Αν και προσπάθουμε να βγούμε από το «τούνελ της πανδημίας», το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης που αποδίδεται στην ανάκαμψη της οικονομίας μετά τα lockdown, οδήγησε στην αύξηση της ζήτησης και των τιμών.
Σε αυτό συνέβαλλε ο περιορισμός της προσφοράς του στην
Ευρώπη, καθώς η Ρωσία επέλεξε να μην αυξήσει σημαντικά τις προμήθειες πέραν των ποσοτήτων που προβλέπονταν στα συμβόλαια, οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις στην τιμή του.Μετά την ουκρανική κρίση όλα παραμένουν ρευστά και οι τιμές τους φυσικού αερίου παρουσιάζουν αλματώδη αύξηση, που επηρρέαζει σημαντικά τις οικονομίες της Ευρώπης και της Ελλάδας και οδηγεί σε ακρίβεια με συνεχείς αντιμήσεις προϊόντων. Πρόκειται για ένα διεθνές πρόβλημα και όχι ελληνικό που οφείλεται στις συνεχείς αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου.
Στην Έλλαδα πλέον έχουν εκφραστεί απόψεις που επικρίνουν την κυβερνητική θέση για απολιγνιτοποίηση, και ζητούν να ματατεθεί αυτή η απόφαση χρονικά πιο πίσω, για να αντιμετωπιστεί το διεθνές προβλημα της ακρίβειας, που προκαλέι η ενεργειακή κρίση.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν παράγει φυσικό αέριο και η διαπραγματευτική της ισχύς, είναι εξαιρετικά μικρή απέναντι στους ενεργειακούς κολοσσούς. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει ολόκληρη η Ευρώπη, που είναι πολύ ισχυρότερη στις διαπραγματεύσεις.
Πάντως και λόγω της μεγάλης διάρκειας της ενεργειακής κρίσης, η ΔΕΗ έχει θέσει όλες τις διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες σε λειτουργία. Τα μόνα εργοστάσια παραγωγής ρεύματος με λιγνίτη που έκλεισαν, ήταν εκείνα που είχαν συμπληρώσει τις προβλεπόμενες ώρες λειτουργίας τους και το κλείσιμο τους είχε προγραμματιστεί επί ΣΥΡΙΖΑ.
Πάντως, γνώστες της αγοράς επισημαίνουν ότι η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη δεν είναι φθηνότερη, ακόμη και με τις παρούσες τιμές του φυσικού αερίου. Το πρόστιμο που πληρώνει κάθε παραγωγός ρεύματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την χρήση λιγνίτη είναι 95 ευρώ ο τόνος (από 30 ευρώ το 2019). Η ΔΕΗ ακόμη και μετά το κλείσιμο παλαιών ρυπογόνων μονάδων “μπαίνει μέσα” περίπου 200 εκατ. ευρώ κατ’ έτος, από τη χρήση του λιγνίτη. Ακόμη και τον Δεκέμβριο που οι τιμές του Φυσικού Αερίου βρέθηκαν σε ιστορικά υψηλά, η παραγωγή ρεύματος από φυσικό αέριο κόστιζε σχεδόν όσο και η παραγωγή από λιγνίτη.
Η μελέτη του ΑΠΘ για τις τιμές χονδρικής τον Δεκέμβριο αποδεικνύει περίτρανα ότι χωρίς τη συμμετοχή των ΑΠΕ στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας η τιμή χονδρικής θα ήταν 83 ευρώ ακριβότερη ακόμη και από τις πολύ υψηλές τιμές του Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με την μελέτη αποδεικνύεται μύθος η άποψη ότι με τους λιγνίτες η τιμή χονδρικής θα έπεφτε και επειβεβαιώνεται ότι το μόνο εθνικό καύσιμο της χώρας είναι ο ήλιος και ο αέρας και εκεί πρέπει να επενδύσουμε προκειμένου να πέσουν οι τιμές της ενέργειας.
Σύμφωνα πάντα με στελέχη του ενεργειακού χώρου, η διατήρηση ανενεργών μονάδων που να μπορούν να τεθούν άμεσα σε λειτουργία έχει ένα κόστος επένδυσης, το οποίο δεν αποσβαίνεται ακόμη και με αυτές τις δυσθεώρητες τιμές φυσικού αερίου.
Επιπρόσθετα, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι και επιτρέπονταν και συνέφερε η χρήση λιγνίτη, το ρεύμα που θα παράγονταν από αυτόν δεν θα προκαλούσε καμία διαφορά στη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής. Οι τιμές διαμορφώνονται από το ρεύμα που παράγεται με το ακριβότερο διαθέσιμο καύσιμο, ακόμη και αν αυτό συμμετείχε πολύ λίγο στο ενεργειακό μίγμα αναφέρουν ειδικοί.
Η πολιτική της Ε.Ε. για το περιβάλλον είναι υποχρεωτική για όλα τα κράτη μέλη. Άρνηση να εναρμονιστεί κάποιο κράτος μέλος, θα σήμαινε αυτόματα και την επιβολή κυρώσεων έως και την εκκίνηση διαδικασιών για έξοδο από την Ε.Ε.. Αλλά ακόμη και η παραδοχή ότι άλλες χώρες δεν κλείνουν τις ανθρακικές μονάδες είναι στρεβλή. Η Γερμανία, την οποία πολύ συχνά επικαλούνται οι υπερασπιστές του λιγνίτη, έχει ήδη κλείσει πάρα πολλές ανθρακικές μονάδες, ωστόσο, έδωσε προτεραιότητα στο να αποσύρει πρώτα τα πυρηνικά. Και, βέβαια, η Γερμανία παράγει ήδη περίπου το 60% της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.
Το 2030, θα απαγορεύεται η χρήση λιγνίτη στην Ε.Ε και ο όποιος παραβάτης θα τιμωρείται με πολύ αυστηρά πρόστιμα.Η χώρα μας, όπως και σχεδόν όλες οι χώρες του Δυτικού κόσμου έχουν υπογράψει όλες τις συνθήκες για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή και τα πράσινα ομόλογα έδωσαν στη ΔΕΗ τη δυνατότητα πρόσβασης σε φθηνότερο χρήμα και την αντικατάσταση παλαιότερων “ακριβών” δανείων”.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η ΔΕΗ εναι υποχρεωμένη να κλείσει σταδιακά όλες τις λιγνιτικές μονάδες, καθώς η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη κοστίζει πολύ ακριβότερα, απ ότι με το φυσικό αέριο λόγω των περιβαλλοντικών περιορισμών.
Όπως επισημαίνουν μέχρι που έκλεισαν οι λιγνιτικές μονάδες που συμπλήρωσαν τις προβλεπόμενες ώρες λειτουργίας τους, η παραγωγή από λιγνίτη “έβαζε μέσα” τη ΔΕΗ περίπου 400 εκατ. ευρώ το χρόνο. Ακόμη και τώρα με τις λιγότερες μονάδες η ΔΕΗ “μπαίνει μέσα” 200 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Μέ βαση αυτα τα δεδομένα , όλο και περισότεροι παραγωγοι ενέργειας υιοθετούν ως μόνη λύση τις επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Οι χώρες που έχουν χαμηλότερη χονδρική τιμή ρεύματος από την Ελλάδα, είναι χώρες με σημαντικό μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Όπως οι Σκανδιναβικές χώρες και η Γερμανία. Εκεί οι τιμές χονδρικής είναι από τις πιο χαμηλές στην Ευρώπη.
Πλεόν και η ΔΕΗ από την πρώτη κιόλας ημέρα αλλαγής της διοίκησης, έχει ως βασικό επνδυτικό πλάνο την ανάπτυξη των βασίζεται στις ΑΠΕ. Δυστυχώς η κατασκευή μονάδων ηλεκτοπαραγωγής με ανανεώσιμες πηγές, είναι μια χρονοβόρος διαδικασία και όταν αυξηθεί σημαντικά η συμμετοχή των ΑΠΕ στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής του μεγαλύτερου παραγωγού στη χώρα, αυτό θα αυξήσει το βαθμό ενεργειακής ασφάλειας και κυρίως θα μειώσει τις τιμές που πληρώνουν οι Έλληνες για ρεύμα.
Τα οιικονομικά προβλήματα στην ΔΕΗ τα προηγούμενα χρόνια την έφεραν στο κατώφλι της χρεοκοπίας, σύμφωνα με την έκθεση των ορκωτών ελεγκτών. Αυξήσεις στα τιμολόγια υπήρξαν και επί ΣΥΡΙΖΑ, όπως παραδέχθηκε και ο πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ κύριος Μανώλης Παναγιωτάκης, χωρίς μάλιστα να εξελίσσεται διεθνώς μια ενεργειακή κρίση.
Όπως ανέφερε στην συνέντευξη του στο «Βήμα» ο διευθύνων σύμβούλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης: «Η κατάσταση στην οποία παραλάβαμε τον ΔΕΔΔΗΕ ήταν πολύ προβληματική. Τα δίκτυα είχαν εγκαταλειφθεί για πολλά χρόνια και οι ελλείψεις ήταν τραγικές. Με την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ και την είσοδο επενδυτών μπορούν πλέον να προχωρήσουν επενδύσεις εκσυγχρονισμού του δικτύου, οι οποίες όμως απαιτούν χρόνο. Μόνο με πλήρη ψηφιοποίηση του Δικτύου (έξυπνοι μετρητές, αυτόματοι διακόπτες, ψηφιακές πλατφόρμες επικοινωνίας, SCADA, GIS συστήματα) θα μπορέσουν να μειωθούν οι χρόνοι εντοπισμού και αποκατάστασης των βλαβών. Αυτό έχει έναν ορίζοντα πενταετίας. Συνολικά θα γίνουν επενδύσεις ύψους 3,5 δισ. ευρώ στην επόμενη 8ετία, οι οποίες θα τρέξουν με μεγαλύτερη ταχύτητα».
Με
την αναδιάρθρωση της ΔΕΗ δόθηκε ενίσχυση στα νοικοκυριά που μαστίζονται
από την ακρίβεια. Όπως ανακοινώθηκε η ΔΕΗ δίνει ήδη οριζόντια έκπτωση
30%. Προβλέποντας τις αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, προχώρησε ήδη από
τον Αύγουστο σε οριζόντια έκπτωση 30% σε όλα τα οικιακά τιμολόγια. Άρα
φυσικά και δίνει χρήματα για την ελάφρυνση των πολιτών. Μπόρεσε να το
κάνει αυτό διότι την προηγούμενη διετία είχε εξυγιανθεί και είχε περάσει
σε κερδοφορία από ζημίες μέχρι το 2018.
Σύμφωνα
με τους εκτιμητές στο παρλθόν οι ζημίεςέφταναν ακόμη και το 1 δις.
ευρώ. Αν δεν είχε εξυγιανθεί όχι μόνο δεν θα μπορούσε να βοηθήσει τους
πολίτες αλλά ουσιαστικά δεν θα μπορούσε να παράγει και να αγοράζει
ρεύμα, δημιουργώντας κυριολεκτικά black out.
Φέτος πάντα σύ7μφωνα με τις εκτιμήσεις τα κέρδη της ΔΕΗ, θα μειωθούν σε οριακά επίπεδα, αλλά ακόμη και με αυτές τις συνθήκες, δεν θα κινδυνεύσει με χρεοκοπία όπως συνέβη το 2018. Τα EBITDA, τα οποία κάποιοι από άγνοια ή σκοπιμότητα μπερδεύουν με την καθαρή κερδοφορία είναι κέρδη που επενδύονται, ώστε η ΔΕΗ να μπορέσει να επιταχύνει το πλάνο νέων έργων ΑΠΕ, τα οποία θα επιταχύνουν την ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας και θα οδηγήσουν σε καλύτερες τιμές για όλους.
Η ΔΕΗ υποχρεώθηκε από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας να εντάξει τη ρήτρα της διαμόρφωσης των χονδρικών τιμών ενέργειας, στα οικιακά τιμολόγια, για λόγους ανταγωνισμού. Όταν συνέβη αυτό, η εταιρεία προχώρησε σε οριζόντια έκπτωση 30% σε όλα τα οικιακά τιμολόγια. Επιπλέον, λανσάρισε ξανά ειδικά προγράμματα με σταθερή τιμή κιλοβατώρας, τα οποία απολαμβάνουν ήδη αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες χωρίς καμία επίπτωση στους λογαριασμούς τους από την αύξηση των διεθνών τιμών.
Σύμφωνα με κυβενρητικά στέλεχη από τον προϋπολογισμό, έχουν δοθεί ήδη περισσότερα από 2 δισ. ευρώ για τη συγκράτηση των οικιακών λογαριασμών ενέργειας. Σαν αποτέλεσμα αυτού, για τα περισσότερα νοικοκυριά και για το σύνολο των ευάλωτων νοικοκυριών, οι αυξήσεις ήταν πιο μικρές.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ, της εταιρείας με το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, το 75% των πελατών της έχουν δει κατά μέσο όρο μέγιστη αύξηση στους λογαριασμούς τους που φθάνει τα 10 ευρώ το μήνα. Αυτό το ποσό αφορά τους χειρότερους μήνες από άποψη διεθνών τιμών. Πιο συγκεκριμένα, 10,1 εκατομμύρια λογαριασμοί (επί συνόλου 12,3 εκατ. λογαριασμών) έχουν υποστεί αυξήσεις κατ’ ανώτατο 10 ευρώ το μήνα. Πρόκειται για τη συντριπτική πλειοψηφία των λογαριασμών και σίγουρα περιλαμβάνεται το σύνολο των ευάλωτων νοικοκυριών.
Υπήρξε μια μικρή ανωμαλία τον Ιανουάριο, όταν δεν πρόλαβαν να πιστωθούν οι κρατικές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι δικαιούχοι τις έχασαν, οι επιδοτήσεις αυτές ήδη πιστώθηκαν στους επόμενους λογαριασμούς, μαζί με τις επιδοτήσεις που προβλέπονταν για τους επόμενους λογαριασμούς.
Η Ελλάδα σύμφωνα με τις έρευνες ανεξάρτητων οργανισμών όπως του οργανισμού HEPI , έχει την 7η φθηνότερη λιανική τιμή ρεύματος στην Ευρώπη των 27. Συγκρίνοντας τις τιμές τον Ιανουάριο, το μήνα που οι ενεργειακές τιμές έφτασαν στο ζενίθ, η Ελλάδα βρίσκεται σημαντικά κάτω από το μέσο όρο της Ευρώπης των 27 αλλά και από το μέσο όρο των εξεταζόμενων χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι τιμές χονδρικής είναι ιδιαίτερα ακριβές στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της απουσίας επενδύσεων σε Ανανεώσιμες πηγές κατά τα προηγούμενα χρόνια. Οι παρεμβάσεις ωστόσο από τη ΔΕΗ και την Κυβέρνηση έχουν σαν αποτέλεσμα η χονδρική να είναι μεν από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, οι τιμές όμως που πληρώνουν οι καταναλωτές είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, όπως φαίνεται και στον πίνακα.
Σωτήρης Μπέσκος