ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ....
«Τι έχεις, Κωνσταντίνε μου, και λιβανιές μυρίζεις;» - απ’ το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού»,
τραγουδήθηκε σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες κι ακόμα στα αρμένικα, τα
τουρκικά και σ’ άλλες λαλιές. Απ’ το ίδιο του το πένθος γεννήθηκε ο νέος
ελληνισμός. Από το σοκ της πρώτης Αλωσης, το 1204, οι Ρωμιοί βγήκαν
αλαφιασμένοι με την (αυτονόητη ρωμαϊκή) θεϊκή τάξη των πραγμάτων γύρω
τους να καταρρέει. Ελληνες τους έλεγαν όλοι οι άλλοι, Ελληνες άρχισαν
πάλι να ονομάζουν τον εαυτόν τους κι ορισμένοι εξ αυτών, «Ελληνες εσμέν,
καθώς η γλώσσα και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» έλεγε ο Πλήθωνας, αλλά..
ο πολύς λαός δεν καταλάβαινε από «πρώιμο βυζαντινό ανθρωπισμό», όπως τον αποκαλούμε σήμερα, τη Ρωμανία αγάπαγε και η Ρωμανία χανόταν. «Σάπιος ο θρόνος των Καισάρων» και η καμαρίλα της Πόλης διάλεγε αφέντες, τιάρα παπική ή φακιόλι τούρκικο, λίγοι οι εύψυχοι ευγενείς κι αδύναμος ο πολύς λαός, περίμεναν κισμέτ τη μοίρα τους, «την τιμωρία τους για τις αμαρτίες τους», οργίαζαν οι Ησυχαστές, κόπηκαν τα λείψανα της παλιά ισχύος σε ενωτικούς κι ανθενωτικούς, όλα πέθαιναν πλην απ’ τα γράμματα (η Παλαιολόγια Αναγέννηση) ώσπου η Πόλη έπεσε, ο Πόντος έπεσε και η Τουρκιά απλώθηκε στη μισή Ελλάδα - την άλλη μισή τη βάσταγαν οι Βενετοί.
Μαύρα χρόνια. Του Τούρκου το σπαθί έγινε ο Νόμος. Δίκαζε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, ποιανού του αρπάζουν τα παιδιά, ποιανού τη γυναίκα, ποιανού το βιος. Κάποιοι τούρκευαν για να γλιτώσουν, κι άλλους δεν τους άφηναν οι Τούρκοι να αλλαξοπιστήσουν, προκειμένου να μαζεύουν φόρους γκιαούρηδων απ’ τους ραγιάδες. Κι άλλοι δεν τούρκευαν με τίποτα. Ούτε με ταξίματα, ούτε με βάσανα. Εκοβαν κεφάλια οι Οθωμανοί και τα παλούκωναν, έφεγγαν σαν κεράκια μέσα στη νύχτα οι νεομάρτυρες, παλουκωμένο ολοκαύτωμα και η κάρα του Σκυλόσοφου στα Γιάννενα στον πιο σκοτεινό καιρό της κατοχής. Εφευγαν παλικάρια απ’ τα χωριά και τις μαραζωμένες πόλεις και πήγαιναν μισθοφόροι στη Δύση - «Ελληνες Στρατιώται», περιζήτητοι απ’ τα αφεντικά και τους τυχοδιώκτες, αργότερα κι απ’ τις βασιλικές αυλές. Αλλα παλικάρια
έβγαιναν αντάρτες στα βουνά, «κλέφτες», και ή έμεναν κλέφτες ή διαπραγματεύονταν (με το σπαθί τους πλέον) με Τούρκους αρματολίκια. Ομως ο πολύς λαός έμενε σκυφτός, τσοπάνης και ψαράς, γεωργός και υπηρέτης. Λίγα ήξερε, μέσα στο πένθος του ζούσε, κάτι για περασμένα μεγαλεία άκουγε για το Γένος απ’ το στόμα της γιαγιάς, για τον μαρμαρωμένο βασιλιά και κάτι μουρμούρες του παπά που έψελνε ένρινα και μονότονα την πίστη, την κοινότητα, τους θρύλους και τα θαύματα -ό,τι είχε απομείνει από «τον ένδοξό μας βυζαντινισμό»- συν πέντε κολλυβογράμματα μερικοί, για να μπορούν να διαβάζονται στην εκκλησιά τα Ευαγγέλια.
Οι Τούρκοι είναι φίλοι μας, έλεγαν οι Προεστοί. Και πάχαιναν. Κι όσες βυζαντινές μεγαλοοικογένειες είχαν απομείνει στην Πόλη, δραγουμάνοι και μπιστικοί των Οθωμανών την έβγαζαν, ώσπου να κάνουν τη στραβή και να τους φάει το σκοτάδι. Σ’ αυτό το πιο βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς, οι Ελληνες ζούσαν αλλού: στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, στη φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, στη Μόσχα -πολλοί εκεί οι Γραικοί δάσκαλοι- στο κίνημα του Ανθρωπισμού που άρχισε να ανθεί στη Δύση, στον Ελ Γκρέκο και τις ζωγραφιές του, στα αρχαία χαλάσματα. Μα πάνω απ’ όλα ζούσαν στη ελληνική λαλιά, λόγια και δημώδη. Μια λαλιά που δεν σταμάτησε να γράφεται και να ομιλείται ποτέ. Μια Βαβέλ από ελληνικά. Η Αθήνα ζούσε μέσα στον Ερωτόκριτο, και τα βάσανα του Γένους -οι χαρές του, οι λύπες του, η μνήμη του- μέσα στα δημοτικά τραγούδια. Και η ρωμιοσύνη σκιρτούσε και σάλευε, μέσα σε κατοχή, σε πολέμους κι εξεγέρσεις, μέσα σε μπαρούτια και σε κλάματα, έναν Γραικό χάλαγε το τούρκικο σπαθί, δυο αγύριστα κεφάλια ξεφύτρωναν στη θέση του. Παιδιά του πένθους και της αντίστασης. Οπου ζούσαν Ρωμιοί -Ελληνες
τους έλεγαν οι άλλοι- εκτός Τουρκιάς πήραν κι ανθούσαν. Εμποροι, να μάθουν τα παιδιά γράμματα να κρατήσουν τη δουλειά, παροικίες παντού, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Οδησσός, Βιέννη. Μάθαιναν οι σκλαβωμένοι για τα καζάντια των ξενιτεμένων, αναθάρρευαν, έβγαιναν κι αυτοί στο ντορό, άλλοι πειρατές, άλλοι μπακαλόγατοι στα μεγάλα εμπορικά της φάρας τους, ένας θείος εδώ, άλλος συγγενής αλλού, στην Ευρώπη επαναστάσεις, ρούφαγε βαβούρα το ρωμαίικο, φθάνανε και κάτι πουγκιά χρυσάφι απ’ τους ξενιτεμένους, φθάνανε και Ευρωπαίοι περιηγητές να χαζέψουν, να θαυμάσουν (και να κλέψουν) μάρμαρα απ’ τα χαλάσματα, κάτι τον έτρωγε τον βοσκό, σήκωνε κεφάλι, του το έπαιρναν οι Τούρκοι, τραγουδούσε ο ρομαντισμός στην Ευρώπη για τους Ελληνες, πήγαιναν αυτοί του θανατά στα Ορλωφικά, ξεγελασμένοι κι αμετανόητοι συνέχιζαν, έσπαγαν τον αποκλεισμό των Αγγλων στον Ναπολέοντα, τράνεψαν.
Μέτραγαν τα σπαθιά τους, μέτραγαν και τα φλουριά τους. Πατρίδα δεν είχαν. Μόνον τούρκικο ντοβλέτι, στον χαβά του, να σφάζει, ν’ αρπάζει και να μαγαρίζει! Φωτιά στη φωτιά, στα ίσα με τους πασάδες οι χριστιανοί. Πατριδογνωσία ο Ρήγας, να οι Ελληνες, να οι Αρβανίτες, να οι Βούλγαροι, να οι Σέρβοι, ιδού ακόμα και οι Τούρκοι, όλοι ενάντια στον Δυνάστη. Ο φτωχός ενάντια στον Δυνατό. Οθωμανό ή κοτζαμπάση. Για την ελευθερία, το δίκιο, το βιος, την πίστη, τη φώτιση των γραμμάτων. Ο Μεγαλέξαντρος και η Γαλλική Επανάσταση μαζί. Με τις ευλογίες του απροσκύνητου παπά και την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Και το Γένος ξεσηκώθηκε για πολλοστή φορά, μόνον που τώρα πια όλη η προίκα που μάζευε στα χρόνια της σκλαβιάς ήρθε κι έδεσε. Θηρία βγήκαν απ’ τα σπλάχνα της υπομονής, της νοσταλγίας και της ελπίδας για το μέλλον, θεριά - ο Κολοκοτρώνης να κράζει «ωρέ Ελληνες», ο Διάκος σφαχτάρι, ο δημεγέρτης Παπαφλέσσας, ο αφοσιωμένος Υψηλάντης, η φλεγόμενη Μπουμπουλίνα, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ξεχύθηκε λάβα η Επανάσταση, έσφαξε για να κάνει αυτεξούσιο, ανέβηκαν πάλι οι Ρωμιοί στον Ολυμπο κι έσκασαν μπουρλότο, πάρ’ τον κάτω τον Δράμαλη, Κούγκι και Μεσολόγγι, Σουλιώτες και Μάρκος Μπότσαρης, ολοκαύτωμα στα Ψαρά, στου Μπάυρον το κορμί, τους στίχους και το σπαθί, ακούμπησαν οι χήρες και τα ορφανά, κατέφθαναν Γάλλοι κι Αμερικανοί, Γερμανοί και Ιταλοί, άλλοι στράβωσαν με τα γουρνοτσάρουχα κι απόρησαν που δεν βρήκαν εδώ Σπαρτιάτες κι Αθηναίους, τα γύρισαν και την έκαναν, μα οι πιο πολλοί, οι πιο καλοί, οι πιο ακριβοί αγκάλιασαν το θυσιαστήριο ως το τέλος. Και μέθυσαν με το αθάνατο κρασί του ’21 όλοι, κι ας έκαναν εμφύλιο κι ας χρέωσαν απ’ την πρώτη στιγμή την πατρίδα, για το καλό το έκαναν, όπως ο καθένας το έβλεπε απ’ τη σκοπιά του. Κι έβαλαν φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους κι έφθασαν στα έσχατα, ο Καραϊσκάκης στα ταμπούρια να δίνει την ψυχή του στους αγγέλους και τα ποιήματα του Κάλβου και του Σολωμού να δίνουν στο έθνος το πρόσταγμα για σχολεία και δασκάλους των ελληνικών, της αριθμητικής, της αρχιτεκτονικής και της φιλοσοφίας. Από κάθε σκοτωμένον αγωνιστή έβγαινε ένα παιδί χτίστης και γιατρός, αξιωματικός και συμβολαιογράφος. Κι ας μαράζωσαν πολλοί απ’ τους επιζώντες επαναστάτες, ας τους έφαγε η φτώχεια, η έρις και η φυλακή, ας πήραν το κουμάντο οι προεστοί και οι αστοί, ακάθεκτη συνέχισε η Επανάσταση, ανολοκλήρωτη ως τα σήμερα, μα αθάνατη. Η Επανάσταση πήρε το Σύνταγμα το 1843, αυτή λύτρωσε τους δουλωμένους, η Επανάσταση αιμορράγησε έως θανάτου στην Καταστροφή του 1922, η Επανάσταση βγήκε στα βουνά το 1941-44 με τους αντάρτες, μεθυσμένοι με το αθάνατο κρασί του ’21 ήταν όλοι οι μουρλορωμιοί που έδωσαν στην Ελλάδα υπόσταση - το φυλαχτό να αντέξει τα χίλια μύρια μεταπολεμικά βάσανα. Η Επανάσταση του 1821 πήρε τα παιδιά του πένθους και της αντίστασης πολλών αιώνων και τα έφερε ως εδώ, ως το σκοτεινό σαν της Χιροσίμα φως του 20ού αιώνα. Κι εφθάσαμε έως εδώ. Στις αρχές του 21ου αιώνα, 150 χρόνια μετά την τελευταία τουφεκιά της κατοχής και την πρώτη της ελευθερίας. Οι τάξεις με τις αποσκευές τους, 1.500.000 ανέργους οι εργαζόμενοι, εκατομμύρια ευρώ στις καταθέσεις τους οι πλούσιοι, παιδιά του ίδιου παππούλη, αλλά διαφορετικών θεών. Με την Ελλάδα πιο πολύ αιχμάλωτη απ’ όσον συνήθως. Μη φοβού
σου λέει η γιορτή, έχεις περάσει και χειρότερα ζόρια, πιες ένα κρασί, άναψε ένα κερί, μελαγχόλησε όσον τραβάει η μνήμη σου κι ό,τι σε τρώει, αλλά στο τέλος θα τραγουδήσεις κι εσύ, θα φέρεις τη γυροβολιά σου, Γιάννη μου το μαντήλι σου κι ας έχει δεθεί κόμπο το μαντήλι σαν την καρδιά σου. Και το δάκρυ σου σπονδή είναι. Στους αρχαιότατους κούρους με εκείνο το παράξενο μειδίαμα που είναι σαν να σου λέει: δάσκαλος είσαι, μάθε τα παιδιά γράμματα! γιατρός είσαι, γιάτρεψε! οδηγός είσαι, σωφάρισε! στρατιώτης είσαι, φύλαγε! πολίτης είσαι, τον σύντροφό σου και τα μάτια σου! Ετσι πάει η ζωή, έτσι το παραμύθι της γιαγιάς, μπορεί να μην είσαι συ ο γιος της καλογριάς και μακάρι αχρείαστη να είναι η δόξα των ηρώων, όμως ξέρεις το ωραίο και το αληθινό, ξέρεις πως γαληνεύει η ψυχή μετά τον δίκαιο κάματο. Μια ψυχούλα και ένα σύμπαν είναι ο άνθρωπος, είναι αυτά που θυμάται. Κι απ’ τον θησαυρό της Ιστορίας ατελείωτα τα πλούτη σου. Αυτό είναι το νόημα της γιορτής. Οτι στο σεντούκι της μπορείς να βρεις αυτά που ζητάς, για να είναι ο τρόπος που ζεις σε αρμονία με όσα ποθείς, γνωρίζοντας τον εαυτό σου και το μέτρο των πραγμάτων.
Σε ευχαριστώ, ω Επανάσταση! Μου έμαθες εγκαίρως ότι ζω, όλοι ζούμε, «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Πολιορκημένοι απ’ τους ταξικούς καταναγκασμούς, Ελεύθεροι όταν τους ανατρέψουμε...
ο πολύς λαός δεν καταλάβαινε από «πρώιμο βυζαντινό ανθρωπισμό», όπως τον αποκαλούμε σήμερα, τη Ρωμανία αγάπαγε και η Ρωμανία χανόταν. «Σάπιος ο θρόνος των Καισάρων» και η καμαρίλα της Πόλης διάλεγε αφέντες, τιάρα παπική ή φακιόλι τούρκικο, λίγοι οι εύψυχοι ευγενείς κι αδύναμος ο πολύς λαός, περίμεναν κισμέτ τη μοίρα τους, «την τιμωρία τους για τις αμαρτίες τους», οργίαζαν οι Ησυχαστές, κόπηκαν τα λείψανα της παλιά ισχύος σε ενωτικούς κι ανθενωτικούς, όλα πέθαιναν πλην απ’ τα γράμματα (η Παλαιολόγια Αναγέννηση) ώσπου η Πόλη έπεσε, ο Πόντος έπεσε και η Τουρκιά απλώθηκε στη μισή Ελλάδα - την άλλη μισή τη βάσταγαν οι Βενετοί.
Μαύρα χρόνια. Του Τούρκου το σπαθί έγινε ο Νόμος. Δίκαζε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, ποιανού του αρπάζουν τα παιδιά, ποιανού τη γυναίκα, ποιανού το βιος. Κάποιοι τούρκευαν για να γλιτώσουν, κι άλλους δεν τους άφηναν οι Τούρκοι να αλλαξοπιστήσουν, προκειμένου να μαζεύουν φόρους γκιαούρηδων απ’ τους ραγιάδες. Κι άλλοι δεν τούρκευαν με τίποτα. Ούτε με ταξίματα, ούτε με βάσανα. Εκοβαν κεφάλια οι Οθωμανοί και τα παλούκωναν, έφεγγαν σαν κεράκια μέσα στη νύχτα οι νεομάρτυρες, παλουκωμένο ολοκαύτωμα και η κάρα του Σκυλόσοφου στα Γιάννενα στον πιο σκοτεινό καιρό της κατοχής. Εφευγαν παλικάρια απ’ τα χωριά και τις μαραζωμένες πόλεις και πήγαιναν μισθοφόροι στη Δύση - «Ελληνες Στρατιώται», περιζήτητοι απ’ τα αφεντικά και τους τυχοδιώκτες, αργότερα κι απ’ τις βασιλικές αυλές. Αλλα παλικάρια
έβγαιναν αντάρτες στα βουνά, «κλέφτες», και ή έμεναν κλέφτες ή διαπραγματεύονταν (με το σπαθί τους πλέον) με Τούρκους αρματολίκια. Ομως ο πολύς λαός έμενε σκυφτός, τσοπάνης και ψαράς, γεωργός και υπηρέτης. Λίγα ήξερε, μέσα στο πένθος του ζούσε, κάτι για περασμένα μεγαλεία άκουγε για το Γένος απ’ το στόμα της γιαγιάς, για τον μαρμαρωμένο βασιλιά και κάτι μουρμούρες του παπά που έψελνε ένρινα και μονότονα την πίστη, την κοινότητα, τους θρύλους και τα θαύματα -ό,τι είχε απομείνει από «τον ένδοξό μας βυζαντινισμό»- συν πέντε κολλυβογράμματα μερικοί, για να μπορούν να διαβάζονται στην εκκλησιά τα Ευαγγέλια.
Οι Τούρκοι είναι φίλοι μας, έλεγαν οι Προεστοί. Και πάχαιναν. Κι όσες βυζαντινές μεγαλοοικογένειες είχαν απομείνει στην Πόλη, δραγουμάνοι και μπιστικοί των Οθωμανών την έβγαζαν, ώσπου να κάνουν τη στραβή και να τους φάει το σκοτάδι. Σ’ αυτό το πιο βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς, οι Ελληνες ζούσαν αλλού: στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, στη φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, στη Μόσχα -πολλοί εκεί οι Γραικοί δάσκαλοι- στο κίνημα του Ανθρωπισμού που άρχισε να ανθεί στη Δύση, στον Ελ Γκρέκο και τις ζωγραφιές του, στα αρχαία χαλάσματα. Μα πάνω απ’ όλα ζούσαν στη ελληνική λαλιά, λόγια και δημώδη. Μια λαλιά που δεν σταμάτησε να γράφεται και να ομιλείται ποτέ. Μια Βαβέλ από ελληνικά. Η Αθήνα ζούσε μέσα στον Ερωτόκριτο, και τα βάσανα του Γένους -οι χαρές του, οι λύπες του, η μνήμη του- μέσα στα δημοτικά τραγούδια. Και η ρωμιοσύνη σκιρτούσε και σάλευε, μέσα σε κατοχή, σε πολέμους κι εξεγέρσεις, μέσα σε μπαρούτια και σε κλάματα, έναν Γραικό χάλαγε το τούρκικο σπαθί, δυο αγύριστα κεφάλια ξεφύτρωναν στη θέση του. Παιδιά του πένθους και της αντίστασης. Οπου ζούσαν Ρωμιοί -Ελληνες
τους έλεγαν οι άλλοι- εκτός Τουρκιάς πήραν κι ανθούσαν. Εμποροι, να μάθουν τα παιδιά γράμματα να κρατήσουν τη δουλειά, παροικίες παντού, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Οδησσός, Βιέννη. Μάθαιναν οι σκλαβωμένοι για τα καζάντια των ξενιτεμένων, αναθάρρευαν, έβγαιναν κι αυτοί στο ντορό, άλλοι πειρατές, άλλοι μπακαλόγατοι στα μεγάλα εμπορικά της φάρας τους, ένας θείος εδώ, άλλος συγγενής αλλού, στην Ευρώπη επαναστάσεις, ρούφαγε βαβούρα το ρωμαίικο, φθάνανε και κάτι πουγκιά χρυσάφι απ’ τους ξενιτεμένους, φθάνανε και Ευρωπαίοι περιηγητές να χαζέψουν, να θαυμάσουν (και να κλέψουν) μάρμαρα απ’ τα χαλάσματα, κάτι τον έτρωγε τον βοσκό, σήκωνε κεφάλι, του το έπαιρναν οι Τούρκοι, τραγουδούσε ο ρομαντισμός στην Ευρώπη για τους Ελληνες, πήγαιναν αυτοί του θανατά στα Ορλωφικά, ξεγελασμένοι κι αμετανόητοι συνέχιζαν, έσπαγαν τον αποκλεισμό των Αγγλων στον Ναπολέοντα, τράνεψαν.
Μέτραγαν τα σπαθιά τους, μέτραγαν και τα φλουριά τους. Πατρίδα δεν είχαν. Μόνον τούρκικο ντοβλέτι, στον χαβά του, να σφάζει, ν’ αρπάζει και να μαγαρίζει! Φωτιά στη φωτιά, στα ίσα με τους πασάδες οι χριστιανοί. Πατριδογνωσία ο Ρήγας, να οι Ελληνες, να οι Αρβανίτες, να οι Βούλγαροι, να οι Σέρβοι, ιδού ακόμα και οι Τούρκοι, όλοι ενάντια στον Δυνάστη. Ο φτωχός ενάντια στον Δυνατό. Οθωμανό ή κοτζαμπάση. Για την ελευθερία, το δίκιο, το βιος, την πίστη, τη φώτιση των γραμμάτων. Ο Μεγαλέξαντρος και η Γαλλική Επανάσταση μαζί. Με τις ευλογίες του απροσκύνητου παπά και την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Και το Γένος ξεσηκώθηκε για πολλοστή φορά, μόνον που τώρα πια όλη η προίκα που μάζευε στα χρόνια της σκλαβιάς ήρθε κι έδεσε. Θηρία βγήκαν απ’ τα σπλάχνα της υπομονής, της νοσταλγίας και της ελπίδας για το μέλλον, θεριά - ο Κολοκοτρώνης να κράζει «ωρέ Ελληνες», ο Διάκος σφαχτάρι, ο δημεγέρτης Παπαφλέσσας, ο αφοσιωμένος Υψηλάντης, η φλεγόμενη Μπουμπουλίνα, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ξεχύθηκε λάβα η Επανάσταση, έσφαξε για να κάνει αυτεξούσιο, ανέβηκαν πάλι οι Ρωμιοί στον Ολυμπο κι έσκασαν μπουρλότο, πάρ’ τον κάτω τον Δράμαλη, Κούγκι και Μεσολόγγι, Σουλιώτες και Μάρκος Μπότσαρης, ολοκαύτωμα στα Ψαρά, στου Μπάυρον το κορμί, τους στίχους και το σπαθί, ακούμπησαν οι χήρες και τα ορφανά, κατέφθαναν Γάλλοι κι Αμερικανοί, Γερμανοί και Ιταλοί, άλλοι στράβωσαν με τα γουρνοτσάρουχα κι απόρησαν που δεν βρήκαν εδώ Σπαρτιάτες κι Αθηναίους, τα γύρισαν και την έκαναν, μα οι πιο πολλοί, οι πιο καλοί, οι πιο ακριβοί αγκάλιασαν το θυσιαστήριο ως το τέλος. Και μέθυσαν με το αθάνατο κρασί του ’21 όλοι, κι ας έκαναν εμφύλιο κι ας χρέωσαν απ’ την πρώτη στιγμή την πατρίδα, για το καλό το έκαναν, όπως ο καθένας το έβλεπε απ’ τη σκοπιά του. Κι έβαλαν φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους κι έφθασαν στα έσχατα, ο Καραϊσκάκης στα ταμπούρια να δίνει την ψυχή του στους αγγέλους και τα ποιήματα του Κάλβου και του Σολωμού να δίνουν στο έθνος το πρόσταγμα για σχολεία και δασκάλους των ελληνικών, της αριθμητικής, της αρχιτεκτονικής και της φιλοσοφίας. Από κάθε σκοτωμένον αγωνιστή έβγαινε ένα παιδί χτίστης και γιατρός, αξιωματικός και συμβολαιογράφος. Κι ας μαράζωσαν πολλοί απ’ τους επιζώντες επαναστάτες, ας τους έφαγε η φτώχεια, η έρις και η φυλακή, ας πήραν το κουμάντο οι προεστοί και οι αστοί, ακάθεκτη συνέχισε η Επανάσταση, ανολοκλήρωτη ως τα σήμερα, μα αθάνατη. Η Επανάσταση πήρε το Σύνταγμα το 1843, αυτή λύτρωσε τους δουλωμένους, η Επανάσταση αιμορράγησε έως θανάτου στην Καταστροφή του 1922, η Επανάσταση βγήκε στα βουνά το 1941-44 με τους αντάρτες, μεθυσμένοι με το αθάνατο κρασί του ’21 ήταν όλοι οι μουρλορωμιοί που έδωσαν στην Ελλάδα υπόσταση - το φυλαχτό να αντέξει τα χίλια μύρια μεταπολεμικά βάσανα. Η Επανάσταση του 1821 πήρε τα παιδιά του πένθους και της αντίστασης πολλών αιώνων και τα έφερε ως εδώ, ως το σκοτεινό σαν της Χιροσίμα φως του 20ού αιώνα. Κι εφθάσαμε έως εδώ. Στις αρχές του 21ου αιώνα, 150 χρόνια μετά την τελευταία τουφεκιά της κατοχής και την πρώτη της ελευθερίας. Οι τάξεις με τις αποσκευές τους, 1.500.000 ανέργους οι εργαζόμενοι, εκατομμύρια ευρώ στις καταθέσεις τους οι πλούσιοι, παιδιά του ίδιου παππούλη, αλλά διαφορετικών θεών. Με την Ελλάδα πιο πολύ αιχμάλωτη απ’ όσον συνήθως. Μη φοβού
σου λέει η γιορτή, έχεις περάσει και χειρότερα ζόρια, πιες ένα κρασί, άναψε ένα κερί, μελαγχόλησε όσον τραβάει η μνήμη σου κι ό,τι σε τρώει, αλλά στο τέλος θα τραγουδήσεις κι εσύ, θα φέρεις τη γυροβολιά σου, Γιάννη μου το μαντήλι σου κι ας έχει δεθεί κόμπο το μαντήλι σαν την καρδιά σου. Και το δάκρυ σου σπονδή είναι. Στους αρχαιότατους κούρους με εκείνο το παράξενο μειδίαμα που είναι σαν να σου λέει: δάσκαλος είσαι, μάθε τα παιδιά γράμματα! γιατρός είσαι, γιάτρεψε! οδηγός είσαι, σωφάρισε! στρατιώτης είσαι, φύλαγε! πολίτης είσαι, τον σύντροφό σου και τα μάτια σου! Ετσι πάει η ζωή, έτσι το παραμύθι της γιαγιάς, μπορεί να μην είσαι συ ο γιος της καλογριάς και μακάρι αχρείαστη να είναι η δόξα των ηρώων, όμως ξέρεις το ωραίο και το αληθινό, ξέρεις πως γαληνεύει η ψυχή μετά τον δίκαιο κάματο. Μια ψυχούλα και ένα σύμπαν είναι ο άνθρωπος, είναι αυτά που θυμάται. Κι απ’ τον θησαυρό της Ιστορίας ατελείωτα τα πλούτη σου. Αυτό είναι το νόημα της γιορτής. Οτι στο σεντούκι της μπορείς να βρεις αυτά που ζητάς, για να είναι ο τρόπος που ζεις σε αρμονία με όσα ποθείς, γνωρίζοντας τον εαυτό σου και το μέτρο των πραγμάτων.
Σε ευχαριστώ, ω Επανάσταση! Μου έμαθες εγκαίρως ότι ζω, όλοι ζούμε, «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Πολιορκημένοι απ’ τους ταξικούς καταναγκασμούς, Ελεύθεροι όταν τους ανατρέψουμε...