Σύλλογος Διπλωματούχων Μηχανικών Ομίλου ΔΕΗ
Το κείμενο της Μακροχρόνιας Στρατηγικής (ΜΣ) που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποτελεί τον προτεινόμενο από την πλευρά της Πολιτείας οδικό χάρτη για την επίτευξη κλιματικά ουδέτερης οικονομίας το 2050. Κεντρικός στόχος στα σχετικά σενάρια που παρουσιάζονται είναι η δραστική μείωση των εκπομπών κατά 80% έως 95% το 2050 συγκριτικά με τα επίπεδα εκπομπών του 1990, προκειμένου να περιοριστεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη σε 1,5 έως 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα στο δεύτερο ήμισυ του τρέχοντος αιώνα.
Όπως επισημαίνεται στο κείμενο της ΜΣ50, οι παραπάνω στόχοι απαιτούν την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του Ελληνικού Ενεργειακού Συστήματος σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση ήδη από τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας, αλλά πολύ περισσότερο κατά την περίοδο 2030-2050, θεωρώντας παράλληλα ως δεδομένη την πλήρη επίτευξη των στόχων που τέθηκαν στα πλαίσια του προσφάτως αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Εάν το ΕΣΕΚ κρίνεται ως ιδιαίτερα φιλόδοξο αναφορικά με την πλήρη εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων για την επίτευξη των κλιματικών στόχων μέχρι το 2030 υιοθετώντας μάλιστα ώριμες πολιτικές και τεχνολογικές λύσεις προς την κατεύθυνση αυτή, η παρούσα ΜΣ αποτελεί ομολογουμένως ένα σύνολο υπεραισιόδοξων εναλλακτικών σεναρίων για την επίτευξη της δραστικής μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, τα οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τεράστιας έκτασης ενεργειακή αναβάθμιση των υφιστάμενων κτιρίων, υψηλότατο βαθμό εξηλεκτρισμού των ενεργειακών χρήσεων σε όλους τους τομείς (μεταφορές, θερμότητα), εντυπωσιακά υψηλή διείσδυση ΑΠΕ ειδικά στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, κ.α. Κεντρικό ρόλο στην επίτευξη του κλιματικά ουδέτερου ενεργειακού συστήματος προτείνεται να αναλάβει η εκτενής εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών που σήμερα παρουσιάζουν όμως πολύ μικρό βαθμό ωριμότητας, όπως είναι η ανάπτυξη και χρήση κλιματικά ουδέτερων καυσίμων (υδρογόνο, βιοαέριο, συνθετικό μεθάνιο) που εκτιμάται ότι στο απώτερο μέλλον θα υποκαταστήσουν πλήρως τα ορυκτά καύσιμα.
Σύμφωνα με την παρούσα ΜΣ50 παρατηρείται το 2030, πλήρης απολιγνιτοποίηση (ουσιαστικά μέχρι 31.12.2027) κλείσιμο όλων των λιγνιτικών μονάδων ισχύος 4GW (σελ. 47) και υποκατάσταση τους από φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, καθώς επίσης από σταθμούς αποθήκευσης.
Η Μελέτη του Ι.Ε.Ν.Ε. [Ινστιτούτου Ενέργειας για την Ν.Α. Ευρώπη], αναφορικά με την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας (Νοέμβριος 2018), στη σελ. 53 προβλέπει ότι η απολιγνιτοποίηση είναι δύσκολο – σε μεσοπρόθεσμο διάστημα – να επιτευχθεί, λόγω του μεγάλου μέρους ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη και στο ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα εκμεταλλεύσιμα λιγνιτικά αποθέματα στην Ευρώπη. Αντίστοιχες πολιτικές ακολουθούν και άλλα Ευρωπαϊκά κράτη με ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη, όπως η Γερμανία, η Πολωνία και η Τσεχία.
Η συγκεκριμένη, επιβαλλόμενη και μη τεκμηριωμένη απόφαση για την απότομη – βίαιη διακοπή λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής μέχρι 1.1.2028, ενδεικτικά θα έχει τα εξής ολέθρια αποτελέσματα:
• Πάγωμα των ερευνών για τη δέσμευση του CO2, τόσο στις λιγνιτικές μονάδες, όσο και στη βιομηχανία.
• Αδυναμία εφαρμογής της υποχρεωτικής περιβαλλοντικής αποκατάστασης και απόδοσης στις τοπικές κοινωνίες των λιγνιτικών περιοχών, των ήδη ανοικτών, αλλά και των εξοφλημένων Ορυχείων και ΑΗΣ, για νέες παραγωγικές επενδύσεις και γεωργική χρήση.
• Δραματική και ανυπολόγιστη -σε κόστος και σε χρόνο- μείωση του βιοτικού επιπέδου των πληθυσμών στις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, που εδώ και έξι δεκαετίες περίπου, έχουν μετασχηματιστεί από φτωχές γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες, σε ευημερούσες μεν, μονομερούς δε ανάπτυξης βιομηχανικές και διαρκώς ρυπαινόμενες περιοχές. Και όλα αυτά, δίχως την παραμικρή πρόνοια της Πολιτείας για τη γνωστή σε όλους ερχόμενη μεταλιγνιτική εποχή, αλλά μόνιμη αδιαφορία, αποκλειστικά για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης της Χώρας, στοιχείο που αποτελούσε το κυρίαρχο εθνικό ζητούμενο όλων των προηγούμενων χρόνων.
• Αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, για την πληρωμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου, που θα απαιτείται από δω και πέρα, για να υποστηρίξει το έλλειμμα από το μοναδικό μέχρι σήμερα ενδογενές καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής, τον λιγνίτη.
• Μείωση της εθνικής ενεργειακής ασφάλειας, εξαιτίας της αδυναμίας κατασκευής τόσο του ηλεκτρικού δικτύου υψηλής τάσης, όσο και του δικτύου μέσης τάσης σύνδεσης με τους σταθμούς ΑΠΕ για περιβαλλοντικούς λόγους.
• Δέσμευση τουλάχιστον 20 δισεκατομμυρίων ευρώ από άλλες παραγωγικές επενδύσεις (π.χ. γεωργία, ξενοδοχειακός – τουριστικός τομέας, βιομηχανία) και χρησιμοποίησή τους για την ανέγερση φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, δικτύων και μπαταριών.
• Αλματώδη αύξηση του ήδη δυσβάστακτου οικονομικού χρέους της Χώρας.
• Δέσμευση γης υψηλής παραγωγικότητας, εκτάσεων της τάξης των 100.000 στρεμμάτων περίπου (ίση με τη μισή έκταση της πεδιάδας Κωπαΐδας), για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών.
• Ανύπαρκτο σχεδιασμό και παντελή απουσία μέριμνας για την αποκατάσταση των εδαφών, καθώς και των αποβλήτων, λόγω της πιθανής εγκατάστασης φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, με το πέρας χρήσης και λειτουργίας τους.
• Μειωμένη ασφάλεια του Εθνικού Ηλεκτρικού Συστήματος λόγω, α. απουσίας έγκαιρου σχεδιασμού – επενδύσεων ενίσχυσης των διασυνδέσεων και β. της διατήρησης των ασθενών διασυνδέσεων με τα άλλα όμορα κράτη, σε συνδυασμό με τη σχεδιαζόμενη εγκατάσταση μπαταριών σε τόσο μεγάλη κλίμακα.
Σύμφωνα με την εισαγωγή στη διαβούλευση για τη ΜΣ50 από τον αρμόδιο Υφυπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γεράσιμο Θωμά,
«…η Μακροχρόνια Στρατηγική για το έτος 2050, αποτελεί για την Ελληνική Κυβέρνηση έναν οδικό Χάρτη για τα θέματα του Κλίματος και της Ενέργειας, στο πλαίσιο της συμμετοχής της χώρας στο συλλογικό Ευρωπαϊκό στόχο της επιτυχούς και βιώσιμης μετάβασης σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας έως το έτος 2050 σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι σαφές ότι η μακροχρόνια στρατηγική αναπτύσσεται συμπληρωματικά στο ΕΣΕΚ, το οποίο και αποτελεί το κεντρικό στρατηγικό σχέδιο βάσει του οποίου υλοποιούνται συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής στους τομείς της ενέργειας και του κλίματος. Το σημείο εκκίνησης σε επίπεδο νέων μέτρων πολιτικής και της εφαρμογής τους, στο πλαίσιο της μακροχρόνιας στρατηγικής, είναι το έτος 2030, και ο σχεδιασμός αυτών εξαρτάται τόσο από το ακριβές ενεργειακό μείγμα που θα έχει διαμορφωθεί τότε όσο και από τις αντίστοιχες τεχνικο-οικονομικές συνθήκες…».
Είναι όμως γεγονός, πως ζητήματα που αφορούν το περιβάλλον και τη βιωσιμότητά του είναι στενά συνδεδεμένα με την ενέργεια λόγω των εκπομπών CO2 ή άλλων αερίων και σωματιδίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Περιβαλλοντικά θέματα επίσης προκύπτουν και από παράγοντες που εκ σχεδιασμού δεν μπορούν να αποτραπούν, όπως είναι π.χ. η κατάκλιση μεγάλων δασικών περιοχών ανάντη φραγμάτων υδροηλεκτρικών έργων ή από ατυχήματα όπως π.χ. διαρροές κατά την εξόρυξη ή μεταφορά αργού πετρελαίου., φυσικού αερίου-υδρογονανθράκων, η εγκατάσταση πλήθους ανεμογεννητριών τεραστίων διαστάσεων στις κορυφογραμμές οροσειρών με αποτύπωμα εκατομμυρίων τόνων αδρανούς ύλης μπετόν , αποτύπωμα μη ανακυκλώσιμων πολυαστερικών συνθετικών υλικών – Kevlar των πτερυγίων των ανεμογεννητριών , άνω και των 75 μέτρων μήκους εκάστου εξ΄αυτών, ακόμη και σε προστατευμένες περιοχές Natura κλπ. Είναι αναγκαία λοιπόν μια αποτελεσματική διακυβέρνηση που θα αποτρέπει και κατ΄ ελάχιστο θα μετριάζει τις βραχυπρόθεσμες διαταραχές σε ένα βιοενεργειακό σύστημα, όπως απαιτεί η χρηστή διοίκηση της πολιτείας σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα που στηρίζει μια ισορροπημένη ανάπτυξη της ενέργειας, αναγκαίας για την ανάπτυξη των σύγχρονων πολιτισμών, χωρίς να διαταράζει ανεπανόρθωτα το κλίμα στον πλανήτη, και το μικρόκλιμα της κάθε περιοχής. Η παρούσα Μακροχρόνια Στρατηγική για το 2050 προκαλεί εντύπωση κατ΄ αρχήν γιατί έπεται χρονικά του νέου ΕΣΕΚ 2020-2030 του οποίου θα έπρεπε κατά την άποψή μας να προηγείται και μετά από εύλογο χρονικό διάστημα να προσαρμοζόταν ο νέος δεκαετής ΕΣΕΚ στη μακροχρόνια τριακονταετή στρατηγική και όχι αντιστρόφως όπως παρουσιάστηκε. Η Μακροχρόνια Στρατηγική για το έτος 2050, κατά την άποψή μας, αποτελεί μια υπεραισιόδοξη προσέγγιση που δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα στον ενεργειακό τομέα έως το 2050 αγνοώντας εντελώς, στην παραγωγή η.ε., τους εγχώριους ενεργειακούς πόρους, λιγνίτη, φυσικού αερίου (επίκειται εξόρυξη τα επόμενα χρόνια σύμφωνα και με τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις περί ερευνών και εξορύξεων Νότια και Νοτιοδυτικά της Χώρας) αλλά και τις μεγάλες επενδύσεις που έχουν γίνει από τη ΔΕΗ και στους υδατικούς πόρους της Χώρας όσο και την περαιτέρω αναγκαία παρακίνηση νέων επενδύσεων για ακόμη μεγαλύτερη αξιοποίηση τους.
Εύλογα λοιπόν, προκύπτουν ερωτήματα, όπως τα ακόλουθα:
• Είναι δυνατό να στηρίζεται η ηλεκτρενεργειακή τροφοδότηση της Χώρας το 2050 μόνο σε ΑΠΕ, εισαγωγές και συσσωρευτές ενέργειας;
• Υπάρχει τέτοιο σενάριο σε άλλη Χώρα της Ευρώπης;
• Πως θα αντιμετωπιστούν οι ιδιαιτερότητες της Χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα που ανακύπτουν λόγω της γεωπολιτικής θέσης και της ισχνής οικονομίας της;
• Ποιος θα αναλάβει το υπέρογκο κόστος των επενδύσεων που απαιτούνται στις ΑΠΕ και τους συσσωρευτές, σε συνδυασμό με τις ελάχιστες θέσεις εργασίας που προσφέρουν;
• Υπάρχει εγγυημένη πρόβλεψη για το ποιος θα αναλάβει το κόστος αποδόμησης αυτών και της υποχρεωτικής περιβαλλοντικής αποκατάστασης στους χώρους εγκατάστασης, μετά το πέρας του χρόνου ζωής – λειτουργίας τους;
Πάραυτα, έχοντας λάβει σοβαρά υπόψη ότι ο ενεργειακός μετασχηματισμός -με στροφή προς τις ΑΠΕ- είναι σε παγκόσμιο επίπεδο μία πραγματικότητα και αποτελεί στρατηγική επιλογή σε επίπεδο: α) Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) Χώρας και γ) Επιχείρησης (ΔΕΗ), κρίθηκε εκ νέου σκόπιμη και απαραίτητη η συμμετοχή μας στη διαβούλευση επί του νέου Εθνικού Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού για το 2050, που αναρτήθηκε στις 28.11.2019 (http://www.opengov.gr/minenv/?p=10174) και η οποία γίνεται ως συνέχεια και συμπλήρωση:
i. των σχολίων μας που αναρτήθηκαν στις 7.12.2018 στη διαβούλευση για τo ΕΣΕΚ (2018-2019), στο σύνδεσμο:http://www.opengov.gr/minenv/?p=9703#comments
ii. των σχολίων μας που αναρτήθηκαν στις 11.11.2019 στη διαβούλευση για το σχέδιο νόμου «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΓΟΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΕΗ, ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΕΠΑ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΑΠΕ», στο σύνδεσμο http://www.opengov.gr/minenv/?p=10098#comments
iii. της παρέμβασης του Προέδρου του Συλλόγου στις 2.12.2019 στην ΤτΕ (Παρουσίαση του νέου ΕΣΕΚ) και
iv. των σχολίων μας που αναρτήθηκαν στις 16.12.2019 στη διαβούλευση για το νέο ΕΣΕΚ (2019), στο σύνδεσμο http://www.opengov.gr/minenv/?p=10155#comments .
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, οι παρατηρήσεις και τα σχόλιά μας συνοψίζονται στα εξής:
1. Η ετήσια ακαθάριστη ζήτηση ηλεκτρισμού στο έτος 2050 εκτιμάται σε 74,7TWh κατά το συντηρητικότερο σενάριο (ΕΣΕΚ 2030) και εκτοξεύεται στις 173,2TWh στο επιθετικότερο σενάριο (NC1.5) επίτευξης των κλιματικών στόχων (βλ. Σχήμα 21, σελ. 43). Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση 30% – 300% σε σχέση με τις σημερινές συνθήκες, το οποίο θα απαιτήσει όχι μόνο εκτεταμένες αναβαθμίσεις και επεκτάσεις σε ηλεκτρικά δίκτυα και υποδομές, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφαλής μεταφορά και διανομή των τεράστιων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και εκτεταμένη εφαρμογή ψηφιακών συστημάτων διαχείρισης των δικτύων. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, εάν πρωτίστως η τεχνολογική πρόοδος ειδικότερα στον τομέα παραγωγής συνθετικών καυσίμων και δευτερευόντως, η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια θα επιτρέψουν τον επιδιωκόμενο μαζικό εξηλεκτρισμό σε όλους τους τομείς, καθώς και εάν το χρονικό διάστημα της περιόδου 2030-2050 επαρκεί προκειμένου να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί βέλτιστα το τεράστιο έργο ριζικού μετασχηματισμού του εγχώριου ηλεκτρικού συστήματος.
2. Κεντρική θέση στον μετασχηματισμό του ηλεκτρικού συστήματος μέχρι το 2050 καταλαμβάνουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Παρ’ όλα αυτά, τα μεγέθη παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, έτσι όπως παρουσιάζονται στο Σχήμα 22 (σελ. 44) είναι εξαιρετικά φιλόδοξα έως εξωπραγματικά, καθώς ξεπερνούν ετησίως τις 70TWh σε όλα τα σενάρια προσομοίωσης και φτάνουν μέχρι τις 150TWh (!) στα επιθετικότερα εξ αυτών (κάλυψη περίπου του 90% της ακαθάριστης ζήτησης ηλεκτρισμού), με τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά να αποτελούν τις βασικές τεχνολογίες που θα συμμετέχουν στο μελλοντικό ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα (κάλυψη του 70% της ακαθάριστης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας). Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος και αντίστοιχα ηλεκτροπαραγωγής από μονάδες ΑΠΕ, κατά 7-15 φορές σε σχέση με τις σημερινές συνθήκες ή ισοδύναμα, εγκατάσταση περίπου 1,5 – 3,0GW νέων μονάδων ΑΠΕ ετησίως, για τα επόμενα 30 χρόνια. Δεδομένης της ελληνικής πραγματικότητας, αναφορικά με τον απαιτούμενο χρόνο ωρίμανσης των έργων ΑΠΕ (ενδεικτικά αναφέρεται ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήψη της επενδυτικής απόφασης μέχρι την ηλέκτριση ενός αιολικού πάρκου -σήμερα- υπερβαίνει συνήθως τα 5 χρόνια), καθώς επίσης ο -εκ των πραγμάτων- σταδιακός περιορισμός των διαθέσιμων χώρων για ανάπτυξη έργων ΑΠΕ με αποδεκτούς συντελεστές φόρτισης (ειδικότερα αιολικών πάρκων), κρίνεται ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί τόσο μεγάλη διείσδυση ΑΠΕ στο θεωρούμενο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τόσο εκτενής υλοποίηση νέων έργων ΑΠΕ απαιτεί και τον παράλληλο εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση των ηλεκτρικών δικτύων, προκειμένου να διασφαλιστεί αφενός μεν η ασφαλής λειτουργία τους και αφετέρου δε η πλήρης απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειας από μονάδες ΑΠΕ. Επιπρόσθετα, σε όλα τα σενάρια προβλέπεται σημαντική αύξηση (έως διπλασιασμός) της υδροηλεκτρικής παραγωγής, χωρίς όμως από τη μια να διευκρινίζεται εάν προέρχεται από μικρά υδροηλεκτρικά έργα (φυσικής ροής) ή από μεγάλα υδροηλεκτρικά συγκροτήματα, που διαθέτουν ταμιευτήρες και από την άλλη, εάν υπάρχουν οι διαθέσιμοι υδάτινοι πόροι εντός της ελληνικής επικράτειας, για την κατασκευή και αποδοτική λειτουργία των έργων αυτών. Η μέχρι σήμερα εμπειρία από την εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας στη χώρα μας, έχει δείξει ότι το μέγεθος της εγχώριας εγκατεστημένης ισχύος των ΥΗΣ είναι αδύνατο να αυξηθεί περαιτέρω στα παραπάνω επίπεδα, καθώς ακόμη και το μοναδικό σε εκκρεμότητα υδροηλεκτρικό έργο του ΥΗΣ Μεσοχώρας ισχύος 160MW που έχει κατασκευαστεί εδώ και 18 χρόνια, δεν λειτουργεί ακόμη, καθώς προσκρούει στην ολιγωρία της κρατικής διοίκησης και σε σειρά γραφειοκρατικών διαδικασιών, δικαστικών αποφάσεων και αντιδράσεων από τις τοπικές κοινωνίες, προκαλώντας διαφυγόντα κέρδη πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ ετησίως για τη ΔΕΗ.
3. Είναι πλέον γνωστό ότι η λειτουργία μονάδων μεταβλητών ΑΠΕ (αιολικών, φωτοβολταϊκών) σε τόσο μεγάλη έκταση, απαιτεί σημαντική μεγέθυνση της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για σκοπούς άμεσης εξισορρόπησης της διακοπτόμενης παραγωγής ΑΠΕ και παροχής εφεδρειών. Η προτεινόμενη ΜΣ αναδεικνύει σε κεντρική τεχνολογία αποθήκευσης το υδρογόνο, συνεπικουρούμενο από τις μπαταρίες, αγνοώντας παντελώς τις υπάρχουσες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της αντλησιοταμίευσης στη Χώρα, καθώς η εγκατεστημένη ισχύς σε όλα τα σενάρια προσομοίωσης για το έτος 2050 ισούται με 1,5GW και είναι όση ακριβώς προβλέπει επίσης το ΕΣΕΚ για το έτος 2030 (700MW των δύο υφιστάμενων αντλητικών συγκροτημάτων Σφηκιάς & Θησαυρού + 680MW του έργου της «ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ», πιθανώς σε σύμπραξη με τη ΔΕΗ στην Αμφιλοχία + 140MW του αντλητικού σταθμού στο Αμάρι της Κρήτης). Η αποκλειστική επιλογή νέων καινοτόμων τεχνολογιών αποθήκευσης, που σήμερα είναι τεχνολογικά και εμπορικά ανώριμες για μαζική παραγωγή και χρήση, αφήνοντας στο περιθώριο τη δοκιμασμένη τεχνολογία της αντλησιοταμίευσης, η οποία μπορεί μάλιστα να εφαρμοστεί άμεσα, κρίνεται τουλάχιστον ως μη λογική. Προτείνεται λοιπόν η αναθεώρηση του μείγματος των τεχνολογιών αποθήκευσης με σημαντική αύξηση της ισχύος αντλησιοταμίευσης τουλάχιστον στα 3GW το 2050, η οποία μπορεί να προέλθει κατά βάση από μετατροπή υφιστάμενων μονάδων ΥΗΣ της ΔΕΗ, αξιοποιώντας με τον τρόπο αυτό μεγάλο μέρος της υπάρχουσας υποδομής (φράγμα, μέρος ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού, τεχνογνωσία προσωπικού κ.λπ.). Επίσης, στα πλαίσια του νέου μοντέλου οργάνωσης της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπου αναμένεται να αποκαλυφθεί η πραγματική αξία της ευελιξίας και της γρήγορης απόκρισης των μονάδων παραγωγής για την εξισορρόπηση της μεταβλητής παραγωγής ΑΠΕ, η λειτουργία των αντλητικών σταθμών είτε αυτόνομα, είτε σε συνδυασμό με μονάδες μεταβλητής παραγωγής ΑΠΕ (σχήμα υβριδικών σταθμών) για την παροχή ενέργειας και ισχύος εξισορρόπησης, αναμένεται να αποτελέσει μία θετική λύση για την εξισορρόπηση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας σε πραγματικό χρόνο.
4. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι στην προτεινόμενη ΜΣ ο ρόλος της βιομάζας κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικός για τη μετάβαση σε μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Σε αυτό συνηγορεί κυρίως η θεώρηση ότι η καύση μίας ποσότητας βιομάζας αποδίδει στην ατμόσφαιρα τόση ποσότητα αερίων του θερμοκηπίου (κυρίως CO2) όσο δεσμεύτηκε κατά την ανάπτυξη της βιομάζας. Οπότε κατά σύμβαση η καύση βιομάζας έχει μηδενικό κλιματικό αποτύπωμα και εφόσον συνδυαστεί με τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (Carbon Capture and Storage, CCS) οδηγεί σε αρνητικές εκπομπές. Στο πλαίσιο αυτό, η Πολιτεία θα πρέπει να υποστηρίξει ποικιλοτρόπως την ανάπτυξη ενεργειακών καλλιεργειών για την παραγωγή βιομάζας και την μετέπειτα παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δίνοντας ισχυρά κίνητρα για την ανάπτυξη μονάδων βιομάζας πρωτίστως στις πληγείσες από την εξαγγελθείσα απολιγνιτοποίηση περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σχετική γεωργική δραστηριότητα θα μπορούσε να αναπτυχθεί στις γαίες που προέρχονται από αποκατάσταση των εξαντλημένων ορυχείων στις παραπάνω περιοχές. Συμπληρωματικά, η άμεση διερεύνηση της δυνατότητας μετατροπής των πιο σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων (π.χ. Αγ. Δημήτριος 5, Μεγαλόπολη 4, Μελίτη) σε μονάδες βιομάζας ήδη από το 2023, εφόσον φυσικά κάτι τέτοιο είναι οικονομικά αποδοτικό, θα περιόριζε σημαντικά τις πολύπλευρες αρνητικές επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες από την οριστική απόσυρση των μονάδων αυτών.
Συμπερασματικά και μεταξύ των άλλων, προτείνονται:
i. Σε πρώτη φάση, η ανάληψη όλων των αναγκαίων πολιτικών πρωτοβουλιών και σε μεταγενέστερο στάδιο η εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων, έτσι ώστε η Χώρα να αξιοποιήσει πρωτίστως τις εγχώριες πλουτοπαραγωγικές πηγές (ΑΠΕ, υδροηλεκτρική παραγωγή, αντλησιοταμίευση, βιομάζα) και την αξιόλογη εμπειρία των στελεχών του ενεργειακού τομέα. Στη συνέχεια, να καταφεύγει σε λύσεις οι οποίες, είτε ενισχύουν την ενεργειακή εξάρτηση της Χώρας (π.χ. φυσικό αέριο), είτε σήμερα είναι τεχνολογικά ανώριμες χωρίς να διαφαίνεται επί του παρόντος πότε θα καταστούν τεχνικά εφικτές και οικονομικά αποδοτικές.
ii. Άμεσος σχεδιασμός της εναλλακτικής ανάπτυξης στα Ενεργειακά Κέντρα Δυτικής Μακεδονίας & Μεγαλόπολης. Εφαρμογή συγκεκριμένων πλάνων και καταβολή της αναγκαίας χρηματοδότησης με εξασφαλισμένους πόρους και χρονοδιάγραμμα, για την ομαλή απολιγνιτοποίηση και άρση της οικονομικής και κοινωνικής απαξίωσης, στην οποία ήδη περιέρχονται αυτές οι λιγνιτικές περιοχές και μάλιστα επιταχυνόμενα τα αμέσως επόμενα χρόνια, αν δεν υπάρξουν γενναίες εθνικές πολιτικές και πρωτοβουλίες.
iii. Παρακολούθηση των ενεργειακών σχεδιασμών που έχουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και οι οποίες συνεχίζουν να διαθέτουν λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή, για την εύρεση των βέλτιστων πρακτικών στη διαχείριση του λιγνίτη ως μεταβατικού καυσίμου, έως το 2040 περίπου.
iv. Σχεδιασμός της λελογισμένης ένταξης των ΑΠΕ στο εθνικό ηλεκτρικό σύστημα, χωρίς την πρόκληση προβλημάτων ασφαλείας εφοδιασμού και λαμαβάνοντας υπόψη ότι για τη Χώρα, ανεξαρτήτως των όποιων χρηματοδοτήσεων και επιδοτήσεων, όλα αυτά αποτελούν νέα δάνεια και οικονομικές υποχρεώσεις, που δύνανται να υποθηκεύσουν για πάρα πολλά χρόνια, τις προοπτικές εθνικής ανάπτυξης.
v. Εξοικονόμηση πόρων για τη χρήση τους σε άλλους άκρως παραγωγικούς τομείς της οικονομίας (π.χ. γεωργία, βιομηχανία, τουρισμός κ.λπ.).
vi. Διερεύνηση δυνατότητας χρήσης άγονων εκτάσεων σε εξοφλημένα Ορυχεία και ΑΗΣ, για την πιθανή εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων*. Αξιοποίηση των εν λόγω έτοιμων και αποσβεσμένων υποδομών, για την προσέλκυση επενδύσεων βιομηχανικών, βιοτεχνικών δραστηριοτήτων ή κατά περίπτωση άλλων αγροτικών χρήσεων και εφαρμογών (συσκευασίας, τυποποίησης κ.α.).
* (Τα μέτρα αυτά εξοικονομούν πόρους, καθώς δεν απαιτούνται σημαντικά έργα σύνδεσης με τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς επίσης δεν είναι σε γη υψηλής παραγωγικότητας, οπότε δεν αυξάνονται σημαντικά τα τέλη χρήσης δικτύου και συστήματος, σε βάρος του καταναλωτή.)
Τέλος,
Α. επειδή δεν λήφθηκε υπόψη η πρότασή μας για σχετική μέριμνα νομοθετικής ρύθμισης στο πλαίσιο ΣΝ του μετέπειτα Ν.4643/2019, επαναδιατυπώνουμε την παρακάτω πρόταση μας για πρόβλεψη στο ΜΣ50 και σχετική νομοθετική ρύθμιση στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σενάρια (ΜΣ50, Σελ. 47, Σχημ. 23) που σύμφωνα με αυτά, 6πλασιάζονται έως και 8πλασιάζονται τα χερσαία αιολικά και 14πλασιάζονται τα Φ/Β ως προς τα αντίστοιχα του 2015:
«Οι θέσεις υψηλού αιολικού και ηλιακού δυναμικού της Χώρας αποτελούν σπάνιο πόρο και μέσω αυτών η διαχείριση του αιολικού και ηλιακού δυναμικού της Χώρας, συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα του Κράτους, καθώς και δημόσιο αγαθό με σημαντική κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική αξία».
Κατ΄ αντιστοιχία των:
«Νόμος 3431/06 – άρθρο 23, παρ. 1. Το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων, καθώς και οι γεωστατικές ή μη τροχιακές θέσεις δορυφόρων, που έχουν απονεμηθεί ή εκχωρηθεί στη χώρα αποτελούν σπάνιους πόρους, των οποίων η διαχείριση συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα του Κράτους.
Νόμος 4070/12 – άρθρο 20, παρ. 1. Το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων αποτελεί σπάνιο πόρο, η διαχείριση του οποίου συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα του Κράτους, καθώς και δημόσιο αγαθό με σημαντική κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική αξία».
Με την παραπάνω ρύθμιση μέρος του εξασφαλισμένου κέρδους από την πώληση της η.ε. των ΑΠΕ θα λαμβάνεται από το Κράτος για μείωση του δημόσιου χρέους αφού μέχρι σήμερα, το Κράτος εκχωρεί σχεδόν δωρεάν, κατά κύριο λόγο στους ιδιώτες επενδυτές, Δημόσιο πλούτο ως ανωτέρω άνευ ουσιαστικού ανταλλάγματος (1.000 ευρώ περίπου για 1 στρέμμα για 100 χρόνια!!).
Β. Η τεράστια αύξηση των ΑΠΕ που σχεδιάζεται, πέραν των άλλων δεν θα πρέπει να προκαλέσει άλλες νέες οικονομικές ζημιές στην Εθνική Οικονομία. Ένας βασικός τρόπος αντιμετώπισης της επικινδυνότητας αυτής είναι η αποτελεσματική διαπραγμάτευση με τις κατασκευάστριες εταιρείες και τις αντίστοιχες Χώρες που καρπούνται οφέλη,
1. από τις εξαγωγές του εξοπλισμού των ΑΠΕ, αλλά και στη συνέχεια
2. από την παραγωγή και την εκμετάλλευση αυτών (αφού μεγάλα οικονομικά μπλοκ συμμετέχουν στη μετοχική σύνθεση των εταιρειών εκμετάλλευσης των κατά τη λειτουργία και πώληση Η.Ε.)
Η προαναφερόμενη διαπραγμάτευση θα πρέπει να στοχεύσει ώστε ο εισαγόμενος εξοπλισμός να συναρμολογείται και όπου είναι εφικτό να κατασκευάζεται, στην Χώρα και μάλιστα στις απολιγνιτοποιημένες περιοχές όπου διατίθενται όλες οι απαιτούμενες βασικές υποδομές και οι δυνατότητες αδειοδότησης κατάλληλων μονάδων, συναρμογής και μετέπειτα υποστήριξης. Τα οφέλη θα είναι πολλαπλά όπως, παραγωγή εγχώριου προϊόντος, μείωση εξαγωγής συναλλάγματος, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων περιοχών, απόκτηση τεχνογνωσίας κ.α.