Στην απόφαση να κρατήσει «παγωμένη» την ρήτρα CO2 που είναι ενσωματωμένη στα τιμολόγια της Χαμηλής Τάσης, τουλάχιστον μέχρι και τις 31 Μαρτίου, έχει δεσμευτεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες, η ΔΕΗ.
Διαφορετικά η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών θα βρισκόταν σύντομα αντιμέτωπη με σημαντικές αυξήσεις, αφού τα τιμολόγια της επιχείρησης έχουν από το Νοέμβριο του 2019 ενσωματωμένη ρήτρα ρύπων, των οποίων οι τιμές ακολουθούν εδώ και τέσσερις περίπου μήνες καθαρά ανοδική τροχιά.
Η τιμή των carbon emissions futures διαμορφώθηκε χθες στα 32,78 ευρώ/ τόνο, ενώ στα μέσα περίπου του Ιανουαρίου είχε φτάσει στα 35,14 ευρώ, συνεχίζοντας την έντονα αυξητική τάση που ξεκίνησε το περασμένο φθινόπωρο.
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι τιμές των ρύπων θα διαμορφωθούν κατά μέσον όρο φέτος στα 39,24 ευρώ/ τόνο, το 2022 θα εκτιναχθούν στα 46 ευρώ και το 2023 θα «παίζουν» στα 50 ευρώ, σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις της εξειδικευμένης εταιρείας στην τιμολόγηση των commodities, ICIS. Τυχόν επιλογή της ΔΕΗ να ενεργοποιήσει την ρήτρα των τιμολογίων της στην Χαμηλή Τάση θα σήμαινε αυξήσεις για εκατομμύρια καταναλωτές (σσ: στην ΜΤ και στην ΥΤ, η ρήτρα έχει ενεργοποιηθεί αυτόματα), κίνηση στην οποία η επιχείρηση έχει πάρει απόφαση να μην προχωρήσει, τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του πρώτου τριμήνου. Από τις 31 Μαρτίου και μετά η κατάσταση θα επανεξεταστεί.Η φόρμουλα και τα όρια ενεργοποίησης
Την επιβολή ρήτρας CO2 στα τιμολόγια της ΔΕΗ είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση τον Αύγουστο του 2019 στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για την σωτηρία της επιχείρησης, μαζί με τις αυξήσεις στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων. Η ρήτρα είχε αποφασιστεί να ισχύσει από 1ης Νοεμβρίου 2019 και σαν βάση για τον υπολογισμό της είχε οριστεί για την χαμηλή τάση, η τιμή των 15,68 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Επρόκειτο να ενεργοποιηθεί εφόσον με την ισχύουσα μεθοδολογία υπολογισμού της μοναδιαίας χρέωσης του κόστους CO2 θα προέκυπτε μεγαλύτερη τιμή χρέωσης, επομένως ο καταναλωτής θα χρεώνονταν τη θετική διαφορά των δύο τιμών. Οπως όμως έλεγαν τότε πηγές της επιχείρησης, ακόμη και στα 29 ευρώ / τόνος, δεν θα ετίθετο θέμα αυξήσεων στα τιμολόγια, με βάση τη φόρμουλα που είχε υιοθετηθεί. Τότε, δηλαδή τον Νοέμβριο του 2019, οι τιμές κυμαίνονταν στα 25 ευρώ ο τόνος και πράγματι επί ένα περίπου χρόνο δεν τέθηκε ζήτημα επιπτώσεων στα τιμολόγια. Η πρώτη φορά που οι ρύποι «έπιασαν» επίπεδα της τάξης των 29 ευρώ ήταν τον Νοέμβριο του 2020 και έκτοτε κινούνται συνεχώς ανοδικά.
Σε αντίθεση με την ΔΕΗ, η αγορά έχει στα τιμολόγια ρήτρα χονδρεμπορικής τιμής, με αποτέλεσμα οι όποιες επιβαρύνσεις από το balancing market να έχουν περάσει σε οικιακούς, εμπορικούς, βιοτεχνικούς και βιομηχανικούς πελάτες.
Στη Μέση Τάση, όπου κατά κανόνα οι συμβάσεις (οι οποίες είναι όλες b2b και όχι οριζόντιες) δεν έχουν ρήτρες χονδρεμπορικής, οι προμηθευτές προχώρησαν σε αύξηση τιμών σε συνεννόηση με τους πελάτες, όπου αυτό ήταν εφικτό. Συναινετικά ή όχι, νέες και παλιές συμβάσεις κινούνται πλέον στα επίπεδα των 67-69 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι 59-61 ευρώ ανά μεγαβατώρα προ target model. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται σε αυξήσεις κατ’ ελάχιστον γύρω στο 13%.
Στην χαμηλή τάση, ακριβώς επειδή κάθε εταιρεία έχει και διαφορετικά όρια ενεργοποίησης και υπολογισμού της ρήτρας χονδρεμπορικής, καθίσταται δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τι συμβαίνει σε κάθε λογαριασμό. Σύμφωνα ωστόσο με τις πληροφορίες και τις διαμαρτυρίες καταναλωτών καταγράφονται αυξήσεις, λόγω ρήτρας, από 7%, έως και 30%.