Οι υπέρογκες αυξήσεις στο ρεύμα έχουν φέρει πολλούς καταναλωτές σε αδυναμία πληρωμής, ενώ αρκετοί ετοιμάζουν προσφυγές για τη ρήτρα αναπροσαρμογής
Τη μαζική αδυναμία ή απροθυμία πολιτών να πληρώσουν τους λογαριασμούς της ΔΕΗ φοβάται η κυβέρνηση, καθώς οι ανατιμήσεις
στο ρεύμα προκαλούν ηλεκτροσόκ στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.Όσο όμως οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος εξακολουθούν να έρχονται ο ένας πιο φουσκωμένος από τον άλλο, σε βαθμό που δεν εξηγείται ούτε από την πρωτοφανή ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η απόγνωση των πολιτών αρχίζει να μετατρέπεται σε οργή.
Καταναλωτές καταγγέλλουν εξωφρενικές ρήτρες αναπροσαρμογής και λάθη στις μετρήσεις, αλλά και περίεργα παιχνίδια με τους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς του ρεύματος. Ουκ ολίγοι πολίτες μάλιστα ετοιμάζονται για ομαδικές προσφυγές κατά των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, υπό την αιγίδα καταναλωτικών οργανώσεων, όπως το ΙΝΚΑ-Γενική Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδας.
Οι αναφορές πολιτών στις καταναλωτικές οργανώσεις για το ενεργειακό κόστος έχουν αυξηθεί εξάλλου κατακόρυφα από το Σεπτέμβριο, με τη ρήτρα αναπροσαρμογής να αποτελεί το βασικό ζήτημα.
Νομικό “πάτημα” στις προσφυγές δίνει μάλιστα και πρόσφατη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο εξέδωσε προσωρινή διαταγή εμποδίζοντας τη διακοπή ρεύματος σε επιχείρηση στην Αλεξανδρούπολη, η οποία δεν είχε πληρώσει το υπέρογκο ποσό της ρήτρας αναπροσαρμογής, καθώς αμφισβητεί τη νομιμότητα της χρέωσης.
Σε κάθε περίπτωση, η ακρίβεια και οι υπέρογκες αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα έχουν φέρει πολλούς καταναλωτές σε αντικειμενική αδυναμία πληρωμής και έχουν εξοργίσει πολλούς περισσότερους.
Στην κυβέρνηση επομένως ανησυχούν για ένα νέο κίνημα "Δεν πληρώνω τη ΔΕΗ" και κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ ότι ενθαρρύνει τις προσφυγές και υποθάλπτει ελπίδες για ακύρωση οφειλών, όπως είχε κάνει και πριν το 2015.
Το κυβερνητικό επιχείρημα είναι ότι, όσον αφορά στη ΔΕΗ τουλάχιστον, θα δημιουργηθούν νέες “τρύπες” στα δημόσια οικονομικά, τις οποίες θα κληθεί ξανά να πληρώσει συνολικά η κοινωνία. Η κυβέρνηση εξάλλου διαψεύδει ότι η Επιχείρηση έχει υπερκέρδη, όπως υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχουν όμως και οι ιδιώτες πάροχοι, κατά των οποίων στρέφονται πολλοί καταναλωτές, καταγγέλλοντας ότι επιχειρούν να αλλάξουν κρυφά τους όρους στα συμβόλαια με ρήτρα σταθερής τιμής του ρεύματος.
Η κυβέρνηση όμως πρέπει να κρατήσει δύσκολες ισορροπίες: Από τη μία δεν θέλει να υπάρξει κύμα αποφυγής πληρωμών. Από την άλλη θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η θέση της εφόσον αρχίσουν διακοπές ρεύματος σε νοικοκυριά με πραγματική αδυναμία πληρωμής.
Τι είναι η ρήτρα αναπροσαρμογής
Τα πράγματα για τους καταναλωτές άλλαξαν άρδην όταν η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας επέβαλε στη ΔΕΗ να μπει και εκείνη, για λόγους υγιούς ανταγωνισμού, στο «χορό» της ρήτρας χονδρεμπορικής τιμής, πράγμα που δεν ίσχυε έως το καλοκαίρι του 2021. Με δεδομένο ότι η ΔΕΗ έχει περίπου το 65% της κατανάλωσης, είναι φανερό ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν δεν χρέωνε ρήτρα αναπροσαρμογής.
Βεβαίως και πάλι τα τιμολόγια θα είχαν αυξηθεί, ωστόσο θα υπήρχε σχετικός περιορισμός των αυξήσεων, δεδομένου μάλιστα ότι η ΔΕΗ, όπως και οι άλλοι μεγάλοι ηλεκτροπαραγωγοί, έχει κέρδη από τις μονάδες παραγωγής ρεύματος.
Από τις 5 Αυγούστου 2021 η ΔΕΗ έχει εισάγει λοιπόν τη ρήτρα αναπροσαρμογής, η οποία βασίζεται στην τιμή που έχει η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, συνδέοντας τα τιμολόγια της ΔΕΗ με την εξέλιξη της αγοράς του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και αντικαθιστώντας τη ρήτρα CO2, δηλαδή τη διακύμανση των τιμών με βάση τα δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.
Οι δε ιδιώτες πάροχοι περνάνε στον καταναλωτή το σύνολο της αύξησης της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος, μέσω της περίφημης ρήτρας αναπροσαρμογής.
Σε όλους τους λογαριασμούς ρεύματος πλέον η χρέωση βάσει της ρήτρας αναπροσαρμογής είναι το κυριότερο μέρος του συνολικού αντιτίμου, πολλές φορές δύο και τρεις φορές μεγαλύτερη από τη βασική χρέωση που είχε συμφωνήσει ο καταναλωτής όταν υπέγραφε τη σύμβαση ένταξής του σε κάποια εταιρεία.
Σύμφωνα δε με την Κομισιόν, η αύξηση στις τιμές λιανικής του ρεύματος στη χώρα μας ξεπερνά το 100%, όταν στην ΕΕ η αύξηση φτάνει κατά μέσο όρο στο 30%.