«Τίτλοι τέλους» έπεσαν χθες σε ένα από τα μακροβιότερα «ανοιχτά μέτωπα» της ΔΕΗ και της ελληνικής ενεργειακής αγοράς.
«Τίτλοι τέλους» έπεσαν χθες σε ένα από τα μακροβιότερα «ανοιχτά μέτωπα» της ΔΕΗ και της ελληνικής ενεργειακής αγοράς και μάλιστα σε ένα με ισχυρό συμβολισμό για την Επιχείρηση, στο μέτρο που παρέπεμπε στο….λιγνιτικό της παρελθόν, από το οποίo προσπαθεί να απογαλακτιστεί.
Ο λόγος για το λεγόμενο «antitrust case», που αναφέρεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 2008 που καταδίκασε την Ελλάδα για την μονοπωλιακή θέση της ΔΕΗ στη λιγνιτική παραγωγή, απαιτώντας την λήψη μέτρων για την άρση της προς όφελος του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά ενέργειας.
Χθες -και 15 χρόνια αργότερα από την έναρξη της υπόθεσης- η ΔΕΗ ανακοίνωσε την διάθεση -μέσω προθεσμιακών προϊόντων- των τελευταίων «πακέτων» λιγνιτικής παραγωγής που προβλέπονταν στις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Επιχείρηση προς την ελληνική κυβέρνηση και η τελευταία προς την Κομισιόν (market commitments). H σχετική συμφωνία συνήφθη το 2021, αφορούσε στην περίοδο 2021-2023 και πλέον ολοκληρώθηκε.
Τα market commitments ήταν ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των πρωτοβουλιών που είχαν πάρει διάφορες κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια για να συμμορφωθεί η Ελλάδα με την καταδικαστική απόφαση: Μεταξύ αυτών η απόφαση για τη «μικρή ΔΕΗ» της κυβέρνησης Σαμαρά (απόσχιση μέρους των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ συμπεριλαμβανομένων και λιγνιτικών μονάδων και πώλησή της σε ιδιώτες), η οποία ήταν από τις πρώτες που ανετράπησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 με την άνοδό του στην εξουσία. Ακολούθησαν οι περιβόητες «δημοπρασίες ΝΟΜΕ» την περίοδο 2016-2019, δια των οποίων η ΔΕΗ υποχρεούνταν να πωλεί μέρος της παραγωγής της σε τιμές κάτω του κόστους στους ανταγωνιστές της και ήταν ένας από τους παράγοντες που την οδήγησαν στο χείλος της χρεοκοπίας το 2019. Πέραν των ΝΟΜΕ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε ανεπιτυχώς (την περίοδο 2017-2018) να πωλήσει δυο λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, την Μελίτη και τη Μεγαλόπολη, για τις οποίες όμως δεν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον. Έτσι, η μεν πώληση των δυο μονάδων ναυάγησε, τα δε ΝΟΜΕ καταργήθηκαν το καλοκαίρι του 2019 με απόφαση του τότε ΥΠΕΝ Κωστή Χατζηδάκη -στο πλαίσιο του πακέτου μέτρων που ελήφθησαν για τη διάσωση της ΔΕΗ- με τις Βρυξέλλες να επανέρχονται και να ζητούν «αντισταθμιστικά μέτρα» για να θεραπευθεί η μονοπωλιακή θέση της ΔΕΗ στον λιγνίτη, ο οποίος βεβαίως στα χρόνια που μεσολάβησαν είχε απωλέσει την κυρίαρχη θέση του στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, με την Επιχείρηση -αλλά και την πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη να θέτουν την απολιγνιτοποίηση της ΔΕΗ ως βασική προτεραιότητα της ενεργειακής πολιτικής. Παρόλα αυτά, οι ευρωπαϊκές αρχές εξακολουθούσαν να καταγράφουν το antitrust case ως εκκρεμότητα. Στο πλαίσιο αυτό, ακολούθησαν πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο 2020-2021, απότοκος των οποίων ήταν η συμφωνία για τις πωλήσεις ποσοτήτων «πακέτων» ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στην προθεσμιακή αγορά. Η συμφωνία για τα market commitments εγκρίθηκε από την Κομισιόν τον Οκτώβριο του 2021 με υπουργό ΠΕΝ τον Κώστα Σκρέκα, τέθηκε σε εφαρμογή σε συνέχεια θέσπισης της απαραίτητης νομοθετικής ρύθμισης και ξεκίνησαν οι πωλήσεις των «πακέτων» που ολοκληρώθηκαν τώρα, επί υπουργίας Θόδωρου Σκυλακάκη.
Όπως τόνισε η ΔΕΗ στην ανακοίνωσή της, ο τρόπος διάθεσης των «πακέτων» ηλεκτροπαραγωγής ήταν απολύτως συμβατός με τις βασικές αρχές λειτουργίας της απελευθερωμένης Αγοράς Ενέργειας και η Επιχείρηση υλοποίησε τη διάθεση ακολουθώντας τους κανόνες της αγοράς. Στελέχη ιδιωτικών εταιρειών προμήθειας ηλεκτρισμού από την πλευρά τους σχολίασαν ότι η συντριπτική πλειονότητα των ποσοτήτων διοχετεύθηκε στο εξωτερικό (μέσω της πλατφόρμας προθεσμιακών συμβολαίων του Ευρωπαϊκού Χρηματιστηρίου Ενέργειας ΕΕΧ) και όχι στην προθεσμιακή αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, με αποτέλεσμα να μην προωθηθεί ο ανταγωνισμός στην εγχώρια αγορά προμήθειας, που ήταν ένα από τα βασικά ζητούμενα.
Η ΔΕΗ από την πλευρά της υπογράμμισε ότι έχει συμμορφωθεί πλήρως με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις δεσμεύσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την Κομισιόν και υπενθυμίζει εμφατικά ότι η στρατηγική της για την ηλεκτροπαραγωγή επικεντρώνεται εδώ και αρκετά χρόνια στις καθαρές πηγές ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΔΕΗ αυξάνει συνεχώς τις επενδύσεις της σε ΑΠΕ, κυρίως φωτοβολταϊκούς και αιολικούς σταθμούς που κάνουν πιο «πράσινο» το ενεργειακό της μείγμα. Στο τέλος του 2023, η ΔΕΗ θα έχει εγκατεστημένη ισχύ 1 GW από ΑΠΕ (από σχεδόν μηδέν το 2019), με στόχο το 2026 να φτάσει τα 5 GW. Αυτή τη στιγμή κατασκευάζονται υπερσύγχρονα φωτοβολταϊκά πάρκα σε δυτική Μακεδονία και Πελοπόννησο που σταδιακά θα αντικαταστήσουν τις λιγνιτικές μονάδες, ενώ ήδη την περίοδο 2019-2022 η εταιρεία έχει μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 36%.