Αντίθετο και στις τρεις βασικές προτάσεις που έθεσε σε διαβούλευση η ΡΑΕ για τα λιανικά τιμολόγια ρεύματος εμφανίζεται το σύνολο των προμηθευτών. Έτσι, όλες οι εταιρείες προμήθειας δηλώνουν αρνητικό στην κατάργηση τόσο της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης από τα κυμαινόμενα τιμολόγια, όσο και της χρέωσης παγίου.
Επίσης, οι προμηθευτές αμφισβητούν το κατά πόσο η παροχή ενός κυμαινόμενου τιμολογίου με ευκρινή όρια διακύμανσης της Χρέωσης Προμήθειας, θα μπορούσε όντως να λειτουργήσει ως δικλείδα προστασίας των καταναλωτών, έναντι ενδεχόμενης κατάχρησης των ρητρών αναπροσαρμογής από μια εταιρεία. Έτσι, στο πλαίσιο της διαβούλευσης της ΡΑΕ, πρόκειται να παραθέσουν τους λόγους για τους οποίους διαφωνούν με τις εισηγούμενες προωθήσεις, αλλά και να καταθέσουν τις εναλλακτικές προτάσεις τους.
Οι εταιρείες επισημαίνουν κατ΄ αρχάς ότι στο σύνολό του ο εγχώριος κλάδος προμήθειας λειτουργεί με πολύ χαμηλό περιθώριο κέρδους – κάτι το οποίο αναγνωρίζει και η ΡΑΕ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως οι ρήτρες αναπροσαρμογής χρησιμοποιούνται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αποκλειστικά ως «αντίδοτο» στην έλλειψη μηχανισμών στη χονδρεμπορική αγορά, που θα επέτρεπαν στους προμηθευτές να περιορίσουν την έκθεσή τους στο ρίσκο των διακυμάνσεων των τιμών της.
Έλλειψη εργαλείων για hedging
Όπως σημειώνουν, είναι αλήθεια πως σε αρκετά τιμολόγια οι ρήτρες αναπροσαρμογής παραμένουν πλέον μονίμως ενεργοποιημένες λόγω των υψηλών χονδρεμπορικών τιμών, καθώς τα τιμολόγια αυτά δημιουργήθηκαν όταν οι τιμές στις χονδρεμπορικές αγορές κινούνταν ακόμη και κάτω από το 50% των σημερινών επιπέδων. Ωστόσο, τότε (όπως και τώρα) δεν υπήρχαν εργαλεία, ώστε ένας προμηθευτής να «θωρακισθεί» από ενδεχόμενη αύξηση του κόστους του.
Όπως προσθέτουν παράγοντες του κλάδου προμήθειας, σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, μία εταιρεία θα είχε για παράδειγμα την ευχέρεια να επιστρατεύσει ένα προθεσμιακό συμβόλαιο, για να «κλειδώσει» για έναν πελάτη της τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που εκτιμούσε πως εκείνος θα κατανάλωνε σε όλη τη διάρκεια του συμβολαίου του. Επομένως, αν δεν το έπραττε ο προμηθευτής, επειδή δεν θα εκτιμούσε πως οι χονδρεμπορικές τιμές θα εκτοξεύονταν, τότε θα είχε λογική να αναλάβει τη ζημία από τη λανθασμένη του πρόβλεψη. Στην περίπτωση ωστόσο της χώρας μας, που στην πράξη απουσιάζουν τα προθεσμιακά συμβόλαια, πρακτικά δεν υπάρχουν περιθώρια για hedging.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως συμπληρώνουν οι ίδιοι παράγοντες, η παροχή ενός κυμαινόμενου τιμολογίου με ευκρινή όρια διακύμανσης μόνο τυπικά θα διασφάλιζε μεγαλύτερη «ορατότητα» στους καταναλωτές. Αντίθετα, πιο αποτελεσματικό θα ήταν να υπάρξουν πρωτοβουλίες από τη ΡΑΕ για την πραγματική διάθεση στους προμηθευτές εργαλείων διαχείρισης του ρίσκου. Χάρις στον ανταγωνισμό, ο οποίος κάθε άλλο απουσιάζει από την εγχώρια λιανική αγορά, τα εργαλεία αυτά θα είχαν σύντομα σαφές «αποτύπωμα» στις τιμολογιακές πολιτικές των εταιρειών.
«Ενεργειακός τουρισμός» με την κατάργηση της ρήτρας αποχώρησης
Σύμφωνα με τους ίδιους παράγοντες, με την ίδια λογική η ρήτρα πρόωρης αποχώρησης και στα κυμαινόμενα τιμολόγια αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την ανάκτηση του κόστους απόκτησης ενός πελάτη. Εξάλλου, όπως συνέβη παλαιότερα και στις τηλεπικοινωνίες, τα συμβόλαια με αυτό το «πέναλτι» συνδυάζονται με προνομιακές τιμές για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλά και διάφορες προωθητικές ενέργειες, το κόστος των οποίων αποσβένεται σταδιακά καθ΄ όλη τη διάρκεια του συμβολαίου.
Επομένως, αν απαλειφθεί η ρήτρα πρόωρης αποχώρησης, αυτό θα σημαίνει ότι οι προμηθευτές θα κινδυνεύουν να μην ανακτήσουν ποτέ τα ποσά αυτά. Ακόμη χειρότερα, μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε φαινόμενα «ενεργειακού τουρισμού», με καταναλωτές να μεταπηδούν από προμηθευτή σε προμηθευτή, για να αξιοποιούν τις προσφορές που δίνει κάθε εταιρεία στους νέους πελάτες της.
Όσον αφορά τη χρέωση παγίου, οι προμηθευτές επισημαίνουν
πως στόχος της είναι να ανακτηθούν τα κόστη διαχείρισης από παροχές
(όπως π.χ. τα εξοχικά) στις οποίες για σημαντικά χρονικά διαστήματα η
κατανάλωση είναι μηδενική. Επομένως, μέσω της μικρής επιβάρυνσης του
παγίου, δίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις η δυνατότητα στις εταιρείες να
καλύπτουν τα έξοδα διαχείρισης των μετρητών που εκπροσωπούν.