Κατά τις ανακοινώσεις που έγιναν για τον εθνικό
ενεργειακό σχεδιασμό, το ΥΠΕΝ ήταν σαφές σε σχέση με την κατανομή της
μικρής λιγνιτικής ισχύος, που προβλέπεται για το ελληνικό ενεργειακό
σύστημα. Προτεραιότητα παίρνει η συνέχιση της λειτουργίας της μονάδας
του Αμύνταιου, η οποία προβλέπεται να αναβαθμιστεί περιβαλλοντικά,
προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί μέχρις ότου εξαντληθούν τα
κοιτάσματα της περιοχής. Αντίθετα η προοπτική κατασκευής δεύτερης
μονάδας στη Μελίτη της Φλώρινας, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Η Μελίτη 2 θα
χωρέσει στο σύστημα, μόνο εφόσον υπάρξουν αναβαθμίσεις στο υπόλοιπο
σύστημα, δηλαδή εάν μειωθούν οι εκπομπές του υπόλοιπου στόλου σε τέτοιο
βαθμό ώστε να μην επηρεάζονται οι στόχοι από την ένταξη μιας νέας
λιγνιτικής μονάδας.
Εδώ βεβαί
ως θα πρέπει να σημειωθούν οι εξής δύο παράμετροι:
πρώτον για να θελήσει ο νέος ιδιοκτήτης να προχωρήσει στην κατασκευή
δεύτερης μονάδας στη Μελίτη, θα πρέπει προηγουμένως να διασφαλίσει τους
όρους για την απόσβεση της επένδυσης σε ένα ευρύτερο ενεργειακό
περιβάλλον “εχθρικό” για τη λιγνιτική παραγωγή, όχι μόνο στην Ελλάδα,
αλλά γενικότερα στην ΕΕ.
Δεύτερον ότι σύμφωνα με τη ΔΕΗ η οποία έχει μελετήσει το
πρότζεκτ της κατασκευής της δεύτερης μονάδας της Μελίτης, στο πλαίσιο
των συζητήσεων με τους Κινέζους, για να είναι βιώσιμη η επένδυση θα
πρέπει να έχει διασφαλισμένα ΑΔΙ.
Εδώ η συζήτηση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Για
παράδειγμα το ελληνικό σχέδιο έχει προκοινοποιηθεί στις Βρυξέλλες και
τελεί εν αναμονή της έγκρισης των αρμόδιων υπηρεσιών. Όπως έδειξε η
περίπτωση της Βρετανίας όπου το Ευρωδικαστήριο ακύρωσε την προηγούμενη
έγκριση του μηχανισμού, που αφορούσε σε συμβάσεις ύψους 4,3 δις λιρών, ο
δρόμος ακόμη είναι μακρύς για τον ελληνικό μηχανισμό. Υπενθυμίζεται ότι
ο βρετανικός μηχανισμός ακυρώθηκε μετά από προσφυγή ενδιαφερόμενου, ενώ
το σκεπτικό της απόφασης επικαλείται πρωτίστως τυπικούς λόγους αλλά και
λόγους ουσίας που αφορούν στο πλήγμα που δέχονται οι εταιρείες που
προσφέρουν διαχείριση ζήτησης.
Ακόμη όμως και εάν εγκριθεί ο μηχανισμός και δεν υπάρξουν
προσφυγές που να τον προσβάλλουν, οι επενδυτές θα συνεχίσουν να έχουν
έναν σοβαρό κίνδυνο μπροστά τους: τις αποφάσεις που θα λάβει η ΕΕ σε
ό,τι αφορά τα νέα περιβαλλοντικά όρια εκπομπών που θα τεθούν για τις
μονάδες που θα δικαιούνται ενισχύσεων.
Και το παζλ που συνθέτει αυτό το ρίσκο είναι εξαιρετικά
περίπλοκο αφού περιλαμβάνει το εξαιρετικά προωθημένο στις απόψεις του
Ευρωκοινοβούλιο που ζητεί ρηξικέλευθες αποφάσεις και περαιτέρω
αυστηροποίηση του περιβαλλοντικού πλαισίου, το πιο “εξισορροπητικό”
Συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν χώρες με συμφέροντα στη λιγνιτική
παραγωγή που επιδιώκουν χαλάρωση των ορίων και την Κομισιόν, η οποία
παίζει έναν ρόλο πιο συμβιβαστικό.
Υπό το πρίσμα αυτό το τοπίο για το μέλλον των ΑΔΙ,
παραμένει θολό για τους ενδιαφερόμενους επενδυτές και κατ᾽ επέκταση για
το μέλλον τόσο της αποεπένδυσης όσο και της δεύτερης μονάδας της
Μελίτης.