energypress.gr - Γιώργος Φιντικάκης
Σημαντική αύξηση των στόχων για μπαταρίες και αντλιοσιοταμίευση στα 6 GW, μείωση των ωρών λειτουργίας των μονάδων φυσικού αερίου, και χαμηλότερες συνολικά επενδύσεις για την ενεργειακή μετάβαση, κυρίως σε κτίρια και μεταφορές, όπως είχε γράψει το Energypress, προβλέπει για το 2030 το επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Βασική αλλαγή στο κείμενο του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, που πρόκειται να κατατεθεί τις επόμενες ημέρες στο ΥΠΕΝ και να βγει σε διαβούλευση στα τέλη Ιουλίου, είναι ότι αυξάνεται κατά 30% ο στόχος για τις μπαταρίες έναντι του draft που είχε σταλεί το περασμένο Νοέμβριο στις Βρυξέλλες, προκειμένου να στηριχθεί η αθρόα διείσδυση των ΑΠΕ.
Και από τα 3,1 GW που προέβλεπε εκείνο το προσχέδιο, ο πήχης για τις μπαταρίες ανεβαίνει στα 4 GW, γεγονός που σημαίνει ότι αν γίνουν τα έργα που περιγράφει το ΕΣΕΚ και αθροιστούν με τα περίπου 2 GW που επίσης θέτει ως στόχο για αντλησιοταμίευση, τότε δημιουργείται μια αποθηκευτική «δύναμη πυρός», ίση με 6 GW.
Εφόσον υλοποιηθούν όλα αυτά τα έργα, είναι μια ισχύς ικανή, όπως λένε, αρμόδιες πηγές, να στηρίξει την τεράστια διείσδυση των ΑΠΕ, αλλά και να περιορίσει τα προβλήματα ευστάθειας σε ένα σύστημα στοχαστικό, με μόνιμο από εδώ και πέρα πράσινο πλεόνασμα και όπου το φυσικό αέριο ναι μεν θα συνεχίζει να διαδραματίζει ισχυρό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια, αλλά αισθητά μειωμένο από τα σημερινά επίπεδα.
Στο νέο ΕΣΕΚ, η παραγωγή των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με αέριο το 2030, από τα επίπεδα των 16-17 TWh τα τελευταία χρόνια, πρόκειται να μειωθεί στις 10 TWh. Το ερωτήμα βέβαια που θέτουν οι άνθρωποι του χώρου, είναι κατά πόσο μπορεί να είναι βιώσιμες οι μονάδες, με τόσο λίγες ώρες λειτουργίας, και με ποιο τρόπο θα διασφαλιστεί η ύπαρξή τους, ώστε να καλύπτουν σε καθημερινή βάση τις διακυμάνσεις των ΑΠΕ και σε εποχιακή βάση τις πολύ υψηλές αιχμές ζήτησης. Είναι βέβαιο στο πλαίσιο αυτό ότι θα επανέλθει η συζήτηση για δημιουργία και στην Ελλάδα ενός capacity market, με στελέχη της αγοράς να θυμίζουν το «παράθυρο ευκαιρίας» που άνοιξε προ μηνός η Κομισιόν μετά και το πράσινο φως στη Γερμανία για στήριξη νέων σταθμών, συνολικής ισχύος 10 GW.
Στα ίδια επίπεδα οι ΑΠΕ, περισσότερα τα αιολικά
Στην ενεργειακή εξίσωση του 2030, παραμένει στο ΕΣΕΚ ο στόχος για εγκατεστημένη ισχύ 23-24 GW από ΑΠΕ, καθώς οι αυξημένες επενδύσεις στην αποθήκευση λέγεται ότι μπορούν να τον στηρίξουν, σύμφωνα με τα μοντέλα και τις προσομειώσεις που επικαλούνται οι συντάκτες του σχεδίου. Το νούμερο για τη συνολική πράσινη ισχύ από φωτοβολταικά και αιολικά δεν αλλάζει, ωστόσο αναδιαμορφώνεται η αναλογία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, τα αιολικά θα κινούνται κοντά στα 11 GW (από 10 GW στο προσχέδιο), ενώ τα φωτοβολταικά παραμένουν στα αρχικά 23 GW. Στη πράξη, ικανοποιείται το αίτημα της ΕΛΕΤΑΕΝ για μια ανακατανομή της νέας ισχύος ΑΠΕ υπέρ των χερσαίων αιολικών, προκειμένου να έχουμε ομαλότερη διάθεση πράσινης ενέργειας μέσα στο 24ωρο.
Περιορισμός αερίου
Δραστικά, όπως αναφέραμε, περιορίζεται η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, μέσω σημαντικής μείωσης των ωρών λειτουργίας των μονάδων, με το ΕΣΕΚ να μιλά για σταθμούς, παλαιούς και νέους, συνολικής εγκατεστημένης ισχύς 8 GW το 2030. Αλλά στο πλαίσιο των στόχων για τον εξηλεκτρισμό, η ισοδύναμη λειτουργία των μονάδων αέριου περιορίζεται σημαντικά και από περίπου 3.200 ώρες σήμερα, μειώνεται σε κάτω από 1.300 ώρες το χρόνο. Μάλιστα από το 2040 και μετά, η παραγωγή των μονάδων αυτών προβλέπεται ότι υποχωρεί στις 4-5 TWh, γεγονός που σημαίνει ότι η ισοδύναμη λειτουργία τους θα είναι γύρω στις 700 ώρες το χρόνο.
Μαχαίρι στις υπερβολές
Στη κεντρική ιδέα που διέπει το νέο ΕΣΕΚ φαίνεται ότι μπαίνουν πιο ρεαλιστικές προβλέψεις σε επιμέρους πολιτικές, όπως στα κτίρια, την ανανέωση παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, και την ηλεκτροκίνηση, και επιχειρείται να επιτευχθούν με μικρότερες δαπάνες οι ίδιοι στόχοι. Δεν ισχύει το ίδιο για τις ΑΠΕ όπου με επιχείρημα την αύξηση των στόχων για αποθήκευση, ο πήχης για το 2030 παραμένει ο ίδιος.
Σε ό,τι αφορά συνολικά τις επενδύσεις που πρέπει να κάνει η Ελλάδα για την ενεργειακή μετάβαση, τα περίπου 200 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας που προέβλεπε το draft, το οποίο είχαμε στείλει το περασμένο Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες, κρίθηκαν ως ένα απολύτως μη ρεαλιστικό νούμερο. Τεράστιο το δημοσιονομικό και το κοινωνικό κόστος μιας τέτοιας προσαρμογής.
Αναθεώρηση υπάρχει γύρω από αρκετές τεχνολογίες που παραμένουν ακόμη ακριβές (ηλεκτροκίνηση, αντλίες θερμότητες, υδρογόνο), καθώς είναι προφανές ότι ούτε ο προϋπολογισμός, ούτε οι πολίτες μπορούν να σηκώσουν παρόμοιες δαπάνες. Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, έχει γίνει πιο αναλυτική δουλειά και εξορθολογισμός δαπανών, χωρίς να διακυβεύεται ο εθνικός στόχος.
Αναθεωρείται για παράδειγμα ο στόχος του προσχεδίου που προέβλεπε δαπάνες 50 δισ. ευρώ από τον οικιακό και κτιριακό τομέα, τόσο με την αναβάθμιση ακινήτων, όσο κυρίως με την αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών και γενικότερα την αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό.
Επίσης περιορίζεται ο στόχος ότι σε εξι χρόνια από σήμερα, ως το 2030, θα έχουμε 460.000 οχήματα, ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά. Κατέστη, έστω με αρκετή καθυστέρηση, σαφές από το ΥΠΕΝ ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν σήμερα στην Ελλάδα δεν ξεπερνούν τα μερικές δεκάδες χιλιάδες.
Αυτά όλα σημαίνουν ότι μειώνεται αισθητά η εκτίμηση για δαπάνη 100 δισ ευρώ μόνο από την ηλεκτροκίνηση, την οποία προέβλεπε το προσχέδιο. Εκεί που θα δίνεται βάρος θα είναι στην ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου φόρτισης πανελλαδικά. Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, τα σημεία φόρτισης που προσφέρονται στην Ελλάδα ανά εκατ. κατοίκων, ανέρχονται στα 53,2, έναντι ενός μέσου όρου στην ΕΕ, στα επίπεδα των 287.