Το κόστος της διαχείρισης
των συμφορήσεων στα δίκτυα ηλεκτρισμού της ΕΕ ανήλθε στα 4 δισ. ευρώ
Mε νέα έκθεσή του ο ACER, ο Σύνδεσμος των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο μπλοκ των 27, αναδεικνύοντας τις στρεβλώσεις και τις δυσλειτουργίες στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού, επιμένοντας στην ανάγκη επέκτασης της αποθήκευσης.
Πιο αναλυτικά, ο ACER αναφέρεται στις αρνητικές τιμές ενέργειας σε περιόδους χαμηλής ζήτησης και στις υψηλές τιμές σε περιόδους υψηλής ζήτησης.
Στην έκθεσή του για την ενοποίηση των χονδρεμπορικών αγορών ηλεκτρισμού που δημοσιεύτηκε προ ημερών, δίνει μερικούς αριθμούς που δίνουν τη μεγάλη εικόνα.
Πρώτον, οι ώρες που η παραγωγή ηλεκτρισμού προέρχεται από μονάδες που δεν ανταποκρίνονται στα «σινιάλα» της ζήτησης (κάτι που ισχύει εν πολλοίς για τις ΑΠΕ λόγω των σχημάτων επιδοτήσεων που τις συνοδεύουν) αυξήθηκε κατά 10% το 2023, φτάνοντας στο 55% του συνόλου της ηλεκτροπαραγωγής
Δεύτερον, 7.000 ώρες οι τιμές ήταν πολύ χαμηλές (κάτω από 5 ευρώ/MWh), έναντι 1.400 που ήταν το 2019 (που επελέγη ως βάση σύγκρισης καθώς ήταν το τελευταίο «κανονικό» έτος, καθώς την περίοδο 2020 -2021 η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού επηρεάστηκε καίρια από τον COVID ενώ το 2022 από την ενεργειακή κρίση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία)
Τρίτον, το κόστος της διαχείρισης των συμφορήσεων στα δίκτυα ηλεκτρισμού της ΕΕ ανήλθε στα 4 δισ. ευρώ
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, το ποσοστό των ΑΠΕ στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής αυξήθηκε μεν το 2023, μαζί όμως αυξήθηκε και η ηλεκτροπαραγωγή που δεν ανταποκρίνεται στα σήματα της ζήτησης (non responsive generation) με αποτέλεσμα να εντείνονται οι προκλήσεις, όπως οι χαμηλές ή αρνητικές τιμές και οι μεγάλες διαφορές των χονδρεμπορικών τιμών στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, η μέση χονδνεμπορική τιμή παραμένει σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με το 2020 (κρίση COVID), επηρεάζοντας την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα ευέλικτων πόρων οδηγεί σε χαμηλές τιμές σε περιόδους υπερπροσφοράς πράσινης ενέργειας, πλήττοντας την κερδοφορία των μονάδων ΑΠΕ.
Σύμφωνα με τον ACER, η απόκριση στη ζήτηση (demand response) σύμφωνα με την οποία επιχειρήσεις και νοικοκυριά προσαρμόζουν την κατανάλωσή τους στα σήματα της ζήτησης θα μπορούσε να προσφέρει την ευελιξία που απαιτείται για την άμβλυνση τόσο των πολύ χαμηλών όσο και των πολύ υψηλών τιμών.
Προσθέτει δε ότι η αργή ανάπτυξη του demand response –που παρατηρείται σήμερα- αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε ΑΠΕ και λειτουργεί ανασταλτικά για την εξομάλυνση των τιμών.
Την ίδια στιγμή, ο ACER αναδεικνύει και τη σημασία των προθεσμιακών αγορών ηλεκτρισμού για την εγγύηση των εσόδων των παραγωγών ηλεκτρισμού και την αντιστάθμιση των κινδύνων για τους καταναλωτές.
Ο Σύνδεσμος εντοπίζει ως σοβαρές αδυναμίες την ελλιπή ρευστότητα για συμβόλαια με διάρκεια άνω του ενός έτους και την υψηλή συγκέντρωση των συναλλαγών σε συγκεκριμένες αγορές (στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται το ΕΧΕ). Αδυναμίες που όπως υποστηρίζει περιορίζουν την αποτελεσματικότητα των προθεσμιακών αγορών όσον αφορά στην στήριξη των επενδύσεων.
Ο ACER τονίζει επίσης ότι οι ευέλικτοι πόροι θα (αποθήκευση, demand response κ.α.) θα πρέπει να διπλασιαστούν έως το 2030 για να ακολουθήσουν τον ταχύ βηματισμό της πράσινης μετάβασης, ενώ υπογραμμίζει και την ανάγκη για αυξημένες συναλλαγές μεταξύ των διαφορετικών ζωνών προσφορών στην ΕΕ -και κατ’ επέκταση των διασυνοριακών διασυνδέσεων ως μια ακόμη πηγή ευελιξίας που θα συνέβαλε τα μέγιστα στην ενσωμάτωση περισσότερων ΑΠΕ και στην άμβλυνση των έντονων διακυμάνσεων των χονδρεμπορικών τιμών.
Πιο αναλυτικά, ο ACER αναφέρεται στις αρνητικές τιμές ενέργειας σε περιόδους χαμηλής ζήτησης και στις υψηλές τιμές σε περιόδους υψηλής ζήτησης.
Στην έκθεσή του για την ενοποίηση των χονδρεμπορικών αγορών ηλεκτρισμού που δημοσιεύτηκε προ ημερών, δίνει μερικούς αριθμούς που δίνουν τη μεγάλη εικόνα.
Πρώτον, οι ώρες που η παραγωγή ηλεκτρισμού προέρχεται από μονάδες που δεν ανταποκρίνονται στα «σινιάλα» της ζήτησης (κάτι που ισχύει εν πολλοίς για τις ΑΠΕ λόγω των σχημάτων επιδοτήσεων που τις συνοδεύουν) αυξήθηκε κατά 10% το 2023, φτάνοντας στο 55% του συνόλου της ηλεκτροπαραγωγής
Δεύτερον, 7.000 ώρες οι τιμές ήταν πολύ χαμηλές (κάτω από 5 ευρώ/MWh), έναντι 1.400 που ήταν το 2019 (που επελέγη ως βάση σύγκρισης καθώς ήταν το τελευταίο «κανονικό» έτος, καθώς την περίοδο 2020 -2021 η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού επηρεάστηκε καίρια από τον COVID ενώ το 2022 από την ενεργειακή κρίση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία)
Τρίτον, το κόστος της διαχείρισης των συμφορήσεων στα δίκτυα ηλεκτρισμού της ΕΕ ανήλθε στα 4 δισ. ευρώ
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, το ποσοστό των ΑΠΕ στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής αυξήθηκε μεν το 2023, μαζί όμως αυξήθηκε και η ηλεκτροπαραγωγή που δεν ανταποκρίνεται στα σήματα της ζήτησης (non responsive generation) με αποτέλεσμα να εντείνονται οι προκλήσεις, όπως οι χαμηλές ή αρνητικές τιμές και οι μεγάλες διαφορές των χονδρεμπορικών τιμών στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, η μέση χονδνεμπορική τιμή παραμένει σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με το 2020 (κρίση COVID), επηρεάζοντας την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα ευέλικτων πόρων οδηγεί σε χαμηλές τιμές σε περιόδους υπερπροσφοράς πράσινης ενέργειας, πλήττοντας την κερδοφορία των μονάδων ΑΠΕ.
Σύμφωνα με τον ACER, η απόκριση στη ζήτηση (demand response) σύμφωνα με την οποία επιχειρήσεις και νοικοκυριά προσαρμόζουν την κατανάλωσή τους στα σήματα της ζήτησης θα μπορούσε να προσφέρει την ευελιξία που απαιτείται για την άμβλυνση τόσο των πολύ χαμηλών όσο και των πολύ υψηλών τιμών.
Προσθέτει δε ότι η αργή ανάπτυξη του demand response –που παρατηρείται σήμερα- αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε ΑΠΕ και λειτουργεί ανασταλτικά για την εξομάλυνση των τιμών.
Την ίδια στιγμή, ο ACER αναδεικνύει και τη σημασία των προθεσμιακών αγορών ηλεκτρισμού για την εγγύηση των εσόδων των παραγωγών ηλεκτρισμού και την αντιστάθμιση των κινδύνων για τους καταναλωτές.
Ο Σύνδεσμος εντοπίζει ως σοβαρές αδυναμίες την ελλιπή ρευστότητα για συμβόλαια με διάρκεια άνω του ενός έτους και την υψηλή συγκέντρωση των συναλλαγών σε συγκεκριμένες αγορές (στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται το ΕΧΕ). Αδυναμίες που όπως υποστηρίζει περιορίζουν την αποτελεσματικότητα των προθεσμιακών αγορών όσον αφορά στην στήριξη των επενδύσεων.
Ο ACER τονίζει επίσης ότι οι ευέλικτοι πόροι θα (αποθήκευση, demand response κ.α.) θα πρέπει να διπλασιαστούν έως το 2030 για να ακολουθήσουν τον ταχύ βηματισμό της πράσινης μετάβασης, ενώ υπογραμμίζει και την ανάγκη για αυξημένες συναλλαγές μεταξύ των διαφορετικών ζωνών προσφορών στην ΕΕ -και κατ’ επέκταση των διασυνοριακών διασυνδέσεων ως μια ακόμη πηγή ευελιξίας που θα συνέβαλε τα μέγιστα στην ενσωμάτωση περισσότερων ΑΠΕ και στην άμβλυνση των έντονων διακυμάνσεων των χονδρεμπορικών τιμών.