Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

ΓΕΝΟΠ: Χωρίς συγκεκριμένους στόχους και υποθέσεις η χώρα μας εγκαταλείπει το λιγνίτη

 

Τις θέσεις της υπέβαλε η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ στα πλαίσια της διαβούλευσης για το master plan των λιγνιτικών περιοχών που ολοκληρώθηκε πλέον.

Η ομοσπονδία τονίζει μεταξύ άλλων ότι η χώρα θα χρειαστεί μονάδες παραγωγής που θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες ηλεκτροδότησης σε συνθήκες πυκνής νέφωσης και άπνοιας, τη στιγμή που χωρίς συγκεκριμένους στόχους, ούτε καν υποθέσεις, η χώρα μας εγκαταλείπει το λιγνίτη.

Παράλληλα, η ΓΕΝΟΠ αναφέρει ότι δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα αλλά ούτε καν στόχοι για το νέο παραγωγικό μοντέλο των λιγνιτικών περιοχών.

Ακολουθεί ολόκληρη η τοποθέτηση της ΓΕΝΟΠ:

Κύριε Υπουργέ,

H κυβερνητική απόφαση για το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων αποδεικνύεται, έναν χρόνο μετά, πως ήταν μια βεβιασμένη κίνηση. Οι αρνητικές εντυπώσεις γίνονται ακόμα πιο έντονες καθώς στο διάστημα που μεσολάβησε δεν έγινε η αναγκαία διαβούλευση πάνω στο σχέδιο (Master Plan) που θα επηρεάσει (μάλλον δυσμενώς) δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στη Δυτική Μακεδονία και την Αρκαδία.

Και ο λόγος είναι απλός: Οι οικονομίες των περιοχών , όπου η ΔΕΗ αναπτύσσει λιγνιτική δραστηριότητα εδώ και έξι δεκαετίες, είναι άμεσα εξαρτημένες από αυτή και το σβήσιμο των μονάδων θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις και όχι μόνον οικονομικές.

Όμως οι αρνητικές επιπτώσεις δεν περιορίζονται σε τοπικό επίπεδο. Αντίθετα, η απόφαση έχει σαφείς επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο και μάλιστα σοβαρές επιπτώσεις. Πριν όμως υπογραμμίσουμε τις ανάγκες και τις νέες συνθήκες που δημιουργεί αυτή η διαδικασία της απολιγνιτοποίησης είναι σημαντικό να απευθύνουμε μια έκκληση: Να δοθεί περισσότερος χρόνος σ΄αυτή τη διαδικασία ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές συνέπειες. Εξάλλου οι συνθήκες που επιβάλλει η αντιμετώπιση της πανδημίας και τα μέτρα που λαμβάνονται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, «δικαιολογούν» μια πιο διεξοδική συζήτηση και σε κάθε περίπτωση δεν εξηγούν τη βιασύνη!

Με δεδομένο ότι θα χρειαστούν αρκετά ακόμη χρόνια για την πλήρη ικανοποίηση των αναγκών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, είναι επόμενο ότι η χώρα μας θα χρειαστεί μονάδες παραγωγής που θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες ηλεκτροδότησης σε συνθήκες πυκνής νέφωσης και άπνοιας.

Είναι εύκολα αντιληπτό ότι τη θέση των λιγνιτικών μονάδων που θα κλείσουν θα πάρουν οι μονάδες φυσικού αερίου με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας από ένα εισαγόμενο καύσιμο που, σε αντίθεση με τον εγχώριο λιγνίτη, είναι εκτεθειμένο όχι μόνον σε οικονομικούς (διακυμάνσεις τιμών) αλλά και σε γεωπολιτικούς κινδύνους.

Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι μόλις το 2016, η χώρα μας αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης φυσικού αερίου. Το black out αποφεύχθηκε χάρη στις λιγνιτικές μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας.

Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που προκαλούν ανησυχία και προβληματισμό για τη σκοπιμότητα της κυβερνητικής επιλογής την ίδια στιγμή που άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία χρησιμοποιούν άνθρακα, δεν βιάζονται καθόλου και θα συνεχίσουν να παράγουν ενέργεια πολύ πέρα από το 2028.

Η Γερμανία θα παράγει ενέργεια από ανθρακικούς σταθμούς μέχρι το 2038 ενώ η Πολωνία και η Τσεχία για πολύ περισσότερο.

Ειδικά η Πολωνία, που μετά από διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους ανακοίνωσε το κλείσιμο των ορυχείων άνθρακα έως το 2049 και αφού προηγουμένως έχει δεσμευτεί για τη διασφάλιση της απασχόλησης των εργαζομένων έως τη συνταξιοδότησή τους, καθώς και την παροχή αποζημίωσης σε ενδεχόμενη πρόωρη συνταξιοδότησή τους (συμφωνία κυβέρνησης-εργαζομένων) !

Η κυβέρνηση υποστηρίζει αυτή την επιλογή και βέβαια θα κριθεί για αυτή. Είναι όμως σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι το οικονομικό κόστος αυτής της επιλογής δεν έχει αποτιμηθεί και βέβαια ούτε είναι γνωστά, ούτε πολύ περισσότερο η κυβέρνηση έχει προσδιορίσει τα οικονομικά οφέλη αυτής της επιλογής. Αντί αυτών το μόνο που προβάλλεται είναι το μήνυμα της πράσινης οικονομίας και η ελπίδα για βιώσιμη ανάπτυξη!

Χωρίς συγκεκριμένους στόχους, ούτε καν υποθέσεις, η χώρα εγκαταλείπει το λιγνίτη , ένα εγχώριο καύσιμο, που συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική πρόοδο της Ελλάδας και θα μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην ανάκαμψή της μετά από την επώδυνη οικονομική κρίση που κράτησε μια δεκαετία.

Στη δεδομένη οικονομική συγκυρία όπου η χώρα πρέπει να στηριχτεί σε επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα όπως η ΔΕΗ και σε δικούς της πόρους όπως το εθνικό καύσιμο, για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, η κυβέρνηση επιλέγει το φυσικό αέριο , το οποίο εκτός από κοστοβόρο δεν είναι και «αθώο»: κατά την καύση του παράγεται –αν και σε μικρότερες ποσότητες- διοξείδιο του άνθρακα (CO2).

Οι προκλήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος είναι παρούσες και κανείς δεν της αγνοεί. Ωστόσο, είναι βασικό να εξετάζουμε κάθε φορά τις επιπτώσεις των επιλογών μας. Η χώρα μας δεσμεύεται από τις αποφάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μέρος πολυμερών συνθηκών για το κλίμα όπως αυτή του Παρισιού. Τις ίδιες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις έχουν και άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ όπως η Γερμανία, η Πολωνία και η Τσεχία τα οποία όμως, διατηρούν τον άνθρακα στο ενεργειακό τους μίγμα.

Είναι συνετό λοιπόν στους σχεδιασμούς να προχωράμε με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες και να προσεγγίζουμε τους στόχους με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία. Το κόστος της μιας ή της άλλης λύσης έχει σημασία. Γιατί θα πρέπει να απαξιωθούν λιγνιτικοί σταθμοί σύγχρονης τεχνολογίας όπως αυτοί της Μελίτης και της Μεγαλόπολης αλλά και ο πλέον σύγχρονος της Ευρώπης, η Πτολεμαίδα V ; Και αυτό δεν αφορά μόνον στο εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της απόσβεσης.

Στη Δυτική Μακεδονία, οι σύγχρονες μονάδες μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους και στη δεκαετία του 2030 όπως ο ΑΗΣ Μελίτης, η 5η μονάδα του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου και βέβαια η νέα μονάδα «Πτολεμαΐδα 5».

Αντίστοιχα, στη Μεγαλόπολη μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν η Μονάδα 3 μέχρι το 2025 και η Μονάδα 4 έως το 2032, γεγονός που θα επιτρέψει την πλήρη αξιοποίηση των απολήψιμων κοιτασμάτων.

Η βεβιασμένη κίνηση της κυβέρνησης για το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών δίνει μάλλον λάθος εντυπώσεις για το δρόμο που έχει διανύσει η χώρα μας σχετικά με τους στόχους (20-20-20) που έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από άλλες όπως η Ολλανδία.

Είναι εντυπωσιακό ότι η λιγνιτική παραγωγή στη χώρα μας έχει μειωθεί δραματικά στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας. Μεταξύ του 2004 και του 2019 η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη υποτετραπλασιάστηκε! Από 63% έπεσε στο 18% ως ποσοστό συμμετοχής στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή. Την ίδια περίοδο η συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών από το 1,5% έφθασε στο 27% σήμερα. Σχεδόν αυξήθηκε κατά 14 φορές!

Παράλληλα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυτή η δραματική μείωση της λιγνιτοπαραγωγής σήμανε και τη μείωση, κατά ανάλογο τρόπο, των εκπομπών ρύπων εξαιτίας της καύσης λιγνίτη.

Συμπερασματικά, η χώρα μας δεν υστερεί σε επιδόσεις έναντι των άλλων χωρών. Αντίθετα, βρίσκεται μεταξύ των χωρών που έχουν προχωρήσει.

Η θέση μας λοιπόν είναι σαφής: Μπορούμε να προχωρήσουμε με ένα συγκροτημένο σχέδιο που θα προβλέπει τη σταδιακή απόσυρση των παλαιών λιγνιτικών μονάδων και συνέχιση της λειτουργίας τους μέχρι την ολοκλήρωση του χρόνου ζωής των νεότερων μονάδων.

Αυτό θα επιτρέψει την οικονομική εκμετάλλευση των μονάδων , έστω και με τις απαιτούμενες μικρής έκτασης επενδύσεις, μέχρι την εξάντληση των κοιτασμάτων και παράλληλα η ύπαρξη αυτών των λίγων μεγάλων μονάδων παραγωγής θα θωρακίσει ενεργειακά τη χώρα μας.

Επίσης, η διαδικασία αυτή θα ελαχιστοποιήσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης που ελάχιστα έχουν υπογραμμιστεί. Το βίαιο κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων εγείρει το ζήτημα της αποκατάστασης των εδαφών που εκτείνονται σε χιλιάδες στρέμματα , ζήτημα που απασχολούσε έως τώρα αποκλειστικά τη ΔΕΗ. Ομοίως εξαιρετικά σοβαρό είναι το ζήτημα της αυτανάφλεξης του λιγνίτη με ότι αυτό συνεπάγεται για ολόκληρη την περιοχή.

Η ευθύνη της κυβέρνησης αλλά και όλων όσοι συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο για την απολιγνιτοποίηση και τη δίκαιη μετάβαση των περιοχών σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, είναι μεγάλη.

Ελπίζουμε ότι έχουν ήδη εκτιμηθεί οι επιπτώσεις από το πρόωρο σβήσιμο των λιγνιτικών μονάδων. Τα μεγέθη, οικονομικά και στατιστικά, είναι μεγάλα και από μόνα τους δείχνουν τις διαστάσεις του προβλήματος που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.

Η απόφαση του πρωθυπουργού αφορά αποκλειστικά περιοχές όπου αφενός υπάρχει υψηλός βαθμός εξάρτησης της συνολικής δραστηριότητας από τη λειτουργία της ΔΕΗ και αφετέρου καταγράφονται υψηλά ποσοστά ανεργίας.

Ένα βασικό πρόβλημα συνεπώς, είναι ο αντίκτυπος στη συνολική απασχόληση και στο συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τη δραστηριότητα της ΔΕΗ.

Η μετάβαση απαιτεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα διαμορφώνει έναν «οδικό χάρτη» για το πώς θα προχωρήσουμε και βεβαίως χρειάζεται πόρους και μάλιστα σημαντικούς πόρους.

Οι περιοχές σε μετάβαση χρειάζονται ένα νέο αναπτυξιακό – οικονομικό μοντέλο και ένα νέο μακρόπνοο σχέδιο το οποίο θα μπορεί να εκτιμήσει τις ανάγκες και να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα. Ο νέος παραγωγικός προσανατολισμός της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας χρειάζεται γενναίες αποφάσεις και γενναίες επενδύσεις. Διαφορετικά θα γίνουμε μάρτυρες μιας νέας εσωτερικής μετανάστευσης που θα πλήξει άμεσα τις δύο περιοχές.

Με στατιστικούς όρους, για κάθε μια θέση εργασίας στη ΔΕΗ που θα καταργηθεί κινδυνεύουν άμεσα άλλες τρεις στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, για κάθε 10.000 τόνους παραγόμενου λιγνίτη συντηρούνται άλλες 3,5 θέσεις εργασίας. Είναι αντιληπτό πόσο άμεσες θα είναι οι επιπτώσεις και αυτές πρέπει να προλάβουμε.

Στην αντίθετη περίπτωση οι εξελίξεις θα έχουν αρνητικό πρόσημο.

Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ακόμα και τώρα, τη στιγμή της δημόσιας διαβούλευσης για το νέο Εθνικό Σχέδιο, το τόσο κρίσιμο και ζωτικό -για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας- ζήτημα της μετάβασης είναι άγνωστη, σχεδόν μυστική περιοχή: Κανείς δεν ξέρει τίποτα!

Με ποιες προϋποθέσεις, λοιπόν, θα πραγματοποιηθεί η «δίκαιη μετάβαση» όταν δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα αλλά ούτε καν στόχοι για το νέο παραγωγικό μοντέλο των λιγνιτικών περιοχών; Με δεδομένο ότι από τον σχεδιασμό έως την κατασκευή και τη θέση σε λειτουργία μιας λιγνιτικής μονάδας απαιτούνται τουλάχιστον δέκα χρόνια, πόσος χρόνος θα απαιτηθεί άραγε για την κατάρτιση και υλοποίηση του «Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης»;

Θα ήταν πραγματικά κρίσιμο για την κυβέρνηση να μη βιαστεί. Να δώσει περισσότερο χρόνο και γιατί όχι να εκμεταλλευτεί το παράδειγμα της Πολωνίας. Γιατί, οι εργαζόμενοι στην πατρίδα μας να αποδειχθούν «φτωχοί συγγενείς» για μια ακόμη φορά;