Η πώληση περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ
των οποίων και του ΔΕΔΔΗΕ, της κατά 100% θυγατρικής που ελέγχει το
δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, ανοίγει για τη ΔΕΗ το δύσκολο
κεφάλαιο της αναχρηματοδότησης των δανειακών της υποχρεώσεων ύψους 2,2
δισ. μέχρι το τέλος του 2019. Η συζήτηση περί της αναχρηματοδότησης
άνοιξε, με την πλευρά των τραπεζών να θέτει αυστηρούς όρους καθώς
βρίσκονται υπό τη στενή παρακολούθηση του SSM και δεν έχουν περιθώρια
για μια ελαστική αντιμετώπιση ενός τέτοιου μεγέθους δανείου. Κορυφαία
τραπεζική πηγή ανέφερε στην «Κ»: «Θα δούμε τι τίμημα θα εισπράξει η ΔΕΗ
από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων. Υπάρχουν όμως και άλλα
περιουσιακά στοιχεία που έχουν επενδυτικό ενδιαφέρον, όπως ο ΔΕΔΔΗΕ»,
κάνοντας απολύτως σαφή την πρόθεση των τραπεζών να συνδέσουν την
αναχρηματοδότηση με τη μείωση της έκθεσής τους στον δανεισμό της ΔΕΗ
μέσω της πώλησης πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων. Η προσέγγιση αυτή από
πλευράς των τραπεζών φέρνει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την κυβέρνηση, η
οποία με διάφορα ανταλλάγματα, όπως τα ειδικά τιμολόγια ρεύματος,
επιχειρεί να κατευνάσει τις συνδικαλιστικές και τοπικές αντιδράσεις από
την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της Φλώρινας και της Μεγαλόπολης.
Αυτός είναι και ο λόγος που επί του παρόντος τουλάχιστον παίζει το χαρτί
του «too big to fail». Εκτιμά δηλαδή πως οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να
αναχρηματοδοτήσουν τη ΔΕΗ επειδή είναι πολύ μεγάλη για να την αφήσουν να
χρεοκοπήσει. Το μεγαλύτερο βάρος πέφτει πολιτικά στον Γιώργο Σταθάκη ως
εποπτεύοντα υπουργό όχι μόνο της ΔΕΗ αλλά και των άλλων ενεργειακών
αποκρατικοποιήσεων, ΕΛΠΕ και ΔΕΠΑ, τις οποίες επιχειρεί να μεταθέσει
χρονικά για αργότερα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πρώτη συνάντηση
που θα έχουν οι θεσμοί κατά την έλευσή τους στην Αθήνα αύριο θα είναι με
τον υπουργό Ενέργειας Γιώργο Σταθάκη.
Η διοίκηση της ΔΕΗ από την πλευρά της έχει πλήρη επίγνωση της
δυσκολίας αναχρηματοδότησης των δανείων της μετά και τις σοβαρές
επισημάνσεις από τη Mckinsey για τον κίνδυνο χρεοκοπίας λόγω της μη
βιώσιμης σχέσης δανείων και λειτουργικής κερδοφορίας της εταιρείας.
Είναι ενδεικτική επ’ αυτού η αναφορά του επικεφαλής της Επιχείρησης
Μανόλη Παναγιωτάκη στην ομιλία του προς τους εργαζομένους, κατά την
εκδήλωση κοπής της πρωτοχρονιάτικης πίτας. «Το 2018 πρέπει να είναι η
χρονιά ριζικής και αποφασιστικής στροφής. Να χαρακτηρίζεται από μια
δυναμική και με επιχειρηματικά κριτήρια διαχείριση της ρευστότητας και
του χρέους», είπε ο κ. Παναγιωτάκης και πρόσθεσε ότι «ένα δείγμα φάνηκε
με την πρόταση που κάναμε και που θα την επαναλάβουμε βελτιωμένη, για
την επαναγορά των 150 εκατ. από το ομόλογο που λήγει τον Μάιο του 2019».
Εντός του 2018 η ΔΕΗ θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει δάνεια ύψους 440
εκατ. εκ των οποίων τα 250 εκατ. προέρχονται από ελληνικές τράπεζες και
τα 190 εκατ. από την ΕΤΕπ. Το 2019 λήγει το ομόλογο των 500 εκατ. ευρώ
και δύο κοινοπρακτικά δάνεια προς τις ελληνικές τράπεζες ύψους 1,3 δισ.
καθώς και δάνειο ύψους 200 εκατ. προς την ΕΤΕπ. Το 5ετές κοινοπρακτικό
δάνειο των 2,27 δισ. στο οποίο συμμετείχαν οι συστημικές τράπεζες, είχε
συναφθεί τον Απρίλιο του 2014 με υποχρέωση της ΔΕΗ να αποπληρώσει μέρος
του στη λήξη (Απρίλιος 2019). Το θέμα της πώλησης περιουσιακών στοιχείων
ως προαπαιτούμενο για την αναχρηματοδότηση και δη του ΔΕΔΔΗΕ δεν έχει
τεθεί ακόμη επισήμως. Στην περίπτωση που η τραπεζική πλευρά επιμείνει, η
ΔΕΗ θα υποχρεωθεί να απολέσει το πιο κερδοφόρο της χαρτοφυλάκιο μετά
τον ΑΔΜΗΕ. Το πρώτο εξάμηνο του 2017 ο ΔΕΔΔΗΕ συμμετείχε στην κερδοφορία
της ΔΕΗ με EBITDA της τάξης των 28,8 εκατ. Ο κύκλος εργασιών του έφτασε
το ίδιο διάστημα στα 388,5 εκατ. και σήμερα ο ΔΕΔΔΗΕ διαχειρίζεται ένα
δίκτυο μέσης και χαμηλής τάσης 237.727 χλμ. έναντι ρυθμιζόμενου ετήσιου
εσόδου που καταβάλλουν οι χρήστες. Απασχολεί περί τους 6.854
εργαζομένους (τακτικό προσωπικό) και αντιμετωπίζει αντίστοιχο πρόβλημα
ρευστότητας με αυτό της ΔΕΗ, καθώς η μητρική εταιρεία αποτελεί τον
μεγαλύτερο πελάτη του με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική ταμειακή
εξάρτηση.
Μείωση προσωπικού συστήνει η McKinsey
Η αναχρηματοδότηση των δανείων της ΔΕΗ είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα
που ανέδειξε η μελέτη της McKinsey, στο πλαίσιο της κατάρτισης του νέου
business plan της επιχείρησης, το οποίο ολοκληρώνεται το επόμενο χρονικό
διάστημα. Για να γίνει βιώσιμη η ΔΕΗ, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η
McKinsey έχει υποδείξει στη διοίκηση της ΔΕΗ και στους συναρμόδιους
υπουργούς Οικονομικών και Ενέργειας την ανάγκη αύξησης της λειτουργικής
κερδοφορίας κατά 500 εκατ. ευρώ τα επόμενα πέντε χρόνια, αλλά και την
εθελουσία έξοδο εργαζομένων, με καθαρό αποτέλεσμα τη μείωση του
προσωπικού κατά 2.000 άτομα στο τέλος της πενταετίας.Επιπλέον, έχει
θέσει θέμα αλλαγής των τιμολογίων στην κατεύθυνση της αντανάκλασης του
πλήρους κόστους παραγωγής, που σημαίνει αυξήσεις αλλά και στοχευμένες
εκπτώσεις, έναντι της οριζόντιας του 15% για την εμπρόθεσμη αποπληρωμή
των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος. Επείγουσα είναι, κατά τη McKinsey,
και η μείωση των ανεξόφλητων οφειλών και αναγκαία επίσης η στροφή της
επιχείρησης σε νέες δραστηριότητες, όπως το φυσικό αέριο και η επέκταση
σε νέες αγορές, στρατηγική που η ΔΕΗ σχεδιάζει ήδη κυρίως στον τομέα των
ΑΠΕ, μέσω συνεργασιών με άλλες εταιρείες του κλάδου.
Οι απλήρωτοι λογαριασμοί
Το κρίσιμο θέμα των ανεξόφλητων οφειλών η ΔΕΗ επιχειρεί να το
αντιμετωπίσει με τη συνδρομή ειδικού συμβούλου (Qualco). Μέχρι στιγμής
δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως κάποια πρόοδος σε ό,τι αφορά την
αποκλιμάκωση των ύψους 3 δισ. ευρώ ανεξόφλητων οφειλών. Αντιθέτως,
ανεπίσημα έχουν εκφραστεί ανησυχίες τόσο από αρμόδια στελέχη της
εταιρείας όσο και από τη ΓΕΝΟΠ. Ανησυχίες αποτυπώνονται και στην ετήσια
έκθεση οικονομικών αποτελεσμάτων του 2017 της επιχείρησης. Οι δυσχέρειες
πληρωμής και αύξησης των καθυστερήσεων των πληρωμών από πελάτες τόσο
στη χαμηλή όσο και στην υψηλή τάση καταγράφονται στην έκθεση ως ένας από
τους κινδύνους ρευστότητας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «Παρά την
ένταξη πολύ μεγάλου αριθμού καταναλωτών στους ευνοϊκούς διακανονισμούς
που έχουν συναφθεί για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων λογαριασμών τους,
αλλά και τη χορήγηση ενιαίας έκπτωσης 15% σε οικιακούς και
επαγγελματικούς καταναλωτές χαμηλής και μέσης τάσης, με προϋπόθεση την
εμπρόθεσμη εξόφληση των τρεχόντων λογαριασμών και την τήρηση των
διακανονισμών που τυχόν έχουν συναφθεί ή θα συναφθούν, είναι αβέβαιο το
ποσοστό των πελατών που θα τηρούν τους όρους των ρυθμίσεων στις οποίες
έχουν ενταχθεί. Ηδη σημαντικό ποσοστό διακανονισμών ακυρώνεται μέσω
αυτοματοποιημένης διαδικασίας από τα μηχανογραφικά συστήματα της ΔΕΗ
λόγω μη τήρησής τους».