Σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ στο επικαιροποιημένο Master Plan, το 2012 ήταν η τελευταία χρονιά κερδοφορίας των λιγνιτικών μονάδων
Προ φόρων ζημιές 495,8 εκατ ευρώ κατέγραψαν το 2019 οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ σύμφωνα με στοιχεία της επιχείρησης που συμπεριελήφθησαν στο επικαιροποιημένο Master Plan για τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία η τελευταία χρονιά που κατέγραψαν καθαρά προ φόρων κέρδη ύψους 276,5 εκατ. ευρώ οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ ήταν το 2012 και έκτοτε ακολούθησε μια συνεχής ζημιογόνος λειτουργία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013 οι ζημίες των λιγνιτικών μονάδων ανήλθαν σε 194 εκατ ευρώ και το 2014 και σε 57 εκατ. ευρώ, ενώ το 2015 εκτοξεύτηκαν σε 362 εκατ. ευρώ, το 2016 σε 413,6 εκατ ευρώ, το 2017 σε 371,5 εκατ ευρώ, το 2018 σε 388,7 εκατ. ευρώ και το 2019 προσέγγισαν τα 500 εκατ. ευρώ.
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η λιγνιτική παραγωγή σε όλη αυτή την περίοδο έβαινε μειούμενη από περίπου 27GWh το 2010, 2011 και 2012 σε 23,228 GWh το 2013, 22,707 GWh το 2014, 19,417 GWh το 2015, 14,900 GWh το 2016, 16,386 GWh το 2017, 14,906 GWh το 2018 και μόλις 10,417 GWh το 2019, όταν οι ζημίες έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους δηλαδή τα 495,8 εκατ. ευρώ.
Ετήσια μείωση 10% στα λιγνιτικά κέντρα
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι μαζί με τη μείωση της παραγωγής λιγνίτη από τα ορυχεία της ΔΕΗ σχεδόν στο μισό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2010-2019 και συγκεκριμένα από 53,6 εκατ τόνους το 2010 σε 25,6 εκατ τόνους το 2019, οι λειτουργικές δαπάνες των ορυχείων σημείωσαν ακόμη μεγαλύτερη μείωση και από 681,6 εκατ ευρώ το 2010, έπεσαν σε 218,5 εκατ. ευρώ το 2019. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΗ, την περίοδο 2011-2019 οι δαπάνες που σχετίζονται με τη λιγνιτική δραστηριότητα στα λιγνιτικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης μειώθηκαν κατά περίπου 10% ετησίως.
Έτσι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία ο βασικός παράγοντας που επιβάρυνε δραματικά τη λιγνιτική παραγωγή της ΔΕΗ ήταν το κόστος των ρύπων που από 4,5 ευρώ/τόνο το 2013 έφθασε στα 16 ευρώ/τόνο το 2018 και στα 24,8 ευρώ/τόνο το 2019.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ε.Ε. είχε σηματοδοτήσει την στροφή στην «πράσινη» ενέργεια με την Ανακοίνωση, προ 24 ετών, της Πράσινης Βίβλου «Ενέργεια για το μέλλον:ΑΠΕ» και τη θέσπιση της πρώτης δέσμης Οδηγιών για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς, ικανής να αντιμετωπίζει την κλιματική αλλαγή, μέσα από την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τη δημιουργία ενός μηχανισμού εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου.
Εκτίναξη του κόστους παραγωγής
Η στροφή αυτή, όπως αναμενόταν, επηρέασε καταλυτικά τη λιγνιτική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ενώ στις αρχές του ‘90 οι λιγνιτικές μονάδες λειτουργούσαν ως μονάδες βάσης με συντελεστή εκμετάλλευσης άνω του 90%, με την είσοδο του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, από το 2000 και μετά, η αγορά λειτούργησε με κριτήρια ένταξης των λιγνιτικών μονάδων στο μεταβλητό τους κόστος.
Στη συνέχεια το 2013, η κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής κατέστησε την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έντονα ζημιογόνο, καθώς οι τιμές χονδρεμπορικής, κατά μέσο όρο, δεν κάλυπταν το πάγιο κόστος λειτουργίας των μονάδων, ενώ η αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων αυτών, το 2018, από 5 ευρώ/τόνο στα 30 ευρώ/τόνο, εκτίναξε το κόστος παραγωγής στα 90 ευρώ/MWh από 50 ευρώ/MWh.
Πάντως το τελευταίο διάστημα με την έναρξη της χειμερινής περιόδου, τις ανάγκες για τηλεθέρμανση αλλά και τη σχετικά μειωμένη παραγωγή των ΑΠΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ από το σύνολο των 10 λιγνιτικών μονάδων που διαθέτει η ΔΕΗ βρίσκονται σε λειτουργία 6-8, καλύπτοντας μέχρι και το ένα τρίτο της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.