Αναπόφευκτες θεωρούν τις αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος από τον Ιανουάριο, στελέχη της ελληνικής αγοράς προμήθειας, εφόσον διατηρηθούν διεθνώς οι σημερινές τάσεις. Και βασίζουν την εκτίμηση αυτή σε ένα κοκτέιλ κινδύνων, το οποίο συμπεριλαμβάνει από την πορεία των τιμών του φυσικού αέριου και των δικαιωμάτων CO2, μέχρι τον κίνδυνο νέας αύξησης στα ούτως ή άλλως υψηλά επιτόκια δανεισμού.
Τι θα σήμαιναν όλα αυτά στην πράξη; Αν διατηρηθούν τα σημερινά δεδομένα, τα νέα τιμολόγια ρεύματος που θα κάνουν την εμφάνιση τους από το νέο έτος, θα είναι αυξημένα τουλάχιστον 15%, λέει άνθρωπος με γνώση της κατάστασης, ποσοστό από το οποίο οι εταιρείες δεν θα μπορούσαν να απορροφήσουν παρά το πολύ 3-4%.
Τα μηνύματα δεν είναι καλά, όπως δείχνει η ελληνική αγορά χονδρεμπορικής στο ρεύμα με αύξηση… 80% μέσα σε ένα τριήμερο. Την Κυριακή η τιμή βρίσκονταν στα 93,49 ευρώ, χθες πήγε στα 127,75 ευρώ και σήμερα έφτασε στα 168,43 ευρώ. Το πάνω χέρι στο ενεργειακό μείγμα έχει το φυσικό αέριο (43,35%), και ακολουθούν από απόσταση οι ΑΠΕ (21,37%).
Το θέμα όμως είναι ότι οι τιμές αυτές δεν έχουν ενσωματώσει την εκτίναξη του φυσικού αερίου τον Οκτώβριο στα 56 ευρώ, καθώς η ελληνική χονδρεμπορική αγορά ρεύματος έχει την ιδιαιτερότητα να δουλεύει με τιμές αέριου του προηγούμενου μήνα. Τι τιμές χονδρικής θα δούμε τον Νοέμβριο, εφόσον διατηρηθούν οι τρέχουσες τάσεις; Και όλα αυτά συμβαίνουν, όταν από τον Ιανουάριο επανέρχεται η «κανονικότητα» στα τιμολόγια, τα οποία θα απεικονίζουν τις αυξομειώσεις στα χρηματιστήρια, αφού τελειώνει ο μηχανισμός επιδοτήσεων, και θα συνοδεύονται από διαφόρων ειδών ρήτρες αναπροσαρμογής.
Ο πρώτος ανατιμητικός παράγοντας είναι επομένως το φυσικό αέριο, με αυξήσεις 30%-35% στο πρώτο 15νθημερο του Οκτωβρίου. Και ναι μεν οι τιμές δεν βρίσκονται στα διαστημικά περυσινά επίπεδα, ωστόσο φαίνεται να έχουν εγκαταλείψει οριστικά τα επίπεδα των 30 ευρώ στα οποία είχαν πέσει αρχές του μήνα. Επειτα από μια εκτίναξη στα 56 ευρώ, έχουν μειωθεί χθες στα 48 ευρώ / MWh, τα οποία συντηρούν δύο συνδεόμενα μεταξύ τους μέτωπα, της Μ.Ανατολής και του Βορρά.
Εκτός από το risk premium λόγω του πολέμου στη Μ.Ανατολή, έχουμε ήδη γεγονότα που διαταράσσουν τη τροφοδοσία, με πρώτη χρονικά τη διακοπή λειτουργίας του κοιτάσματος Ταμάρ στο Ισραήλ, μέσω του οποίου εξάγονται ποσότητες στην Αίγυπτο, οι οποίες μετατρέπονται σε LNG και εξάγονται στην Ευρώπη. Κυρίως όμως είναι το μέτωπο του Βορρά που έσπρωξε προς τα πάνω τις τιμές και η δολιοφθορά στον αγωγό φυσικού αερίου και στο καλώδιο τηλεπικοινωνιών μεταξύ Εσθονίας - Φινλανδίας στην Βαλτική, όπου παρά τις διαψεύσεις της Μόσχας, οι υποψίες πέφτουν πάνω της.
Εδώ, οι αγορές τιμολογούν τον κίνδυνο ως προς την ασφάλεια των ευρωπαικών υποδομών. Κυρίως όμως, το πρόβλημα με την αγορά φυσικού αέριου είναι ότι σε αντίθεση με εκείνη του πετρελαίου, αυτή είναι «σφιχτή». Καθώς παρά την μεγάλη αύξηση εισαγωγών φυσικού αερίου και LNG από Νορβηγία, ΗΠΑ και αλλες χώρες, η ευρωπαική αγορά δεν έχει το απαραίτητο επιπλέον capacity για να αντιμετωπίσει τυχόν έκτακτες σοβαρές καταστάσεις, όπως έναν ενδεχομένως κρύο χειμώνα σε συνδυασμό με κάποια διαταραχή τροφοδοσίας.
Δεύτερη ανατιμητική πτυχή, οι ρύποι. Η τιμή στα δικαιώματα CO2 ξεπέρασε την περασμένη εβδομάδα τα 90 ευρώ / τόνο για να υποχωρήσει χθες στα 87,5 ευρώ. Και μπορεί η τιμή να είναι αρκετά χαμηλότερη από τα 103 ευρώ του Μαρτίου, ωστόσο παραμένει 500% υψηλότερη απ’ ότι προ κρίσης. Επίσης είναι σταθερά ψηλά, όπως και το 2022, επιβαρύνοντας σταθερά την εξίσωση για τον λιγνίτη. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα αναλυτών του Reuters, οι τιμές στα δικαιώματα προβλέπεται να διαμορφωθούν μεσοσταθμικά στα 83,55 ευρώ το 2024, στα 88,95 ευρώ το 2025 και στα 102,97 ευρώ το 2026.
Τρίτη και τελευταία πτυχή, αλλά μείζονος σημασίας, τα επιτόκια. «Δεν πρέπει να το παρακάνουμε με την περιοριστική νομισματική πολιτική. Διαφορετικά, υπάρχουν κίνδυνοι και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ανησυχώ πολύ για το φαινόμενο χιονοστιβάδας», είχε πει τον Σεπτέμβριο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμώντας ότι ο κύκλος ανόδου των επιτοκίων έχει ολοκληρωθεί. Δεν μπορούσε να φανταστεί φυσικά ότι στη Μ.Ανατολή θα ξέσπαγε πόλεμος. Πριν από μερικές όμως μέρες, σε συνέχεια των φόβων για αναζοπύρωση του πληθωρισμού λόγω Μ.Ανατολής, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε θα αυξήσουμε και πάλι τα επιτόκια, εάν χρειαστεί.
Τυχόν αναζωπύρωση του πληθωρισμού, μέσα από παράγοντες, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα, θα ανάγκαζαν την ΕΚΤ να προχωρήσει σε νέα αύξηση του κόστους δανεισμού. Αν όμως τα επιτόκια αυξηθούν περαιτέρω, αυτό θα οδηγούσε σε επιδείνωση της ρευστότητας και για το χώρο της ενέργειας, με τις επιχειρήσεις να προσμετρούν ήδη στα τιμολόγια που ετοιμάζονται να λανσάρουν τον Ιανουάριο και αυτό τον κίνδυνο.