Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Γιατί φοβίζουν οι επί 9 ώρες μηδενικές τιμές στο ρεύμα

 

Μηδενικές τιμές ρεύματος για εννιά συνεχόμενες ώρες, τις περισσότερες στην Ιστορία του, κατέγραψε χθες το ελληνικό σύστημα, μια εικόνα που παραπέμπει στα όσα βιώνει εδώ και καιρό ο ευρωπαϊκός Βορράς. Τι προκάλεσε τη βουτιά των τιμών; 

Το γεγονός ότι οι ΑΠΕ, που έχουν σχεδόν μηδενικό κόστος λειτουργίας, συμμετείχαν με πάνω από 50% στο ενεργειακό μείγμα, και για εννιά ώρες η ζήτηση στην Ελλάδα καλύπτονταν σχεδόν αποκλειστικά από αιολικά λόγω των ισχυρών ανέμων.

Και; Δεν είναι καλό αυτό; Όχι, γιατί η υπερπαραγωγή ΑΠΕ που αγγίζουν πλέον τα 12 GW, σε συνδυασμό με την παγιωμένη κατανάλωση που στην αιχμή δεν ξεπερνά τα 10 GW, τις φτωχές διεθνείς διασυνδέσεις 2,5 GW που εμποδίζουν μαζικές εξαγωγές και την απουσία ενός εκτεταμένου δικτύου αποθήκευσης και μπαταριών, σημαίνουν σε απλά μαθηματικά, περικοπές της πράσινης ενέργειας που δεν μπορεί να απορροφηθεί από το σύστημα. Χθες, πετάχτηκε στα «σκουπίδια», για καμιά ώρα, ενέργεια ίση με 60 μεγαβάτ φωτοβολταϊκών και 200 μεγαβάτ αιολικών. Αν δεν είχε μπει το κρύο και η ζήτηση ήταν χαμηλότερη, οι περικοπές θα ήταν πολλαπλάσιες.

Είναι η άλλη όψη της πράσινης μετάβασης, μια νέα πραγματικότητα που κοστίζει εκατομμύρια σε επενδυτές, οικονομία και καταναλωτές, αφού, εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ, άρα την ταχύτερη πτώση των τιμών για τον καταναλωτή και εξηγεί γιατί δεν είναι όλα ρόδινα. Το πρόβλημα θα διογκώνεται μέχρι να εγκαταστήσουμε μαζικά συστήματα αποθήκευσης, που θα αποθηκεύουν την περίσσεια ενέργεια και θα την καταναλώνουμε όταν τη χρειαζόμαστε. Η κάλυψη της χώρας όμως με μπαταρίες θα αργήσει. «Μόνο για να καλυφθεί το λεκανοπέδιο Αττικής, θα πρέπει να περάσουν 15-20 χρόνια», είχε εκτιμήσει προ μηνών ο Ευάγγελος Μυτιληναίος.

Και πως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στον ευρωπαϊκό Βορρά; Και εκεί έχει χτυπήσει καμπανάκι κι εκεί υπάρχει πρόβλημα πράσινης υπερπαραγωγής, κάτι που φαίνεται από τη συχνότητα των περικοπών φορτίων ΑΠΕ για να διατηρηθεί η ευστάθεια του συστήματος. Με τη διαφορά ότι στον Βορρά οι διεθνείς διασυνδέσεις είναι πολύ περισσότερες και ισχυρότερες απ’ ότι αυτές που έχουμε και σχεδιάζουμε με τα Βαλκάνια και την Ιταλία, γι' αυτό και ο διάδρομος Νότου - Βορρά προς τη Γερμανία είναι ζήτημα υπαρξιακό για εμάς. Την περίσσεια πράσινη ενέργεια οι Γερμανοί, οι Δανοί και οι Ολλανδοί μπορούν σε μεγάλο βαθμό να την εξάγουν, αντί να την πετούν όπως εμείς.

Στην πράξη όσο θα προχωράμε στην καρδιά της πράσινης μετάβασης θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, τα λάθη και τις αντιφάσεις που η ίδια δημιούργησε. Τέτοια εποχή πέρυσι, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πάσχιζαν μέσα από συντονισμένες καμπάνιες να πείσουν τους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωση για να συγκρατήσουν τις τιμές. Τώρα βρίσκονται αντιμέτωπες με υπερπαραγωγή πράσινης ενέργειας και αναζητούν πώς θα την περιορίσουν.

Πέρυσι, πληρώσαμε τον λογαριασμό της μεγάλης μας εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Σήμερα πληρώνουμε τον κακό σχεδιασμό και την απουσία χρονικής ταύτισης ανάμεσα στη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και εκείνη των συστημάτων αποθήκευσης. Σαν να πηγαίνουμε από το ένα άκρο στο άλλο.

Και ποια μπορεί να είναι η λύση στη σπαζοκεφαλιά της πράσινης ανάπτυξης; Οι περικοπές σε μέρες με πολύ ήλιο, άνεμο και χαμηλή ζήτηση, είναι μονόδρομος για την ευστάθεια του συστήματος, αυτό δε συζητείται. Απλώς, όσο απελευθερώνεται ηλεκτρικός χώρος, τόσο αυτές μπορεί να συγκρατώνται σε λογικά επίπεδα.

Σήμερα η εγκατεστημένη ισχύς από ΑΠΕ στην Ελλάδα είναι 12 GW, το δίκτυο χωράει 18 GW, και τα έργα με όρους σύνδεσης στην «ουρά» που περιμένουν να μπουν μέσα, φτάνουν τα 16 GW. Σύνολο, 28 GW, όσο περίπου και ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος το 2030, μετά και τις αναμενόμενες επενδύσεις στο δίκτυα. Εξ αυτών πολλά δεν έχουν καμία πιθανότητα υλοποίησης, δεν πρόκειται να χρηματοδοτηθούν χρηματοδότησης, απλώς οι δήθεν «επενδυτές» δεσμεύουν ηλεκτρικό χώρο, εμποδίζοντας έτσι να προχωρήσουν άλλες υγιείς επενδύσεις.

Επομένως; Είτε η πράσινη παραγωγή θα συνεχίζει να κόβεται με αλματώδεις ρυθμούς, είτε θα γεννηθεί νέος ηλεκτρικός χώρος. Και πως θα γίνει αυτό; Δίνοντας προτεραιότητα στα έργα ΑΠΕ με «μπαταρία πίσω από το μετρητή», όπως το σχέδιο για νέους διαγωνισμούς ισχύος 2 GW, που προωθεί ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θ. Σκυλακάκης, με την πρώτη δημοπρασία να τοποθετείται το Φεβρουάριο και να αφορά 200-300 MW. Διότι ένα τέτοιο έργο με μπαταρία «behind the meter» καταλαμβάνει μικρότερο ηλεκτρικό χώρο από την εγκατεστημένη ισχύ του.

Αν, για παράδειγμα, ένα φωτοβολταϊκό ισχύος 50 MW συνοδεύεται από μία μπαταρία διάρκειας 1 ώρας, τότε αντί για 50 MW, δεσμεύει μόνο το 50% του ηλεκτρικού χώρου. Αντίστοιχα, τα έργα 2 GW θα «καταλάβουν» δυναμικότητα μόνο 1 GW, εξοικονομώντας ηλεκτρικό χώρο 1 GW, προκειμένου σε αυτόν να συνδεθούν νέα έργα. Εννοείται ότι αρκετοί από τους «επενδυτές» που δεσμεύουν εδώ και χρόνια χώρο προκειμένου να πουλήσουν τις άδειες αντί να κάνουν επενδύσεις, θα μείνουν εκτός παιχνιδιού. Δεν μπορούν όλοι να μείνουν ικανοποιημένοι.

Επιλύεται το πρόβλημα των μηδενικών τιμών, της υπερπαραγωγής και των περικοπών, με την αύξηση του ηλεκτρικού χώρου; Όχι, απλώς περιορίζεται. Το πρόβλημα θα βρίσκεται συνεχώς μπροστά μας. Ουδέποτε μέχρι σήμερα στην Ιστορία του το ελληνικό σύστημα δεν είχε μηδενικές τιμές ρεύματος για εννέα συνεχόμενες ώρες, όπως χθες. Είχε ξανασυμβεί τον Μάιο αλλά για έξι ώρες. Εξάλλου οι μεγάλοι όγκοι ΑΠΕ που χρειάζεται η βιομηχανία για την κάλυψη των αναγκών της καθιστούν ακόμη πιο σύνθετη την κατάσταση. Και ίσως για αυτό, η Ελλάδα χρειάζεται ένα πιο ισορροπημένο μείγμα, με λιγότερα φωτοβολταϊκά και περισσότερα αιολικά. 

Σύμφωνα με μια ερμηνεία, η συνέχιση της ένταξης φωτοβολταικών με τον σημερινό ρυθμό στο σύστημα, μεταφράζεται σε πάρα πολύ υψηλές περικοπές και μηδενικές (ή σχεδόν μηδενικές) τιμές μόνο τα μεσημέρια και όχι τις υπόλοιπες ώρες. Ως αποτέλεσμα οι επενδύσεις αυτές δε θα είναι βιώσιμες (αφού θα έχουν πάρα πολλές περικοπές, δηλαδή θα υποπαράγουν ή θα έχουν για πάρα πολλές ώρες μηδενική τιμή) και θα χρειαστούμε ακόμη περισσότερα συστήματα αποθήκευσης από τα αναγκαία. Το στοίχημα είναι η παραγωγή φθηνών ΑΠΕ όλο το 24ωρο, πρωί και βράδυ, ώστε η πτώση στην τιμή του ρεύματος να είναι σταθερή και μόνιμη.