Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Το δίκτυο, οι ΑΠΕ και η τηλεθέρμανση περιόρισαν την παραγωγή των μονάδων αερίου της ΔΕΗ στο α΄ τρίμηνο - Άνοδος το καλοκαίρι με Μεγαλόπολη 5 στα 570 MW

Χάρης Αποσπόρης
Οι νέες συμβάσεις τροφοδοσίας της ΔΕΗ με αέριο και LNG οδήγησαν μέσα στο β' τρίμηνο του 2020 σε σημαντική μείωση του κόστους προμήθειας κατά 50% σε σύγκριση με το αντίστοιχο αέριο που προμηθεύεται από τη ΔΕΠΑ βάσει της μακροχρόνιας μεταξύ τους σύμβασης.
Παράλληλα, η ΔΕΗ σε απάντησή της προς ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για το λόγο που δεν λειτούργησαν πολύ οι μονάδες φυσικού αερίου της επιχείρησης φέτος σε σύγκριση με των ιδιωτών παραγωγών, απαριθμεί τις αιτίες και τονίζει ότι η εικόνα έχει πλέον αλλάξει το καλοκαίρι μετά και την την άρση του περιορισμού ισχύος της μονάδας Μεγαλόπολης 5.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει η ΔΕΗ στην απάντησή της, το χαρτοφυλάκιό της περιέχει μονάδες φυσικού αερίου και υδροηλεκτρικά, γεγονός που αποτελεί ουσιώδη διαφορά σε σύγκριση με τα αντίστοιχα χαρτοφυλάκια των άλλων παραγωγών που αποτελούνται αποκλειστικά από μονάδες αερίου. Κατ' επέκταση, η σύγκριση των μονάδων αυτών μονάχα μεταξύ τους δεν απεικονίζει την πραγματικότητα σε ότι αφορά τα μερίδια του κάθε συμμετέχοντα.

Όπως αναφέρει ενδεικτικά, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ενεργειακό ισοζύγιο κατά το α' τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα έχουν ως εξής:
- Σημαντική μείωση της ζήτησης κατά 2% (-278 γιγαβατώρες) λόγω του θερμότερου χειμώνα και της πανδημίας.
- Μεγάλη αύξηση εγχύσεων ΑΠΕ της τάξης του +14,5% (427 γιγαβατώρες).
- Σημαντική αύξηση καθαρών εισαγωγών κατά 989 γιγαβατώρες (+47%) που οφείλεται στις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές στις γειτονικές αγορές και ως εκ τούτου καθίστανται πιο ανταγωνιστικές της εγχώριας θερμικής παραγωγής.
Τα παραπάνω, σύμφωνα με τη ΔΕΗ, αποτελούν παράγοντες που αφήνουν λιγότερο διαθέσιμο χώρο για συμβατική ηλεκτροπαραγωγή.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι το χαρτοφυλάκιο μονάδων φυσικού αερίου της ΔΕΗ έχει μικρότερη εγκατεστημένη ισχύ σε σχέση με των τρίτων παραγωγών και κατά το α΄ τρίμηνο του 2020 υπήρξαν οι παρακάτω εξωγενείς παράγοντες που περιόρισαν την παραγωγή του:
- Η πλέον σύγχρονη μονάδα της επιχείρησης, η Μεγαλόπολη 5, με εγκατεστημένη ισχύ 811 μεγαβάτ και υψηλό βαθμό απόδοσης, ήταν αναγκασμένη να λειτουργεί μέχρι τον Ιούνιο του 2020 στα 500 μεγαβάτ λόγω του περιορισμού των δικτύων. Στην πράξη, ο κορεσμός του δικτύου στην Πελοπόννησο την ανάγκασαν να λειτουργεί ακόμα χαμηλότερα, ιδίως όταν είχαν υψηλή παραγωγή οι ΑΠΕ, με αποτέλεσμα το μέσο φορτίο της να είναι μόλις στα 235 μεγαβάτ στο α' τρίμηνο. Αυτό το γεγονός το εκμεταλλεύτηκαν οι τρίτοι παραγωγοί για να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο, όπως τονίζει η ΔΕΗ.
Από τον Ιούνιο η μονάδα πλέον είναι πιο ανταγωνιστική με το ονομαστικό φορτίο στα 811 μεγαβάτ και με μέσο φορτίο στα 570 μεγαβάτ μέσα στον Ιούλιο, παρόλο που συνεχίζουν να υπάρχουν περιορισμοί ιδίως όταν λειτουργούν έντονα οι ΑΠΕ.
- Η ιδιαιτερότητα του α' τριμήνου σχετίζεται με την ανάγκη παροχής τηλεθέρμανσης που δίνεται αποκλειστικά από λιγνιτικές μονάδες που έπρεπε να βρίσκονται αναγκαστικά σε λειτουργία. Με δεδομένη τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη έναντι του φυσικού αερίου και των εισαγωγών, η λειτουργία τους περιόρισε την παραγωγή των μονάδων αερίου της ΔΕΗ γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί χώρος για τις πρώτες. 
Συγκεκριμένα, η υποχρεωτική παραγωγή ενέργειας από τις λιγνιτικές μονάδες που παρέχουν τηλεθέρμανση ανήλθε στο α΄ τρίμηνο σε 1.805 γιγαβατώρες και είναι πολύ μεγαλύτερη από τις 598 γιγαβατώρες στις οποίες μειώθηκε η παραγωγή των μονάδων αερίου της επιχείρησης. Κατ' επέκταση, η υποχρέωση της τηλεθέρμανσης δεν άφηνε περιθώριο διαχείρισης μονάδων αερίου της ΔΕΗ ανάλογο με αυτό των τρίτων παραγωγών ανεξάρτητα συμβάσεων προμήθειας αερίου και συναφούς κόστους.
Επίσης, η ΔΕΗ επισημαίνει ότι η μεγιστοποίηση της κατανάλωσης αερίου δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αντιθέτως στόχος είναι η βέλτιστη αξιοποίηση του συνολικού της παραγωγικού χαρτοφυλακίου για μια παραγωγή με ανταγωνιστικές τιμές. Κατ' επέκταση, ο περιορισμός του μεριδίου των μονάδων αερίου της ΔΕΗ δεν είναι κατ' ανάγκη επιζήμιος για την ίδια, ιδίως όταν οι τιμές χονδρεμπορικής βρίσκονται σε τόσο χαμηλά επίπεδα λόγω της υπερπροσφοράς λόγω ΑΠΕ και εισαγωγών. 
Τέλος, η επιχείρηση υπογραμμίζει ότι ως αποτέλεσμα του σωστού προγραμματισμού και διαχείρισης των μονάδων και του συνόλου της λειτουργίας της, βλέπουμε την αύξηση του επαναλαμβανόμενου EBITDA α΄ τριμήνου 2020 σε 182 εκατ. ευρώ από ζημιές 66,3 εκατ. στο α΄ τρίμηνο του 2019, δηλαδή μια αύξηση κατά 248,3 εκατ. ευρώ.