της ημερομηνίας υποβολής προσφορών στο διαγωνισμό, αυτή τη φορά ως τα μέσα Φεβρουαρίου. Τυχόν άρνηση της Κομισιόν, σημαίνει, σύμφωνα με τη ΔΕΗ, από τιμήματα εξαιρετικά χαμηλά στο διαγωνισμό έως και μηδενική συμμετοχή των επενδυτών.
Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι κοινό μυστικό ότι τις συνεχείς αναβολές πυροδοτεί το γεγονός ότι λόγω της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη κλιματική αλλαγή, κανείς δεν είναι διατεθειμένος σήμερα να βάλει βαθιά το χέρι στη τσέπη για να αγοράσει λιγνιτικές μονάδες.
Κυβέρνηση και ΔΕΗ επομένως ποντάρουν εδώ και καιρό να τις “προικοδοτήσουν” με τη δυνατότητα να εισπράττουν αποζημιώσεις για τη συμμετοχή τους στην επάρκεια του ελληνικού ενεργειακού συστήματος, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μονάδες φυσικού αερίου. Το σχετικό αίτημα έχει υποβληθεί στις Βρυξέλλες, ωστόσο η έγκρισή του θα αργήσει, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η ΔΕΗ ζητά παράταση μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, προκειμένου μέχρι τότε να έχει αποσαφηνιστεί το τοπίο.
Σε αυτή τη περισσότερο παρά ποτέ αβέβαιη φάση βρίσκεται ο διαγωνισμός για τους λιγνίτες. Τα μαντάτα από τις Βρυξέλλες δεν είναι καλά, με τελευταία εξέλιξη ότι η Κομισιόν δεν δέχτηκε την πρόταση της ελληνικής πλευράς να συμμετάσχει η ΔΕΗ για μια διετία, με ποσοστό 50%-50% στα κέρδη αλλά και τις ζημιές των μονάδων που θα πουλήσει, προκειμένου να πεισθούν οι επενδυτές να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό και να καταβάλλουν ένα «αξιοπρεπές» τίμημα. Στις Βρυξέλλες έκριναν ότι ο μηχανισμός αυτός δεν είναι συμβατός με τις δεσμεύσεις της χώρας για άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η ΔΕΗ θα παρέμενε, έστω με κάποια μικρή συμμετοχή, στις μονάδες που θα πουλούσε.
(Liberal.gr)