Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Τα απαρχαιωμένα ηλεκτρικά δίκτυα εύκολα πέφτουν. Η «Μήδεια» απλώς ανέδειξε τις αδυναμίες των κακοσυντηρημένων υποδομών και την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού


Τα απαρχαιωμένα ηλεκτρικά δίκτυα εύκολα πέφτουν

Περίπου 100.000 νοικοκυριά χωρίς ρεύμα από 12 ώρες έως και πέντε ημέρες, βλάβες σε 87 γραμμές μέσης τάσης κατά μήκος 250 χιλιομέτρων, 60 στύλοι και περίπου 40 αγωγοί μέσης τάσης σπασμένοι και σοβαρές ζημιές σε πάνω από 40 υποσταθμούς μέσης τάσης. Αντίστοιχα, περισσότερες από 3.000 βλάβες στο δίκτυο χαμηλής τάσης και καταστροφή περισσότερων από 5.000 μέτρων καλωδίων μόνο στην Αττική

είναι ο πρώτος απολογισμός στο δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ από την επέλαση της «Μήδειας» και την πλημμελή προετοιμασία του Διαχειριστή και του κράτους για την αντιμετώπισή της κακοκαιρίας, αν και είχε εγκαίρως προβλεφθεί από την ΕΜΥ. Τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ για τον αριθμό των νοικοκυριών που βρέθηκαν χωρίς ρεύμα στην Αττική αμφισβητούν πάντως οι τεχνικοί του ΔΕΔΔΗΕ που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή για την αποκατάσταση των βλαβών. Ο πρόεδρος της Ενωσης Τεχνικών της ΔΕΗ Κώστας Μανιάτης υπολογίζει τα νοικοκυριά στις 200.000, δεδομένου ότι, όπως αναφέρει, στα βόρεια προάστια από Φιλοθέη και πάνω, με το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ συνδέονται 520.000 πελάτες. Ο χιονιάς αν και βαρύς, αλλά όχι δριμύτερος από προηγούμενους, δοκίμασε τις αντοχές του πληγωμένου (λόγω προϋπαρχουσών βλαβών) απαρχαιωμένου δικτύου που για σχεδόν μία δεκαετία παρέμεινε χωρίς συντήρηση και επενδύσεις αναβάθμισης, λόγω της οικονομικής ένδειας της μητρικής εταιρείας που επηρέασε και την 100% θυγατρική της. Το υψηλό κόστος ήταν εξάλλου ο λόγος που έστειλε στις ελληνικές καλένδες την υπογειοποίηση του δικτύου στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε καταστεί υποχρεωτική με νόμο του 1979. Η «Μήδεια» ανέδειξε επίσης την αδυναμία του κράτους να καθορίσει ποια είναι η δουλειά του κάθε φορέα του. Εν προκειμένω, ποιος είναι αρμόδιος να κόψει κλαδιά και δέντρα που βρίσκονται κοντά σε ηλεκτρικά καλώδια. Ωστόσο, η «Μήδεια» αποκάλυψε ένα ακόμη πιο βαθύ και σοβαρό πρόβλημα του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Τις ημέρες της κακοκαιρίας, η επάρκεια σε ρεύμα εξασφαλίστηκε επειδή τέθηκαν σε λειτουργία 7-8 λιγνιτικές μονάδες. Καθώς όμως αυτές αποσύρονται με διαδικασίες-εξπρές και δεν αναπληρώνονται εγκαίρως από ανάλογης ισχύος μονάδες φυσικού αερίου και ΑΠΕ, στην επόμενη κακοκαιρία ενδέχεται οι διακοπές ρεύματος να μην περιοριστούν σε 100.000 νοικοκυριά, αλλά σε πολύ περισσότερα. Ο ΑΔΜΗΕ σε ανύποπτο χρόνο είχε επισημάνει σε μελέτη του ότι το 2021 είναι το πιο κρίσιμο έτος. Υπό δυσμενείς συνθήκες, λέει, υπάρχει πιθανότητα το σύστημα παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει επαρκώς αιχμές φορτίου. Σε απλά «ελληνικά», μπλακ άουτ.

Μπλοκαρισμένα τα έργα για Κέντρα Υψηλής Τάσης

Σε διάστημα μιας εβδομάδας μια τυχαία βλάβη στο ΚΥΤ Κουμουνδούρου που βύθισε στο σκοτάδι ολόκληρη την Αττική και μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και η επέλαση της «Μήδειας» που άφησε χωρίς ρεύμα πάνω από 100.000 νοικοκυριά από 24 ώρες έως και πέντε ημέρες, ανέδειξαν τις σοβαρές αδυναμίες του ηλεκτρικού δικτύου της χώρας που λειτουργεί με τεχνικό εξοπλισμό της δεκαετίας του ’60 και του ’70. 
Το πρόβλημα δεν είναι η παλαιότητα από μόνη της, αλλά η έλλειψη επαρκούς συντήρησης, προμηθειών για την αντικατάσταση κρίσιμων υλικών, καθώς και η υποστελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών. Για το δίκτυο υψηλής τάσης, που αποτελεί και τον βασικό κορμό του συστήματος ηλεκτροδότησης, αφού μεταφέρει το ρεύμα από τις μονάδες παραγωγής σε υποσταθμούς για να πάει από εκεί μέσω των γραμμών μέσης και χαμηλής τάσης σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Πέραν του παλαιού εξοπλισμού που, όπως φάνηκε από τη βλάβη στο ΚΥΤ Κουμουνδούρου, δεν αντέχει ούτε και σε κανονικές συνθήκες, παρουσιάζει ελλείψεις σε κρίσιμες υποδομές για την ασφάλεια ηλεκτροδότησης της Αττικής και της Πελοποννήσου. 

Πρόκειται για δύο έργα που για μια δεκαετία σχεδόν βρίσκονται υπό την ομηρία αντιδράσεων και δικαστικών προσφυγών: Το ΚΥΤ Αργυρούπολης και η σύνδεση συστήματος μεταφοράς της Πελοποννήσου με την Αττική με γραμμή υψηλής τάσης 400 KW. Το ΚΥΤ Αργυρούπολης έχει σχεδιαστεί για να καλύπτει τις ανάγκες ηλεκτροδότησης της Ανατολικής Αττικής. Η αδυναμία ολοκλήρωσής του υποχρεώνει τον ΑΔΜΗΕ να επιβαρύνει δυσανάλογα τα ΚΥΤ Παλλήνης και Κουμουνδούρου, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος για μπλακ άουτ, καθώς οποιαδήποτε ζημιά στο ένα συμπαρασύρει στο σκοτάδι και περιοχές της Αττικής που δεν θα είχαν πρόβλημα. Αυτό συνέβη με το μπλακ άουτ στην Αττική το 2018 από βλάβη στο ΚΥΤ Παλλήνης, αλλά και στο πρόσφατο μπλακ άουτ από τη βλάβη στο ΚΥΤ Κουμουνδούρου. Χωρίς τη λειτουργία του ΚΥΤ Αργυρούπολης το ηλεκτρικό σύστημα της Αττικής παραμένει ευάλωτο σε μπλακ άουτ, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο ΑΔΜΗΕ. 

Μόλις πρόσφατα ο διαχειριστής έχει ξεκινήσει τις διαδικασίες για τη μερική υπογειοποίηση του έργου, προκειμένου να καμφθούν οι αντιδράσεις και να πάρει τον δρόμο του. Σε εκκρεμότητα παραμένει και η σύνδεση συστήματος μεταφοράς της Πελοποννήσου με την Αττική με γραμμή υψηλής τάσης 400 KW, έργο που εντάχθηκε για πρώτη φορά στον σχεδιασμό του ΑΔΜΗΕ το 2006. Ενώ έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό 98% και απομένουν δύο κολόνες για να λειτουργήσει, μια προσφυγή της Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων στα Καλάβρυτα στο τοπικό Πρωτοδικείο, η οποία επικαλείται «οπτική όχληση» και «προσβολή του ησυχαστικού χαρακτήρα της», κρατάει το έργο «παγωμένο» παρότι είναι πλήρως αδειοδοτημένο και έχει ελεγχθεί από το ΣτΕ, το οποίο απέρριψε νωρίτερα τις προσφυγές που είχαν κατατεθεί κατά της αδειοδότησης. Η μη διασύνδεση της Πελοποννήσου με την Αττική με γραμμή 400 ΚV πέραν των προβλημάτων ευστάθειας του συστήματος ηλεκτροδότησης κρατάει με τη σειρά του σε ομηρία και τη μονάδα φυσικού αερίου της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη, η οποία λειτουργεί σε περιορισμένη ισχύ, ενώ παράλληλα έχει προκαλέσει σοβαρές δυσλειτουργίες στη νέα αγορά του target model.

Υποστελέχωση

Η κατάσταση του δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ είναι κυρίως αποτέλεσμα της μεγάλης υποεπένδυσης τη δεκαετία της κρίσης. Τα κονδύλια για έργα συντήρησης μειώθηκαν μέχρι και 70%, ενώ σημαντική ήταν και η υποστελέχωση σε τεχνικό προσωπικό, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν αποχωρήσει από την εταιρεία περί τους 500 τεχνικούς χωρίς να αντικατασταθούν. Σήμερα, ο συνολικός αριθμός των τεχνικών του ΔΕΔΔΗΕ ανέρχεται σε περίπου 1.300 άτομα εκ των οποίων μόνο οι 400 είναι μάχιμοι εναερίτες, με μέσο όρο ηλικίας τα 52 έτη. Οι αστοχίες υλικών, όπως εκατοντάδες σάπιοι στύλοι που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δίκτυο μέσης τάσης, αποτελούν πρόσθετη πληγή στο λαβωμένο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας.

Οι λιγνιτικές μονάδες απέτρεψαν το γενικό μπλακ άουτ εν μέσω κακοκαιρίας

ta-aparchaiomena-ilektrika-diktya-eykola-peftoyn0
Το 2021, σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, είναι το πιο κρίσιμο έτος, και αυτό γιατί αποσύρονται λιγνιτικές μονάδες χωρίς να προστίθεται στο σύστημα νέο συμβατικό παραγωγικό δυναμικό.

Η «Μήδεια» ανέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τα δεδομένα για το μείγμα καυσίμου της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού, αποκαλύπτοντας παράλληλα κάποιες όχι πολύ ορατές, μέχρι χθες, πτυχές του φιλόδοξου σχεδιασμού απολιγνιτοποίησης και ενεργειακής μετάβασης. Τις κρίσιμες ημέρες του παγετού και των υψηλών φορτίων ζήτησης, ο λιγνίτης αποτέλεσε το στρατηγικό καύσιμο για τη διασφάλιση της ευστάθειας του συστήματος. Ο ΑΔΜΗΕ, έχοντας χάσει ένα ΚΥΤ μετά τη βλάβη στον αυτομετασχηματιστή της Κουμουνδούρου και προκειμένου να διασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή ευστάθεια του συστήματος, προχώρησε σε αναδιάταξη των μονάδων παραγωγής, βάζοντας στην πρώτη γραμμή καθημερινά 7-8 λιγνιτικές μονάδες. «Είναι σημαντικό να μπουν στο σύστημα οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ που έχει ζητήσει ο ΑΔΜΗΕ, καθώς τις επόμενες ημέρες αναμένεται υποχώρηση της αιολικής παραγωγής», δήλωνε ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ Μάνος Μανουσάκης εν μέσω κακοκαιρίας.

Η δήλωση αυτή του κ. Μανουσάκη συμπυκνώνει με μία ανάγνωση και τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει αυτή τη στιγμή τους φιλόδοξους σχεδιασμούς ενεργειακής μετάβασης και εμπροσθοβαρούς απολιγνιτοποίησης. Οταν μόλις δύο χρόνια πριν από την πλήρη απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, σύμφωνα με τον προγραμματισμό της επιχείρησης (2023), επιστρατεύεται ο βρώμικος λιγνίτης για να καλύψει το κενό που προκαλεί η εξάρτηση των ΑΠΕ από καιρικές συνθήκες και μάλιστα με χαμηλά τελικά φορτία, αφού οι πολλαπλές διακοπές ρεύματος μείωσαν τη ζήτηση κατά 1.000 MW, είναι φανερό ότι ο σχεδιασμός της πράσινης μετάβασης κάπου πάσχει. Ο ίδιος ο ΑΔΜΗΕ, στη μελέτη επάρκειας ισχύος του συστήματος για την κρίσιμη δεκαετία της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια (2020-2030), συναρτά την ασφάλεια του συστήματος με τον συνδυασμό του χρόνου της απολιγνιτοποίησης με εκείνον της ένταξης τριών νέων θερμικών μονάδων συνολικής ισχύος 2.150 μεγαβάτ (Πτολεμαΐδα V, νέα μονάδα της Mytilineos που βρίσκονται υπό κατασκευή και νέα μονάδα της TΕΡΝΑ που όμως δεν έχει ξεκινήσει να κατασκευάζεται). Συναρτά επίσης την ασφάλεια του συστήματος με τον υπερδιπλασιασμό των ΑΠΕ στο τέλος της δεκαετίας, για τον οποίο όμως επισημαίνει τη σημασία της αποθήκευσης για την αντιστάθμιση των προβλημάτων από τη μεταβλητότητα της παραγωγής τους.

Το 2021, σύμφωνα με τη μελέτη του ΑΔΜΗΕ, είναι το πιο κρίσιμο έτος, κι αυτό, γιατί αποσύρονται λιγνιτικές μονάδες χωρίς να προστίθεται στο σύστημα νέο συμβατικό παραγωγικό δυναμικό, με αποτέλεσμα η επάρκειά του να είναι ευάλωτη στις κλιματικές και υδρολογικές συνθήκες. Υπό δυσμενείς συνθήκες, υπάρχει πιθανότητα το σύστημα παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει επαρκώς αιχμές φορτίου, επισημαίνει ο ΑΔΜΗΕ, κάτι που μεταφράζεται σε κίνδυνο μπλακ άουτ. Κρίσιμη, σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, είναι συνολικά η περίοδος μέχρι και το 2024, κατά την οποία προβλέπεται πλήρης απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει, εάν δεν αποδώσουν τα μέτρα εξοικονόμησης που προβλέπονται στο ΕΣΕΚ και η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξηθεί περισσότερο ή δεν ενταχθούν εγκαίρως στο σύστημα οι προβλεπόμενες νέες μονάδες, η επάρκεια του συστήματος καθίσταται ιδιαιτέρως ευάλωτη και φαίνεται να υπάρχει αυξημένη πιθανότητα το σύστημα παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει επαρκώς τις αιχμές φορτίου. Τόσο η μονάδα Πτολεμαΐδα V όσο και η μονάδα φυσικού αερίου της Mitilineos (826 MW) δεν πρόκειται να μπουν στο σύστημα πριν από το τέλος του 2021 σε κανονική λειτουργία, ενώ η μονάδα της TEΡΝΑ, ακόμη και αν ξεκινήσει να κατασκευάζεται σήμερα, θέλει δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί και να τεθεί σε λειτουργία. Σχέδια για νέες μονάδες έχουν και άλλοι ενεργειακοί όμιλοι, οι οποίοι ανέμεναν ότι με τη λειτουργία του target model η αγορά θα εξέπεμπε το σωστό σήμα για να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Μετά και τις νέες παρεμβάσεις στη λειτουργία της αγοράς, κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να προχωρήσει σε επενδύσεις, αφού οι όροι λειτουργίας που διαμορφώνονται δεν διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους. Δεδομένου ότι η αγορά εμφανίζει ήδη έλλειμμα ευέλικτων μονάδων, στο οποίο οφείλεται κατά βάση και η σημαντική άνοδος της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος, η απουσία επενδύσεων είτε σε νέες μονάδες φυσικού αερίου είτε σε μονάδες αποθήκευσης, πέραν των προβλημάτων ευστάθειας του συστήματος, θα ανακυκλώσει και το πρόβλημα των υψηλών τιμών. Σημαντικές επενδύσεις στον τομέα της αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες αλλά και αντλησιοταμίευση) δεν μπορούν να προχωρήσουν λόγω απουσίας θεσμικού πλαισίου. Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας μόλις πρόσφατα συνέστησε επιτροπή για την κατάρτιση πλαισίου.

Υπογειοποίηση των καλωδίων

Οι πρόσφατες βλάβες του δικτύου επανέφεραν στο προσκήνιο και το θέμα της υπογειοποίησης, αίτημα που γίνεται επιτακτικό τα τελευταία χρόνια σε πολλές περιοχές της χώρας. Μέχρι σήμερα ένα πολύ μικρό μέρος, περίπου το 10% του δικτύου των 240 χιλιάδων χλμ. του ΔΕΔΔΗΕ (μέση και χαμηλή τάση), είναι υπόγειο. Η υποχρέωση με νόμο του 1979 της ΔΕΗ να προχωρήσει στην υπογειοποίηση των γραμμών μέσης και χαμηλής τάσης στα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης περιορίστηκε σε προγράμματα αισθητικής αναβάθμισης για περιοχές ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικό κέντρο, τουριστικές περιοχές), που άρχισαν να υλοποιούνται από τη δεκαετία του ’90 για να «παγώσουν» στη συνέχεια με την έναρξη της κρίσης. Δύο είναι οι παράγοντες που υπεισέρχονται στο ζήτημα της υπογειοποίησης. Ο πρώτος είναι το κόστος, το οποίο είναι τουλάχιστον τρεις φορές πάνω από το αντίστοιχο της εναέριας γραμμής. Το κόστος εγκατάστασης μιας γραμμής μέσης τάσης 1.000 μέτρων υπόγειου δικτύου κυμαίνεται γύρω στις 100.000 ευρώ έναντι 30.000 ευρώ της εναέριας. Το κόστος αυτό θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των λογαριασμών ρεύματος, αφού πληρώνεται από τους καταναλωτές ως τέλος χρήσης δικτύου. Ο δεύτερος παράγοντας είναι τα τεχνικά προβλήματα λόγω μορφολογίας του εδάφους (βουνά, φαράγγια κ.λπ.) και της ελλιπούς χαρτογράφησης των υπόλοιπων δικτύων (τηλεπικοινωνίες, ύδρευση, φυσικό αέριο).

www.kathimerini.gr