Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

Κυμαινόμενο με προαναγγελία χρέωσης το τιμολόγιο που θα ξεκινήσουν το 2024 όλοι οι καταναλωτές

 

Κυμαινόμενο με προαναγγελία χρέωσης το τιμολόγιο που θα ξεκινήσουν το 2024 όλοι οι καταναλωτές – Τα σχέδια του ΥΠΕΝ και οι αντιδράσεις του κλάδου για τις νέες αλλαγές 

Σε ευρύτερη «περίμετρο» σχεδιάζει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να εφαρμοστεί το τιμολόγιο με προαναγγελία τιμής (ex-ante), που θα καταστήσει υποχρεωτικό για κάθε προμηθευτή από τις αρχές του 2024, με νομοθετική ρύθμιση. Κι αυτό γιατί το ΥΠΕΝ εξετάζει στην ίδια ρύθμιση να προβλέπει πως το εν λόγω προϊόν θα είναι το default για όλους τους καταναλωτές με κυμαινόμενα τιμολόγια. 

Υπενθυμίζεται ότι, εκτός από υποχρεωτικό, το προϊόν με προαναγγελία τιμής θα έχει ενιαία δομή για όλες τις εταιρείες, καθώς στη διάταξη του ΥΠΕΝ θα δίνεται συγκεκριμένη μαθηματική φόρμουλα με την οποία η όποια επιπλέον επιβάρυνση θα «κλειδώνει» την 1η του μήνα και θα ισχύει για όλο τον υπόλοιπο. Ωστόσο, αντίθετα από τις αρχικές πληροφορίες, αυτό που εξετάζεται είναι το εν λόγω τιμολόγιο να μην αφορά μόνο τους καταναλωτές των οποίων έχει λήξει η σύμβαση. 

Αν το σχέδιο του υπουργείου όντως υλοποιηθεί, τότε στην πράξη η «στόχευση» είναι το σύνολο της καταναλωτικής βάσης στην εγχώρια λιανική, αφού ακόμη και οι τελευταίες συμβάσεις σταθερής χρέωσης εκτιμάται ότι λήγουν τον Νοέμβριο. Για όλους αυτούς τους καταναλωτές, το γεγονός ότι το ex-ante τιμολόγιο θα είναι το default, σημαίνει πως από την 1η Ιανουαρίου θα μεταβούν σε αυτό, εκτός και αν διαλέξουν νωρίτερα κάποια άλλου είδους σύμβαση, από αυτές που θα προσφέρει ο πάροχός τους. 

Τα χαρακτηριστικά του τιμολογίου 

Οι καταναλωτές θα μπορούν να μείνουν στο ενιαίο τιμολόγιο για έως και 12 μήνες, με τη δυνατότητα βέβαια να αποχωρήσουν οποιαδήποτε στιγμή νωρίτερα. Πάντως, με δεδομένη και την αβεβαιότητα που δημιουργεί στους καταναλωτές το «ξεπάγωμα» των ρητρών αναπροσαρμογής, αναλυτές του κλάδου εκτιμούν πως θα είναι ελάχιστοι οι καταναλωτές που θα επιλέξουν (τουλάχιστον εξαρχής) κάποιο προϊόν άλλης κατηγορίας. Επομένως, εκτιμάται πως οι εταιρείες θα «μεταφέρουν» όλο το πελατολόγιό τους σε αυτό το ενιαίο προϊόν. 

Όσον αφορά το ανταγωνιστικό σκέλος του default τιμολογίου, αυτό θα επιμερίζεται σε μία βασική χρέωση και μία ex-ante ρήτρα – με τον μαθηματικό τύπο της ρήτρας να περιγράφεται στη ρύθμιση, όπως προαναφέρθηκε. Καθώς θα είναι προϊόν με προαναγγελία τιμής, η ρήτρα θα περιλαμβάνει μεγέθη τα οποία θα οριστικοποιούνται πριν από την 1η ημέρα του μήνα εφαρμογής της τελικής χρέωσης. 

Κάθε εταιρεία θα «ζυγίζει» την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος της, με το ρίσκο που είναι διατεθειμένη να αναλάβει. Έτσι, θα κάνει τις επιλογές της αναφορικά με το ύψος της βασικής χρέωσης, τις παραμέτρους για τη ρήτρα, καθώς και για το όριο για την ενεργοποίησή της. Η πιο πιθανή εκδοχή που μελετά το ΥΠΕΝ είναι τόσο η βασική χρέωση όσο και η ρήτρα να είναι παραμένουν σταθερές για όλο το 12μηνο. 

Στα υπόλοιπα σενάρια που εξετάζονται, όσον αφορά τη βασική χρέωση φαίνεται πως θα πρέπει να διατηρείται σταθερή τουλάχιστον για ένα 6μηνο. Για τη ρήτρα μελετώνται εκδοχές για ακόμη μεγαλύτερη συχνότητα τροποποίησης – ακόμη και κάθε μήνα. 

Σε κάθε περίπτωση, το υπουργείο υποστηρίζει πως τα ex-ante τιμολόγια θα επιτρέψουν στους καταναλωτές να αντιπαραβάλουν με όμοιους όρους τις χρεώσεις των παρόχων και να εντοπίζουν τα φθηνότερα, αφού κάθε 1η του μήνα θα οριστικοποιούνται οι τελικές τιμές τους. Αντίθετα, οι μαθηματικές φόρμουλες των ex-post τιμολογίων είναι δυσνόητες για τους καταναλωτές. Κατά συνέπεια, μπορούν να συγκρίνουν τα προϊόντα αυτά μόνο αναδρομικά, δηλαδή αφότου αυτά «τρέξουν» για αρκετούς μήνες. 

Οι ενστάσεις 

Από την άλλη πλευρά, πάντως, ιδιώτες προμηθευτές σημειώνουν πως οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην της αγοράς, η οποία δεν έχει καμία επίσημη ενημέρωση για τι πρόκειται να νομοθετήσει το υπουργείο. Όπως προσθέτουν, όσο επικρατεί ασάφεια σχετικά με το τι θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου, πρακτικά δεν έχουν κανένα δεδομένο για να διαμορφώσουν την εμπορική πολιτική τους, για την επιστροφή στην κανονικότητα. 

Παράλληλα, συμπληρώνουν ότι το σχέδιο του ΥΠΕΝ εκκινεί από μία αφετηρία περιορισμού της οικονομικής ελευθερίας των εταιρειών, η οποία δεν το διαφοροποιεί και πολύ από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν τον Αύγουστο του 2021 – και τα οποία τότε, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, δικαιολογούνταν από την ενεργειακή κρίση. Έτσι, για την επιστροφή στην κανονικότητα από τις αρχές του 2024, μπορεί μεν τυπικά το υπουργείο να μην επιβάλει αποκλειστικά ένα τιμολόγιο (όπως είχε κάνει τότε), στην πράξη ωστόσο θα στρέψει όλη την αγορά σε ένα ενιαίο τύπο προϊόντος. 

Ενδεικτικό είναι, όπως συμπληρώνουν, πως το πνεύμα μίας τέτοιας ρύθμισης κινείται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος από την απόφαση της ΡΑΑΕΥ, η οποία έθετε τους λιγότερους δυνατούς περιορισμούς. Ως συνέπεια, με βάση την απόφαση, οι πάροχοι αφήνονταν να διαμορφώσουν ελεύθερα την εμπορική πολιτική τους, κρίνοντας στην πορεία αν θα πρέπει ή όχι να την αναθεωρήσουν, με βάση τις επιλογές της ίδιας της αγοράς (δηλαδή των καταναλωτών). 

Την ίδια στιγμή, σημειώνουν τα ίδια στελέχη, η δομή του ex-ante τιμολογίου ανοίγει την πόρτα για εμπορικές (και διαφημιστικές) πρακτικές, οι οποίες έπαιξαν ρόλο στη δαιμονοποίηση της ρήτρας. Κι αυτό γιατί καθιστά και πάλι την ονομαστική χρέωση το «όχημα» για προσέλκυση πελατών, αφού έτσι και αλλιώς θα είναι το μόνο τμήμα του ανταγωνιστικού σκέλους το οποίο θα παραμένει σταθερό από μήνα σε μήνα. Επομένως, δεν είναι απίθανο μία εταιρεία να μπει στον πειρασμό να καθορίσει χαμηλά την ονομαστική της χρέωση (και να διαφημίσει έτσι το προϊόν της), φροντίζοντας ώστε η ρήτρα να αναπληρώνει το «κενό» στην τελική χρέωση. 

Επίσης, εκπρόσωποι των ιδιωτών επισημαίνουν ότι η δομή του ex-ante τιμολογίου εισάγει δύο ειδών ρίσκα, τα οποία ευνοούν τον δεσπόζοντα προμηθευτή. Το πρώτο είναι το ρίσκο όγκου, το οποίο είναι μικρότερο όσο μεγαλύτερη είναι η πελατειακή βάση μιας εταιρείας. Έτσι, για παράδειγμα, η «φυγή» 10.000 πελατών σε έναν μήνα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες αποκλίσεις φορτίου εκπροσώπησης στην περίπτωση ενός παρόχου που η πελατειακή του βάση είναι 200.000 παροχές, από ό,τι μίας εταιρείας με χαρτοφυλάκιο 5 εκατ. παροχές. 

Επίσης, αν και τυπικά το ρίσκο ως προς την πρόβλεψη της τιμής είναι το ίδιο, οι μικρότερες εταιρείες θα βρεθούν σε δυσχερέστερη θέση τους μήνες που αναπόφευκτα θα κλείσουν με αρνητικά περιθώρια κέρδους. Κι αυτό εξαιτίας της υψηλής ρευστότητας που διαθέτει ο δεσπόζων πάροχος.