Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Ανδρέα Βορύλλα (NIKH): Η κυβέρνηση κάνει τα «στραβά» μάτια στα υπερκέρδη των ενεργειακών εταιρειών για το 2023

 

Η κυβέρνηση κάνει τα «στραβά» μάτια στα υπερκέρδη των ενεργειακών εταιρειών για το 2023

Του Ανδρέα Βορύλλα, βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών της ΝΙΚΗΣ

Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η χώρα μας αλλά και το σύνολο σχεδόν των χωρών μελών της Ένωσης βρέθηκαν αντιμέτωπες με σοβαρές αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, οι οποίες προκάλεσαν αλυσιδωτά αυξήσεις σε όλους τους τομείς της καθημερινότητάς μας και κυρίως στο κόστος διατροφής.

Μπροστά σ’ αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, κρίθηκε σκόπιμο να αναληφθεί δράση με τη θέσπιση έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης για τις εταιρείες με δραστηριότητες στους τομείς του αργού πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του γαιάνθρακα και των διυλιστηρίων.

Στο στόχαστρο φορολογικών αρχών και κυβερνήσεων βρίσκονται τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων που κατέγραψαν πρωτοφανή κερδοφορία την τελευταία διετία 2022 – 2023 λόγω της ενεργειακής κρίσης, του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού, αλλά και της «απληστίας» τους. Ας δούμε τι επικράτησε στις χώρες μέλη της Ενώσης.

Από τις ενεργειακές εταιρείες, που βρέθηκαν πρώτες στο στόχαστρο όταν συγκέντρωναν δυσθεώρητα κέρδη εν τω μέσω της ενεργειακής κρίσης, τις τράπεζες που φορολόγησε η Ιταλία, η Τσεχία, η Λιθουανία, η Ισπανία και η Λετονία, μέχρι τις βιομηχανίες τροφίμων στην Πορτογαλία και το σύνολο των επιχειρήσεων στις βαλκανικές χώρες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φορολογούν τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων για το 2022 και το 2023.

Η τάση επεκτείνεται, όμως, πολύ πέραν του ένοχου κλάδου των ενεργειακών και των τραπεζών και σταδιακά σε όλο το φάσμα των επιχειρήσεων. Η Ουγγαρία έχει επιβάλει φόρο υπερκερδών όχι μόνο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και στις ασφαλιστικές και στις φαρμακοβιομηχανίες. Η Πορτογαλία επέβαλε φόρο 33% στους διανομείς τροφίμων με μεγάλα κέρδη για το 2022 και το 2023, ενώ πιο δυναμικές αποδεικνύονται στο θέμα οι κυβερνήσεις των βαλκανικών χωρών.

Ας δούμε τι έγινε στην Ελλάδα, σχετικά με την φορολόγηση των υπερκερδών.

Η μεταφορά του Κανονισμού στην εθνική νομοθεσία, έγινε με την λογική να προστατευθούν τα υπερκέρδη των μεγάλων ενεργειακών ομίλων, κάτι που γίνεται κατανοητό πολύ εύκολα στον μέσο πολίτη για δύο λόγους:

  • Ο Κανονισμός 2022/1854 ξεκάθαρα ορίζει ότι έκτακτη συνεισφορά αλληλεγγύης θα μπορεί να εφαρμοστεί για τα έτη 2022 και 2023. Ωστόσο με την εθνική νομοθεσία μας περιορίστηκε μόνο στο 2022, αφήνοντας αφορολόγητα τα υπερκέρδη του 2023.
  • Ο Κανονισμός 2022/1854ορίζει ότι το ποσοστό που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της προσωρινής συνεισφοράς αλληλεγγύης είναι τουλάχιστον το 33 %. Ωστόσο με την εθνική νομοθεσία μας ορίσαμε συντελεστή το 33%, ο οποίος ήταν ο ελάχιστος, όταν άλλες χώρες όρισαν πολύ υψηλότερους συντελεστές ως 90%.      

Πριν μερικές μέρες ο Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Χάρης Θεοχάρης, απαντώντας σε ερώτηση γιατί δεν θα φορολογηθούν τα υπερκέρδη των διυλιστηρίων για το οικονομικό έτος 2023, ισχυρίστηκε ότι ο Κανονισμός προβλέπει τη φορολόγηση υπερκερδών, μόνο όταν ορίζονται ως τέτοια συγκρινόμενα  με τα προηγούμενα έτη. Και άρα, βάσει αυτού του τεχνάσματος, η σύγκριση των κερδών για το 2023 με το 2022, που ήταν η χρονιά με πρωτοφανή υπερκέρδη, θα είναι λιγότερα και άρα, δεν πρέπει να φορολογηθούν! 

Αυτό που ανάφερε ο κ. Υπουργός δεν είναι αληθές, στον Κανονισμό ορίζεται ως βάση υπολογισμού των υπερκερδών η σύγκριση με τον μέσο όρο των φορολογητέων κερδών των χρήσεων 2018 ως 2021. Η σύγκριση του τι έκαναν άλλες χώρες της Ένωσης και του τι έκανε η Ελλάδα σχετικά με την φορολόγηση των υπερκερδών, είναι αποκαλυπτική, συμπερασματικά η κυβέρνηση δεν θέλησε να ενοχλήσει τα εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα, υιοθέτησε τα ελάχιστα δυνατά μέτρα που προέβλεπε ο Κανονισμός  και μάλιστα μόνο για το 2022.

Έστω και σήμερα η κυβέρνηση οφείλει να νομοθετήσει την φορολόγηση των υπερκερδών των μεγάλων ενεργειακών ομίλων και για τη χρήση 2023, με παράλληλη αύξηση του εφαρμοστέου συντελεστή τουλάχιστον στο 50%. Επίσης θα πρέπει να επεκταθεί η φορολόγηση των υπερκερδών στις τράπεζες και στις εταιρείες παραγωγής και διανομής τροφίμων, κάτι που συνέβη όπως αναφέραμε παραπάνω σε αρκετές χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τα έτη 2022 και 2023.