Μπορεί σε βάθος χρόνου, μια χώρα με τα προβλήματα αλλά και την
εξάρτηση που έχει από ενεργειακές εισαγωγές, να αποκτήσει ένα πιο καθαρό
ενεργειακό μείγμα και να εξαλείψει τον άνθρακα από το ενεργειακό της
ισοζύγιο;
Στο – όχι πολύ μακρινό – παρελθόν οι άναρχες και σπασμωδικές "πράσινες" ενεργειακές επαναστάσεις είχαν ακριβό τίμημα, όχι γιατί δεν είναι ευκταία και αναγκαία η μετάβαση σε πιο καθαρές τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής ή γιατί δεν αποτελούν ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας μας, αλλά γιατί δεν υπήρξε σωστός σχεδιασμός, το σύστημα επιβαρύνθηκε για τα επόμενα χρόνια με ακριβές
τεχνολογίες πριν την ωρίμανσή τους με αποτέλεσμα να βρεθούμε εν μέσω κρίσης να καλούμαστε να διαχειριστούμε υπέρογκες αυξήσεις στα κόστη και τεράστιες υποχρεώσεις πληρωμών.
Αυτό είναι φανερό τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για την ελληνική βιομηχανία, η οποία δέχθηκε από την περασμένη δεκαετία αλλεπάλληλα πλήγματα στην ανταγωνιστικότητά της.
Προ ημερών παρουσιάστηκε από την WWF η πρόταση της περιβαλλοντικής οργάνωσης για το μακροχρόνιο σχεδιασμό του ενεργειακού συστήματος της Ελλάδας, η οποία από κάθε άποψη παρουσιάζει ενδιαφέρον και μπορεί να συνεισφέρει στο δημόσιο διάλογο για το ενεργειακό αύριο της χώρας. Η μελέτη εκπονήθηκε από ομάδα μελετητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συνεισέφεραν σε αυτή στελέχη της WWF.
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή του λιγνίτη μπορεί να περιοριστεί σημαντικά σε ένα ποσοστό της τάξης μόλις του 6% μέχρι το 2040, με ταυτόχρονο υπερτριπλασιασμό της συμμετοχής των ΑΠΕ και των τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας.
Μάλιστα οι συγγραφείς της μελέτης τεκμαίρονται ότι ο δραστικός περιορισμός της συμμετοχής του λιγνίτη, είναι η πλέον οικονομικά και κοστολογικά συμφέρουσα επιλογή.
Ωστόσο για να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντρέξουν συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις, με βασικότερη τη δραστική αύξηση των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Θα πρέπει δηλαδή να συμβεί αυτό που δε συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, όταν διαψεύστηκαν όλες οι προβλέψεις και εκτιμήσεις για εκτίναξη του κόστους των ρύπων.
Μια ακόμη μεταβλητή της συνάρτησης που προτείνει η WWF αφορά στην κάλυψη σημαντικού μέρους των αναγκών βάσης του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος από μονάδες φυσικού αερίου.
Και βέβαια για να προχωρήσει το μοντέλο που προτείνεται από WWF και Αστεροσκοπείο απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υλοποιηθούν νέες επενδύσεις σε έργα αποθήκευσης ενέργειας, κυρίως αντλησιοταμιευτήρες, που μπορούν να "στοκάρουν” ηλεκτρική ενέργεια, η οποία παράγεται από αιολικά πάρκα σε ώρες που δεν υπάρχει ανάγκη στο σύστημα. Στο χαμηλότερο σενάριο θα χρειαστούν 1450MW ενώ στο υψηλότερο 3500MW αντλησιοταμίευσης μέχρι το 2050. Τα συνολικά κόστη και οι ανάγκες για την υλοποίηση των σεναρίων απεξάρτησης από το λιγνίτη ξεκινούν από τα 23 δις και φτάνουν μέχρι τα 33 δις ευρώ για το ίδιο διάστημα, δηλαδή πρέπει να επενδύεται κάθε χρόνο πάνω από 1 δις ευρώ.
Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα;
Η μελέτη του WWF μελετά τις δυνατότητες μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την ηλεκτροπαραγωγή με δύο χρονικούς ορίζοντες το 2015 και το 2050 και 5 διαφορετικά σενάρια.
Στα 2 από τα 5 σενάρια ο λιγνίτης συνεχίζει να έχει κυρίαρχο ρόλο στο ενεργειακό μείγμα, ενώ το ένα σενάριο περιλαμβάνει δύο νέες λιγνιτικές μονάδες (Πτολεμαΐδα 5 που κατασκευάζεται και Μελίτη 2 που περιλαμβάνεται στη διαπραγμάτευση με την Κομισιόν για την πώληση παγίων της ΔΕΗ) αλλά και τις αναβαθμίσεις 3 συγκροτημάτων του Αμύνταιου, της Μεγαλόπολης και του Αγίου Δημητρίου.
Αυτή τη στιγμή είναι και το πιθανότερο σενάριο να υλοποιηθεί στο μέλλον με βάση τα όσα έχουν σχεδιαστεί και συζητούνται στην αγορά ηλεκτρισμού.
Ωστόσο η WWF εξετάζει τρία άλλα σενάρια που υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον. Το πρώτο σενάριο (RES) στηρίζεται στη μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το δεύτερο(ΕΕ) δίνει μεγάλη έμφαση σε πολιτικές αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, ενώ το τρίτο που οδηγεί σε απεξάρτηση από το λιγνίτη (LPO) συνδυάζει στοιχεία από τα σενάριο RES και ΕΕ, καταλήγοντας στην απανθρακοποίηση του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής το 2050.
Προϋποθέσεις
Στα τρία πράσινα σενάρια εκτιμάται ότι ο λιγνίτης μπορεί να περιοριστεί στο 6% το 2035 και να είναι στο 0% το 2050, κάτω από τις εξής προϋποθέσεις:
Υλοποίηση επενδύσεων 33 δισ. (για το λιγνιτικό σενάριο απαιτούνται 23 δισ.)
Απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι συμφέρουσα η στροφή στις ΑΠΕ είναι οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων να εκτιναχθούν άνω των 30 ευρώ ο τόνος. Σήμερα τα δικαιώματα εκπομπής βρίσκονται στα 7,3 ευρώ ενώ από το 2012 δεν έχουν υπερβεί τα 8,65 ευρώ ο τόνος.
Μέχρι το 2050 η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ φτάνει τα 9800 - 10600 MW αιολικών πάρκων και τα 10200 - 11300 MW φωτοβολταικών πάρκων
Μέχρι το 2050 θα πρέπει να μετατραπούν υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ σε αντλησιοταμιευτικά έργα και να κατασκευαστούν νέα αντλησιοταμιευτικά συνολικής ισχύος 3500 MW
Κατασκευή εκτεταμένων διασυνδέσεων των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα και δημιουργία υβριδικών συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής για τα νησιά που θα παραμείνουν απομονωμένα
Οικονομικός αντίκτυπος
Ανάλογα με τα κόστη των καυσίμων αλλά και με τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, όπως προαναφέρθηκε εξαρτάται και η οικονομικότητα του κάθε μοντέλου.
Η ηλεκτρική ενέργεια παραμένει φθηνότερη με λιγνίτη εφόσον οι τιμές των δικαιωμάτων παραμείνουν χαμηλές και δεν επαληθευτούν (όπως συνέβη μέχρι σήμερα) τα σενάρια για αύξηση.
Αντίθετα εάν τελικά οι σχεδιασμοί της ΕΕ και το σύστημα εμπορίας ρύπων λειτουργήσει (ουσιαστικά εάν εφαρμοστεί η συμφωνία του Παρισιού από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ) τότε οδηγούμαστε σε αυξημένα δικαιώματα εκπομπής ρύπων και καθίσταται πιο συμφέρουσα η μετάβαση στο πράσινο μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής.
Ενδεικτικά να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μελέτη με τα δικαιώματα πάνω από τα 30 ευρώ ο τόνος το ανηγμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας είναι κατά 12,1% χαμηλότερο με το σενάριο της αποανθρακοποίησης συγκριτικά με το λιγνιτικό σενάριο.
Αυτή η παραδοχή ωστόσο σε αντίστροφη ανάγνωση σημαίνει ότι χωρίς τα δικαιώματα ρύπων το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη παραμένει σημαντικά χαμηλότερο.
Συνεισφορά ΑΠΕ
Σε όλα τα σενάρια που εξετάζει η μελέτη πάντως, η συνεισφορά των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας υπερτριπλασιάζεται την περίοδο 2005-2035, λόγω της πτώσης κόστους των σχετικών τεχνολογιών αλλά και της αύξησης της χρήσης τους στον κτιριακό τομέα, ενώ τα επόμενα χρόνια, έως το 2050, διατηρείται σταθερή ως ποσοστιαίο μερίδιο. Ο εθνικός στόχος διείσδυσης ΑΠΕ για το 2020 προβλέπεται να επιτευχθεί στα εξεταζόμενα σενάρια, ενώ ο ευρωπαϊκός στόχος του 2030 (27%) επιτυγχάνεται μόνο στα σενάρια RES, EE και LPO. Όσον αφορά το μερίδιο ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρισμού, αυτό διαμορφώνεται σε επίπεδα από 45% (LIG) έως 66% (RES) το 2035 και 47%-70% το 2050 αντίστοιχα.
(του Χάρη Φλουδόπουλου, capital.gr)
Στο – όχι πολύ μακρινό – παρελθόν οι άναρχες και σπασμωδικές "πράσινες" ενεργειακές επαναστάσεις είχαν ακριβό τίμημα, όχι γιατί δεν είναι ευκταία και αναγκαία η μετάβαση σε πιο καθαρές τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής ή γιατί δεν αποτελούν ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας μας, αλλά γιατί δεν υπήρξε σωστός σχεδιασμός, το σύστημα επιβαρύνθηκε για τα επόμενα χρόνια με ακριβές
τεχνολογίες πριν την ωρίμανσή τους με αποτέλεσμα να βρεθούμε εν μέσω κρίσης να καλούμαστε να διαχειριστούμε υπέρογκες αυξήσεις στα κόστη και τεράστιες υποχρεώσεις πληρωμών.
Αυτό είναι φανερό τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για την ελληνική βιομηχανία, η οποία δέχθηκε από την περασμένη δεκαετία αλλεπάλληλα πλήγματα στην ανταγωνιστικότητά της.
Προ ημερών παρουσιάστηκε από την WWF η πρόταση της περιβαλλοντικής οργάνωσης για το μακροχρόνιο σχεδιασμό του ενεργειακού συστήματος της Ελλάδας, η οποία από κάθε άποψη παρουσιάζει ενδιαφέρον και μπορεί να συνεισφέρει στο δημόσιο διάλογο για το ενεργειακό αύριο της χώρας. Η μελέτη εκπονήθηκε από ομάδα μελετητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και συνεισέφεραν σε αυτή στελέχη της WWF.
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή του λιγνίτη μπορεί να περιοριστεί σημαντικά σε ένα ποσοστό της τάξης μόλις του 6% μέχρι το 2040, με ταυτόχρονο υπερτριπλασιασμό της συμμετοχής των ΑΠΕ και των τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας.
Μάλιστα οι συγγραφείς της μελέτης τεκμαίρονται ότι ο δραστικός περιορισμός της συμμετοχής του λιγνίτη, είναι η πλέον οικονομικά και κοστολογικά συμφέρουσα επιλογή.
Ωστόσο για να συμβεί αυτό θα πρέπει να συντρέξουν συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις, με βασικότερη τη δραστική αύξηση των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Θα πρέπει δηλαδή να συμβεί αυτό που δε συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, όταν διαψεύστηκαν όλες οι προβλέψεις και εκτιμήσεις για εκτίναξη του κόστους των ρύπων.
Μια ακόμη μεταβλητή της συνάρτησης που προτείνει η WWF αφορά στην κάλυψη σημαντικού μέρους των αναγκών βάσης του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος από μονάδες φυσικού αερίου.
Και βέβαια για να προχωρήσει το μοντέλο που προτείνεται από WWF και Αστεροσκοπείο απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υλοποιηθούν νέες επενδύσεις σε έργα αποθήκευσης ενέργειας, κυρίως αντλησιοταμιευτήρες, που μπορούν να "στοκάρουν” ηλεκτρική ενέργεια, η οποία παράγεται από αιολικά πάρκα σε ώρες που δεν υπάρχει ανάγκη στο σύστημα. Στο χαμηλότερο σενάριο θα χρειαστούν 1450MW ενώ στο υψηλότερο 3500MW αντλησιοταμίευσης μέχρι το 2050. Τα συνολικά κόστη και οι ανάγκες για την υλοποίηση των σεναρίων απεξάρτησης από το λιγνίτη ξεκινούν από τα 23 δις και φτάνουν μέχρι τα 33 δις ευρώ για το ίδιο διάστημα, δηλαδή πρέπει να επενδύεται κάθε χρόνο πάνω από 1 δις ευρώ.
Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα;
Η μελέτη του WWF μελετά τις δυνατότητες μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την ηλεκτροπαραγωγή με δύο χρονικούς ορίζοντες το 2015 και το 2050 και 5 διαφορετικά σενάρια.
Στα 2 από τα 5 σενάρια ο λιγνίτης συνεχίζει να έχει κυρίαρχο ρόλο στο ενεργειακό μείγμα, ενώ το ένα σενάριο περιλαμβάνει δύο νέες λιγνιτικές μονάδες (Πτολεμαΐδα 5 που κατασκευάζεται και Μελίτη 2 που περιλαμβάνεται στη διαπραγμάτευση με την Κομισιόν για την πώληση παγίων της ΔΕΗ) αλλά και τις αναβαθμίσεις 3 συγκροτημάτων του Αμύνταιου, της Μεγαλόπολης και του Αγίου Δημητρίου.
Αυτή τη στιγμή είναι και το πιθανότερο σενάριο να υλοποιηθεί στο μέλλον με βάση τα όσα έχουν σχεδιαστεί και συζητούνται στην αγορά ηλεκτρισμού.
Ωστόσο η WWF εξετάζει τρία άλλα σενάρια που υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον. Το πρώτο σενάριο (RES) στηρίζεται στη μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το δεύτερο(ΕΕ) δίνει μεγάλη έμφαση σε πολιτικές αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, ενώ το τρίτο που οδηγεί σε απεξάρτηση από το λιγνίτη (LPO) συνδυάζει στοιχεία από τα σενάριο RES και ΕΕ, καταλήγοντας στην απανθρακοποίηση του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής το 2050.
Προϋποθέσεις
Στα τρία πράσινα σενάρια εκτιμάται ότι ο λιγνίτης μπορεί να περιοριστεί στο 6% το 2035 και να είναι στο 0% το 2050, κάτω από τις εξής προϋποθέσεις:
Υλοποίηση επενδύσεων 33 δισ. (για το λιγνιτικό σενάριο απαιτούνται 23 δισ.)
Απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι συμφέρουσα η στροφή στις ΑΠΕ είναι οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων να εκτιναχθούν άνω των 30 ευρώ ο τόνος. Σήμερα τα δικαιώματα εκπομπής βρίσκονται στα 7,3 ευρώ ενώ από το 2012 δεν έχουν υπερβεί τα 8,65 ευρώ ο τόνος.
Μέχρι το 2050 η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ φτάνει τα 9800 - 10600 MW αιολικών πάρκων και τα 10200 - 11300 MW φωτοβολταικών πάρκων
Μέχρι το 2050 θα πρέπει να μετατραπούν υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ σε αντλησιοταμιευτικά έργα και να κατασκευαστούν νέα αντλησιοταμιευτικά συνολικής ισχύος 3500 MW
Κατασκευή εκτεταμένων διασυνδέσεων των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα και δημιουργία υβριδικών συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής για τα νησιά που θα παραμείνουν απομονωμένα
Οικονομικός αντίκτυπος
Ανάλογα με τα κόστη των καυσίμων αλλά και με τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, όπως προαναφέρθηκε εξαρτάται και η οικονομικότητα του κάθε μοντέλου.
Η ηλεκτρική ενέργεια παραμένει φθηνότερη με λιγνίτη εφόσον οι τιμές των δικαιωμάτων παραμείνουν χαμηλές και δεν επαληθευτούν (όπως συνέβη μέχρι σήμερα) τα σενάρια για αύξηση.
Αντίθετα εάν τελικά οι σχεδιασμοί της ΕΕ και το σύστημα εμπορίας ρύπων λειτουργήσει (ουσιαστικά εάν εφαρμοστεί η συμφωνία του Παρισιού από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ) τότε οδηγούμαστε σε αυξημένα δικαιώματα εκπομπής ρύπων και καθίσταται πιο συμφέρουσα η μετάβαση στο πράσινο μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής.
Ενδεικτικά να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μελέτη με τα δικαιώματα πάνω από τα 30 ευρώ ο τόνος το ανηγμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας είναι κατά 12,1% χαμηλότερο με το σενάριο της αποανθρακοποίησης συγκριτικά με το λιγνιτικό σενάριο.
Αυτή η παραδοχή ωστόσο σε αντίστροφη ανάγνωση σημαίνει ότι χωρίς τα δικαιώματα ρύπων το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη παραμένει σημαντικά χαμηλότερο.
Συνεισφορά ΑΠΕ
Σε όλα τα σενάρια που εξετάζει η μελέτη πάντως, η συνεισφορά των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας υπερτριπλασιάζεται την περίοδο 2005-2035, λόγω της πτώσης κόστους των σχετικών τεχνολογιών αλλά και της αύξησης της χρήσης τους στον κτιριακό τομέα, ενώ τα επόμενα χρόνια, έως το 2050, διατηρείται σταθερή ως ποσοστιαίο μερίδιο. Ο εθνικός στόχος διείσδυσης ΑΠΕ για το 2020 προβλέπεται να επιτευχθεί στα εξεταζόμενα σενάρια, ενώ ο ευρωπαϊκός στόχος του 2030 (27%) επιτυγχάνεται μόνο στα σενάρια RES, EE και LPO. Όσον αφορά το μερίδιο ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρισμού, αυτό διαμορφώνεται σε επίπεδα από 45% (LIG) έως 66% (RES) το 2035 και 47%-70% το 2050 αντίστοιχα.
(του Χάρη Φλουδόπουλου, capital.gr)