30 04 2019 | 07:39
Μπορεί
από μια πρώτη άποψη να μοιάζει παράξενο, όμως η εξάρτηση της ΔΕΗ από
τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας είναι όλο και μεγαλύτερη, σε σχέση με
τους ιδιώτες ανταγωνιστές της.
Το
συμπέρασμα αυτό έχει ιδιαίτερο ποιοτικό ενδιαφέρον, καθώς αποτυπώνει
μια πλευρά της συντελούμενης αναμόρφωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας
που συχνά διαφεύγει της προσοχής των περισσότερων.
Διόλου
παράλογο, βέβαια, καθώς οι υποχρεωτική διάθεση ποσοτήτων λιγνιτικής
παραγωγής της ΔΕΗ σε τρίτους μέσω ΝΟΜΕ αφαιρεί από τη ΔΕΗ τη δυνατότητα
να τις διαθέσει η ίδια στην αγορά στις τιμές τις οποίες εκμεταλλεύονται
οι ανταγωνιστές της, την ώρα που ακόμα παραμένει ζωηρή η συζήτηση περί
εξαγωγών των συγκεκριμένων ποσοτήτων.
Με
δεδομένη, όμως, τη σοβαρή υστέρηση που παρουσιάζει η ΔΕΗ στην παραγωγή
ΑΠΕ (αν θεωρηθεί ότι, τουλάχιστον σε επίπεδο αποτύπωσης στοιχείων θα
μπορούσε να αποτελέσει ως ένα βαθμό αντιστάθμισμα), η ΔΕΗ αναγκάζεται να
αναζητά στις εισαγωγές όλο και περισσότερες ποσότητες ηλεκτρικής
ενέργειας προς διάθεση στην εγχώρια αγορά, σε σχέση με τους ανταγωνιστές
της.
Αυτό
αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στα στοιχεία της τελευταίας
τριετίας, αν κανείς υπολογίσει την ποσοστιαία συσχέτιση των ποσοτήτων
ηλεκτρικής ενέργειας που εισάγει η ΔΕΗ ως προς τις εισαγωγές των
ανταγωνιστών της:
(GWh)
|
2018
|
2017
|
2016
|
ΔΕΗ
|
2.407
|
1.901
|
2.011
|
Άλλοι
|
8.817
|
7.180
|
8.956
|
(ΔΕΗ/Άλλοι) %
|
27,3%
|
26,5%
|
22,5%
|
Τα
στοιχεία που αποτυπώνονται στον παραπάνω πίνακα, δείχνουν με σαφήνεια
την τάση που παρατηρείται: σε επίπεδο τριετίας, η αύξηση αγγίζει το 5%.
Είναι,
μάλιστα, χαρακτηριστική η απότομη αύξηση που καταγράφεται για το 2018
στο ποσοστό των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας που κάνει η ΔΕΗ ως προς
την συνολική παραγωγή από τις μονάδες της (λιγνιτικές, φυσικού αερίου,
υδροηλεκτρικά, πετρελαϊκές και ΑΠΕ):
(GWh)
|
2018
|
2017
|
2016
|
Εισαγωγές
|
2.407
|
1.901
|
2.011
|
Παραγωγή
|
31.165
|
32.584
|
30.255
|
(ΔΕΗ/Άλλοι) %
|
7,72%
|
5,83%
|
6,65%
|
Είναι
αναμφίβολο ότι η αύξηση σχεδόν 2% που καταγράφεται για το 2018
οφείλεται κατά μείζονα λόγο στην παγίωση των αποτελεσμάτων της εφαρμογής
των ΝΟΜΕ.