του Χάρη Φλουδόπουλου
Παρά το γεγονός ότι η χονδρική του ρεύματος κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα τον μήνα Απρίλιο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν η μείωση αυτή θα περάσει στους καταναλωτές μέσω των πράσινων τιμολογίων που θα ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα για τον Μάιο. Και αυτό διότι όπως συνέβη και με τα τιμολόγια του Απριλίου, έτσι και για τα τιμολόγια του Μαΐου οι προμηθευτές καλούνται να πληρώσουν το επιπλέον καπέλο για τις ρευματοκλοπές και τις απώλειες του δικτύου του 2021 και του 2022, που είναι σημαντικά αυξημένες σε σχέση με τους αρχικούς υπολογισμούς του ΔΕΔΔΗΕ. Το κόστος αυτό αναμένεται να μετακυληθεί στους καταναλωτές εξανεμίζοντας το όποιο όφελος καταγράφεται στη χονδρεμπορική αγορά.
Πιο συγκεκριμένα, ο μέσος όρος της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος για τον μήνα Απρίλιο βρίσκεται μέχρι στιγμής σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία ο μέσος όρος της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος τον Απρίλιο διαμορφώνεται στα 57,16 ευρώ/MWh περίπου 10 ευρώ χαμηλότερα από το κόστος της χονδρικής αγοράς τον μήνα Μάρτιο.
Ωστόσο παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο εάν η σημαντική αυτή μείωση που φτάνει σε ποσοστό το 15% θα περάσει στις λιανικές τιμές των πράσινων τιμολογίων που θα ανακοινωθούν από τους προμηθευτές την 1η Μαΐου όπως συμβαίνει κάθε μήνα. Υπενθυμίζεται ότι κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και με τα τιμολόγια του μήνα Απρίλιου: ενώ δηλαδή η τιμή χονδρικής του Μαρτίου ήταν αισθητά χαμηλότερη από τον Φεβρουάριο (67,5 ευρώ/MWh έναντι 73,61 ευρώ/MWh) εντούτοις οι τιμές που ανακοινώθηκαν από τους παρόχους ήταν σταθερές ή λίγο αυξημένες. Αιτία για την αύξηση αυτή ήταν το καπέλο ύψους 500 έως 600 εκατ. ευρώ που καλούνται να πληρώσουν οι εταιρείες προμήθειας προς το ΔΕΔΔΗΕ για τις ρευματοκλοπές και τις τεχνικές απώλειες του δικτύου για το έτος 2021. Προκειμένου να καλυφθεί το κόστος αυτό, οι προμηθευτές μετακύλησαν στους καταναλωτές τα επιπλέον ποσά με αποτέλεσμα αντί για μειώσεις να έχουμε αυξήσεις.
Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τα τιμολόγια του Μαΐου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λογαριασμοί που καλούνται να πληρώσουν οι προμηθευτές μεταφράζονται σε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για κάθε εταιρεία. Οι λογαριασμοί αυτοί αφορούν σε προηγούμενα έτη (σύντομα αναμένεται να φτάσουν και τα ποσά για το 2022) καθώς ο ΔΕΔΔΗΕ χρειάστηκε πάνω από δύο χρόνια για να κάνει εκκαθάριση του σχετικού κόστους.
Γιατί προκύπτει επιπλέον κόστος που ουσιαστικά μετακυλίεται στους καταναλωτές; Επί της ουσίας πρόκειται για τον περίφημο συντελεστή κανονικοποίησης (normalisation factor) που υπολογίζει το δείκτη απωλειών και ρευματοκλοπών και ο οποίος είχε αρχικά υπολογιστεί στο 13%. Ωστόσο βάσει των τελευταίων αλλαγών στη νομοθεσία από το 2017 δίνεται η δυνατότητα στο ΔΕΔΔΗΕ να βάλει έναν πολλαπλασιαστή πάνω στο ποσοστό που είχε προβλέψει (13%) ώστε εφόσον διαπιστώνει ότι το ποσό είναι μεγαλύτερο να εισπράξει αναδρομικά τα επιπλέον ποσά. Για το έτος 2021 το ποσοστό των ρευματοκλοπών και των τεχνικών απωλειών υπολογίστηκε σε 18% που είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο. Αυτό το υψηλό ποσοστό των τεχνικών απωλειών καλούνται να επωμιστούν οι καταναλωτές με αποτέλεσμα να εξανεμίζονται τα οφέλη από τη μείωση των τιμών χονδρικής του ρεύματος.
Υπενθυμίζεται τέλος ότι τον Απρίλιο τα πράσινα τιμολόγια που ανακοινώθηκαν διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στα 11,29 λεπτά/KWh με τις τιμές να ξεκινούν από τα 9,06 λεπτά/KWh και να φτάνουν μέχρι τα 14,8 λεπτά/KWh. Αντίστοιχα ότι το Μάρτιο ο μέσος όρος των πράσινων τιμολογίων ήταν στα 10,6 λεπτά/KWh, ενώ το Φεβρουάριο ο μέσος όρος ήταν στα 13,3 λεπτά/KWh. ρευματοκλοπές και απώλειες δικτύου.
(αναδημοσίευση από capital.gr)