Η Μελέτη Επάρκειας δείχνει πως έως το 2030 θα είναι αναγκαίες μονάδες αποθήκευσης συνολικής ισχύος 3 γιγαβάτ στο σύστημα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι σταθμοί αντλησιοταμίευσης, όπως ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ, Γιάννης Μάργαρης, σε ημερίδα για την αποθήκευση ενέργειας που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Σύμφωνα με τον κ. Μάργαρη, οι παραπάνω υπολογισμοί βασίζονται στην υπόθεση ότι έως το τέλος της τρέχουσας 10ετίας το εγχώριο «πράσινο» χαρτοφυλάκιο θα ανέρχεται στα 30 Γιγαβάτ, από περίπου 10 Γιγαβάτ που είναι τώρα, καθώς και ότι θα βρίσκονται σε λειτουργία όλες οι θερμοηλεκτρικές μονάδες που δρομολογούνται.
Πάντως, με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, προκύπτει επίσης πως οι μονάδες αποθήκευσης δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμες, με βάση τα σημερινά δεδομένα από πλευράς κόστους, επένδυσης και οικονομικών παραμέτρων. Επομένως, είναι δεδομένο ότι θα χρειαστούν μηχανισμούς ενίσχυσης.
Από την άλλη πλευρά, όπως σημείωσε ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ, η συμβολή της αποθήκευσης στην επάρκεια αποδεικνύεται εξαιρετικά κρίσιμη. Μάλιστα, αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση των μπαταριών, πόσω μάλλον με την αντλησιοταμίευση. Κι αυτό γιατί οι 2-3 ώρες λειτουργίας των μπαταριών κατά τις ώρες υψηλού φορτίου, όταν δηλαδή οι τιμές θα είναι πιο υψηλές, θα υποκαθιστά θερμική παραγωγή περιορίζοντας έτσι τις αιχμές.
Περισσότερος «χώρος» για ΑΠΕ με τις υπηρεσίες αποσυμφόρησης
Παράλληλα, για τον Διαχειριστή του συστήματος η αποθήκευση θα είναι εξαιρετικά πολύτιμη, στον βαθμό που θα μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες αποσυμφόρησης. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να σχεδιαστούν από όλους τους θεσμικούς φορείς, ενώ θα παίξουν καθοριστικό ρόλο δίνοντας περισσότερο περιθώριο ηλεκτρικού «χώρου» και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα σύνδεσης περισσότερων έργων ΑΠΕ στο σύστημα.
Το πρόβλημα, ωστόσο, που υπάρχει είναι πως αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με τον όγκο και το εύρος που θα πρέπει να έχουν οι υπηρεσίες αποσυμφόρησης, αφού θα χρειάζεται να είναι ελκυστικές οικονομικά για να παρασχεθούν από τους επενδυτές. Με αυτή την έννοια, όπως συμπλήρωσε ο κ. Μάργαρης, παλαιότερα ο ΑΔΜΗΕ είχε προτείνει να υλοποιήσει κάποια έργα αποθήκευσης, αλλά επειδή πρέπει να δοθεί μια προτεραιότητα στην αγορά, οι προτάσεις αυτές έχουν προς το παρόν «παγώσει».
Πρέπει ωστόσο να υπάρχουν και πρωτοβουλίες που να αφορούν έναν μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία ανακοίνωσε πρόσφατα ένα πολύ μεγάλο έργο σε επίπεδο μεταφοράς-αποθήκευσης, που αφορά τον τρόπο ώστε η αποθήκευση να μπορέσει να γίνει ενσωματωμένο στοιχείο του δικτύου μεταφοράς, για να βοηθήσει το σύστημα στη λειτουργία του.
Με την ίδια λογική, καθώς αυτή τη στιγμή υπάρχουν έργα συνολικής ισχύος 22 Γιγαβάτ, είτε εν λειτουργία είτε με συμβάσεις σύνδεσης, ο σχεδιασμός που θα γίνει θα πρέπει να κατατείνει στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση του τεράστιου εγχώριου ανανεώσιμου δυναμικού. Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να λάβει υπόψη του πως, στον αντίποδα, παράλληλα είμαστε μια χώρα σχετικά μικρή, σαν μέγεθος ηλεκτρικό και γεωγραφικό, η οποία επίσης δεν συνορεύει με μεγάλα ηλεκτρικά συστήματα.
Οι παράμετροι αυτές θα πρέπει να αναλυθούν, καθώς σε βάθος 10ετίας μπορούμε κάλλιστα να ξεπεράσουμε τα 25 Γιγαβάτ. Εξάλλου, συνυπολογίζοντας μόνο τα 25 Γιγαβάτ έργων που έχουν αιτηθεί όρους σύνδεσης, πάμε στα 47 Γιγαβάτ – χωρίς μάλιστα να συνυπολογίσουμε τα Γιγαβάτ των υπεράκτιων αιολικών, τα οποία δεν έχουν συμπεριληφθεί στον παραπάνω υπολογισμό.