ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΡΑΛΕΥΘΕΡΗ
ΜΕΛΟΥΣ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΔΕΗ Α.Ε.
ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
1. Περίληψη
Τα
μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στοχοποίησαν κυρίως
τη χρήση του ορυκτού καυσίμου του άνθρακα, ο οποίος υπάρχει σε διάφορες
ποιότητες, μια από τις οποίες αποτελεί και ο Ελληνικός λιγνίτης. Τα
μέτρα έχουν προκαλέσει σημαντικές επιβαρύνσεις στην Ελληνική Οικονομία,
που ιστορικά στηρίχθηκε στην εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που
προσέφερε ο λιγνίτης με το χαμηλό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας,
τη συμβολή του στην.. ανάπτυξη (οικονομία - απασχόληση) των τοπικών
κοινωνιών και τη διασφάλιση της ασφάλειας εφοδιασμού. Σήμερα, καθώς δεν
είναι ακόμα δυνατή η υποκατάσταση της λιγνιτικής παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας από άλλη με
ισοδύναμα τεχνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, καλούμαστε να βρούμε
τρόπους να διατηρήσουμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που παρέχει ο
λιγνίτης, σεβόμενοι παράλληλα την ανάγκη να εκσυγχρονίσουμε τις υποδομές
για την ελαχιστοποίηση των όποιων περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
[1] Για το λόγο αυτό η ΔΕΗ έχει επιλέξει να επενδύσει και να παρατείνει τη λειτουργία των νεότερων μονάδων του χαρτοφυλακίου, που είναι οι μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, ενώ θα εκμεταλλευτεί κατάλληλα τις μονάδες των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου ώστε να αξιοποιηθούν οι 17500 ώρες λειτουργίας που έχουν παραχωρηθεί, μέχρι το 2023 που πρέπει να αποσυρθούν. Αναφορικά με τις μονάδες του ΑΗΣ Πτολεμαḯδας, παρ’ όλον ότι είναι πλέον εξαιρετικά παλαιές και διαθέτουν αντιοικονομικά χαρακτηριστικά, στα πλαίσια της εξαγγελθείσας βούλησης της Πολιτείας, επανεξετάζεται η λειτουργία της Μονάδας ΙΙΙ για ένα μεταβατικό διάστημα, έως ότου ολοκληρωθούν οι προγραμματιζόμενες επενδύσεις στις λοιπές μονάδες.
[2] Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι οι ρυθμίσεις της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επιφυλάσσουν ιδιόμορφη μεταχείριση στα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα που κατέχει η ΔΕΗ. Αφενός η ενέργεια που παράγουν προσμετράται στο σύνολο της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός επίτευξης των στόχων της χώρας για τη διείσδυση των ΑΠΕ, αφετέρου όμως στερούνται του όποιου δικαιώματος θα μπορούσε να τους αποφέρει πρόσθετα έσοδα, είτε με την συμμετοχή τους στα έσοδα του λογαριασμού του άρθρου 143 είτε με την έκδοση «πράσινων πιστοποιητικών» που προβλέπονται σε άλλες χώρες. Τουναντίον η λειτουργία και ανάπτυξή τους έχει δαιμονοποιηθεί με τις γνωστές αρνητικές συνέπειες (παράδειγμα του ΥΗΣ Μεσοχώρας), ενώ το υψηλό κόστος επένδυσης το οποίο δεν μπορεί να ανακτηθεί, έχει επιφέρει παντελή διακοπή κάθε δραστηριότητας από τη ΔΕΗ για την περαιτέρω ανάπτυξη των μεγάλων ΥΗΣ στη χώρα.
2. Σύντομο ιστορικό.
Ο
λιγνίτης αποτέλεσε το ορυκτό καύσιμο στο οποίο στηρίχθηκε η
μεταπολεμική ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας. Η χρήση του στην παραγωγή
ηλεκτρικής ενέργειας στο ηπειρωτικό σύστημα, παρέσχε τη δυνατότητα να
περιοριστεί η μεταβλητότητα στις τιμές παραγωγής και διάθεσης ηλεκτρικής
ενέργειας, διασφάλισε τη γεωστρατηγική ανεξαρτησία της χώρας και
στήριξε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όλων των Ελληνικών Επιχειρήσεων
έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους για πολλές δεκαετίες. Ταυτόχρονα,
οι δραστηριότητες εξόρυξης και εκμετάλλευσης λιγνίτη δημιούργησαν
πολυάριθμες θέσεις εργασίας στη Δυτική Μακεδονία και Πελοπόννησο, και
συνέβαλαν τα μέγιστα στην τοπική ανάπτυξη (π.χ. την αύξηση του
εισοδήματος των αντίστοιχων Περιφερειών). Η κλιματική αλλαγή και τα
μέτρα που έχουν αποφασιστεί για την αντιμετώπισή της, έχουν ως επίκεντρο
τη χρήση των στερεών ορυκτών καυσίμων, κυρίως δε των παραλλαγών του
άνθρακα μεταξύ των οποίων και ο λιγνίτης, με άμεσες επιπτώσεις στη
διατήρηση των πλεονεκτημάτων που προαναφέρθηκαν.
3. Τα θέματα περιβάλλοντος των λιγνιτών.
Η
Οδηγία 2003/87/ΕΕ, όπως ισχύει σήμερα, θέσπισε τη δημιουργία ενός
μηχανισμού εμπορίας δικαιωμάτων αερίων του θερμοκηπίου, εστιάζοντας
κυρίως στην εμπορία δικαιωμάτων CO2, μέσω του οποίου αποσκοπεί στη
δημιουργία αντικινήτρου στη χρήση ρυπογόνων τεχνολογιών. Μέχρι σήμερα
στις υπόχρεες εγκαταστάσεις, περιλαμβάνονται κυρίως οι μεγάλες
βιομηχανικές μονάδες και οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ενώ καταβάλλονται
προσπάθειες από την ΕΕ για την ένταξη τόσο των αερίων όσο και των
θαλάσσιων μεταφορικών μέσων, τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι συμβάλλουν
στην έκλυση αερίων ρύπων και εκτός των ορίων των αστικών περιβαλλόντων,
που διαθέτουν λιμάνια και αεροδρόμια, επιδίωξη όμως που συναντά ισχυρές
αντιδράσεις από τα αντιτιθέμενα οικονομικά συμφέροντα. Σήμερα
βρισκόμαστε στην τρίτη φάση, από τις προβλεπόμενες στην εν λόγω Οδηγία,
στη διάρκεια της οποίας, οι Ελληνικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις
οφείλουν να αγοράζουν το σύνολο των δικαιωμάτων εκπομπών που ισοδυναμούν
στις εκπομπές που πραγματοποιούν.
Η
Οδηγία 2010/75 ΕΕ που ρυθμίζει τους βιομηχανικούς ρύπους, θέσπισε
συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τη διαχείριση των λιγνιτικών μονάδων της
Επιχείρησης.
Από
τις λιγνιτικές μονάδες της Επιχείρησης μόνο οι μονάδες του ΑΗΣ Μελίτης,
και του ΑΗΣ Μεγαλόπολης απαιτούν ήσσονος σημασίας επενδύσεις, οι
οποίες και θα πραγματοποιηθούν, ώστε η ποσότητα των σωματιδίων και των
λοιπών ρύπων που εκπέμπουν, να είναι χαμηλότερη των ορίων που
θεσπίζονται. Για τις λοιπές μονάδες δίνονται δύο δυνατότητες:
- Η βελτίωση μέσω επενδύσεων των μονάδων παραγωγής, που αποσκοπούν στη μείωση των εκπομπών ποικίλων ρύπων μεταξύ των οποίων και ενώσεων ΝΟx και SΟx. Οι εν λόγω μονάδες εντάσσονται στο Μεταβατικό Εθνικό Σχέδιο Μείωσης Εκπομπών, οπότε και θα παραταθεί η διάρκεια λειτουργίας τους για πολλά χρόνια ή
- Ο καθορισμός συγκεκριμένου ορίου ωρών λειτουργίας τους που θα επιτρέψουν την εκμετάλλευσή τους μέχρι την οριστική απόσυρσή τους το 2023.
4. Τα μέτρα που επιβαρύνουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη.
Η
Ελληνική Πολιτεία έχει ευθυγραμμιστεί πλήρως με τα μέτρα πολιτικής που
έχουν αποφασιστεί από την ΕΕ, για τον περιορισμό της χρήσης των ορυκτών
καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή, για τη μείωση των εκπομπών αέριων του
θερμοκηπίου και την προώθηση της παραγωγής από μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών
Ηλεκτρικής Ενέργειας. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν:
- Την υποχρέωση καταβολής αντιτίμου για την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, μέσω της υποχρέωσης απόκτησης δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πρόκειται για το βασικό μέτρο που επιβάλλεται στη λιγνιτική παραγωγή. Οι υπόχρεες εταιρείες προμηθεύονται τα δικαιώματα από την αγορά (χρηματιστήρια, πλειστηριασμούς κρατών κ.α.). Η τιμή των δικαιωμάτων τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει έντονη μεταβλητότητα και επηρεάζεται από τα μέτρα πολιτικής που ανακοινώνονται από τα εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η Ελληνική Πολιτεία με το ν. 4001/2011 εισφέρει τα έσοδα από τον πλειστηριασμό των δικαιωμάτων που εκδίδει, στο λογαριασμό του άρθρου 143 του νόμου, μέσω του οποίου αμείβονται οι μονάδες παραγωγής από ΑΠΕ.
- Την υποχρέωση πραγματοποίησης επενδύσεων, για τον περιορισμό των εκπομπών υποξειδίου του αζώτου, οξειδίων του θείου (ΝΟx, SΟx) και αιωρούμενων σωματιδίων, που παράγονται κατά την καύση του λιγνίτη.
- Την επιβολή αυστηρών περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας των μονάδων παραγωγής από λιγνίτη, που περιλαμβάνουν διαχείριση τέφρας, αποκατάσταση ορυχείων και άλλα.
Επιπλέον
των ανωτέρω μέτρων που απορρέουν από το τρέχον νομοθετικό πλαίσιο της
ΕΕ, η Ελληνική Πολιτεία έχει επιβάλει πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση
–«ειδικό τέλος»- ύψους 2 €/MWh στην παραγόμενη ενέργεια από τους
λιγνιτικούς σταθμούς. Το ποσό που προκύπτει από το εν λόγω «ειδικό
τέλος» εισφέρεται στο λογαριασμό του άρθρου 143 του ν. 4001/2011 για την
αποζημίωση των μονάδων από ΑΠΕ. Το μέτρο αυτό ισχύει από το Φεβρουάριο
2012 και μετά και συνεπάγεται επιβάρυνση της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής
με περίπου €50 εκατ. ετησίως.
5. Τα κυριότερα θέματα που αφορούν την αγορά και το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και οι συνέπειες.
Στο
παρακάτω διάγραμμα φαίνεται η εξέλιξη της τιμής των δικαιωμάτων
εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με παράλληλη επισήμανση σημαντικών
γεγονότων είτε πολιτικής είτε άλλου περιεχομένου, που καταδεικνύει την
ευαισθησία της. Σήμερα η τιμή κυμαίνεται στα επίπεδα των 7,7 €/τόνο. Ο
μέσος όρος των εκπομπών των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ
κυμαίνεται στα επίπεδα του 1,5 Τόνου/MWh. Αυτό σημαίνει ότι προκύπτει
επιβάρυνση 11,5 €/MWh για την τρέχουσα τιμή δικαιωμάτων. Έχοντας κατά
νουν ότι το μέσο κόστος παραγωγής από το λιγνίτη σήμερα για τη ΔΕΗ
ανέρχεται στα 40 €/MWh (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος των
δικαιωμάτων εκπομπών), γίνεται κατανοητό ότι τα δικαιώματα προκαλούν επί
πλέον επιβάρυνση 25% στο αρχικό κόστος του καυσίμου, σε σημερινές
τιμές. Προφανώς, η επιβάρυνση αυτή θα είναι ακόμα μεγαλύτερη σε
περίπτωση που η τιμή δικαιωμάτων αυξηθεί στο μέλλον.
Το
σύνολο των δικαιωμάτων εκπομπών που υποχρεούται να αγοράσει ετήσια η
ΔΕΗ, για το σύνολο της παραγωγής της από ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη, φυσικό
αέριο, πετρέλαιο στη νησιωτική χώρα), ανέρχεται στα επίπεδα των 40εκ.
τόνων τα τελευταία χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι σε σημερινές τιμές η ετήσια
επιβάρυνσή της ανέρχεται περίπου στο ποσό των 280 εκ. €.
Η
πολιτική επιδίωξη της ΕΕ, μέσω ποικίλων μέτρων, είναι να προκύψει
μείωση της προσφοράς δικαιωμάτων, η οποία θα προκαλέσει αύξηση της τιμής
των δικαιωμάτων εκπομπών και μάλιστα μεγάλη, και θα καταστήσει τη χρήση
των στερεών ορυκτών καυσίμων μη ανταγωνιστική ενώ παράλληλα θα
περιοριστούν δραστικά οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
6. Η στρατηγική της ΔΕΗ.
Η
ΔΕΗ προμηθεύεται δικαιώματα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου
ακολουθώντας κατάλληλες αγοραστικές τακτικές ώστε να ελαχιστοποιήσει το
αντίστοιχο κόστος λαμβάνοντας υπόψη την εγκεκριμένη μεθοδολογία της ΡΑΕ
για τα δικαιώματα εκπομπών.
Παράλληλα :
- Επιδιώκει την αντικατάσταση του στόλου των μονάδων παραγωγής με νέες σύγχρονες που:
- είτε στηρίζονται στη χρήση του φυσικού αερίου, η καύση του οποίου προκαλεί πολύ χαμηλότερες εκπομπές (π.χ. Αλιβέρι 5),
- είτε χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες καύσης του λιγνίτη που περιορίζουν σημαντικά τις εκπομπές (π.χ. Πτολεμαΐδα 5).
- Μελετά και υλοποιεί επενδύσεις για τη μείωση των εκπομπών σωματιδίων και ενώσεων ΝΟχ και SΟx στις υπάρχουσες μονάδες, λαμβάνοντας υπόψη την βέλτιστη αξιοποίηση τόσο του χαρτοφυλακίου των υπαρχουσών μονάδων, όσο και των δυνατοτήτων διάθεσης και ανάκτησης των απαραίτητων πόρων[1].
- Επεκτείνει το χαρτοφυλάκιο των μονάδων παραγωγής από ΑΠΕ (νέες επενδύσεις από την 100% θυγατρική «ΔΕΗ Ανανεώσιμες ΑΕ»).
- Έχει προβεί σε ενέργειες για την ενημέρωση του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για τις επιπλοκές που δημιουργούνται από το όλο θέμα, ώστε να προωθηθεί αίτημα της χώρας μας προς την ΕΕ, προκειμένου να περιληφθεί κατά παρέκκλιση στα Κράτη Μέλη που επιχορηγούνται με ποσότητες δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών.
7. Θέματα πολιτικής.
Η
θέσπιση κοινών στόχων περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου,
εξοικονόμησης ενέργειας και διείσδυσης των μονάδων παραγωγής από ΑΠΕ,
σημαίνουν διαφορετική επιβάρυνση για κάθε οικονομία. Το αποτύπωμα
διοξειδίου του άνθρακα στην αφετηρία της όλης προσπάθειας για την
ελληνική οικονομία ήταν σαφώς μεγαλύτερο από τις άλλες οικονομίες της
ΕΕ.
Είναι
προφανές ότι η παραγόμενη πολιτική από την ΕΕ προκύπτει ως συνισταμένη
και συμψηφισμός των εν πολλοίς αντίρροπων συμφερόντων των κρατών μελών
της και των ποικίλων πόλων επιρροής που προέρχονται από τον τεχνολογικό
και επιχειρηματικό χώρο. Η αφετηρία για όλες τις εθνικές οικονομίες δεν
είναι κοινή και η επιβάρυνση για τον εκσυγχρονισμό των τεχνολογικών
μέσων και την αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος με ισότιμο τρόπο και
ανταγωνιστικούς όρους αποδεικνύεται αναντίστοιχη.
Οι
πολιτικές της ΕΕ για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου
αναιρούν σε σημαντικό βαθμό τα όποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα
υπήρχαν μέχρι πρόσφατα μέσω της χρήσης του λιγνίτη. Η υποκατάσταση του
λιγνίτη από άλλα καύσιμα ή τεχνολογίες δεν παρέχει τα ίδια
πλεονεκτήματα:
- Η μείωση της ανταγωνιστικότητας του λιγνίτη, καθιστά ελκυστικότερες τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εισαγόμενο φυσικό αέριο. Οι λύσεις αυτές όμως συντελούν στην περαιτέρω επιδείνωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, στην ασταθή οικονομική περίοδο που διέρχεται η χώρα.
- Το φυσικό αέριο ως καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή είναι κατά κανόνα σημαντικά ακριβότερο από το λιγνίτη. Επιπλέον, πρόκειται για εισαγόμενο καύσιμο (και μάλιστα από Χώρες εκτός ΕΕ) η παραγωγή και μεταφορά του οποίου έχει από μηδενική ως ελάχιστη προστιθέμενη αξία στην Εθνική Οικονομία. Η τιμή του φυσικού αερίου παρουσιάζει πολύ μεγάλη μεταβλητότητα, εφόσον πρόκειται για διεθνές Χρηματιστηριακό προϊόν (commodity), σε αντίθεση με το λιγνίτη. Πέραν των ανωτέρω, οι πρόσφατες γεωπολιτικές κρίσεις αναδεικνύουν την ενεργειακή εξάρτηση και τα θέματα ασφάλειας εφοδιασμού ως μείζον θέμα.
- Οι σημερινές ώριμες τεχνολογίες παραγωγής από ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά) δεν μπορούν να υποστηρίξουν αδιάλειπτο εφοδιασμό, μπορούν να παρέχουν μόνο συμπληρωματική εξυπηρέτηση της ζήτησης και αυξάνουν σημαντικά το συνολικό κόστος λόγω υψηλών εγγυημένων τιμολογίων.
Ως προς τη στάση των κρατών:
- Τα κράτη μέλη της ΕΕ που υποστηρίζουν τη μεγιστοποίηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και το δραστικό περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στηρίζονται είτε στην χρήση της πυρηνικής τεχνολογίας στην ηλεκτροπαραγωγή (Γαλλία, Βρετανία, Φινλανδία κλπ.), είτε στην εκμετάλλευση του άφθονου υδάτινου δυναμικού με το οποίο είναι εξαιρετικά προικισμένες από τη φύση, μέσω της υδροηλεκτρικής παραγωγής (Νορβηγία, Σουηδία)[2].
- Χώρες που στηρίζονταν στον άνθρακα έχουν αμφίσημες τοποθετήσεις (Γερμανία) ή διεκδικούν σθεναρά παραχωρήσεις και αναβολές στην υλοποίηση των μέτρων (Πολωνία).
- Πρόσφατα ο Πρωθυπουργός της Πολωνίας Ewa Kopacz, εκπροσωπώντας τις απόψεις οκτώ Kρατών-Mελών της ΕΕ (Βουλγαρία, Κύπρος, Κροατία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Τσεχία), απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker, με την οποία εκφράζουν την αντίθεσή τους στην επίσπευση της λειτουργίας του Αποθεματικού Μηχανισμού των δικαιωμάτων εκπομπών (MSR – Market Stability Reserve), του οποίου η έναρξη λειτουργίας προγραμματιζόταν για το 2021, αλλά ήδη υπάρχουν εισηγήσεις και από την Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενωρίτερη έναρξη λειτουργίας του. Ο Αποθεματικός Μηχανισμός προβλέπεται ότι θα παράσχει την ευχέρεια στην ΕΕ να ρυθμίζει τις ποσότητες των δικαιωμάτων εκπομπών που διατίθενται στις δημοπρασίες, με τρόπο ώστε να στηρίζει την προοδευτική άνοδο της τιμής τους. Η Ελλάδα αν και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη λιγνιτοπαραγωγός χώρα της Ευρώπης, δεν συμμετέχει στον εν λόγω συνασπισμό.
- Στις 19 Μαḯου 2015 οι κκ. Merkel και Hollande, ως ηγέτες της Γερμανίας και Γαλλίας αντίστοιχα, στα πλαίσια διάσκεψης για την ανάπτυξη δράσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν με το οποίο μεταξύ των άλλων ζητούν την ενίσχυση των αγοραστικών μηχανισμών μέσω των οποίων τιμολογούνται οι ρύποι που προέρχονται από τον άνθρακα, ώστε να δημιουργηθούν οικονομικά κίνητρα για το μετασχηματισμό όλων των δραστηριοτήτων προκειμένου να επιτευχθούν χαμηλές εκπομπές των εν λόγω αέριων ρύπων. . H πρώτη αντίδραση σε αυτήν την κατεύθυνση φάνηκε στις 26-28 Μαΐου στο συνέδριο Garbon-Expo της Βαρκελώνης όπου οι αναλυτές και οι ειδικοί από διάφορες εταιρείες επιβεβαιώσαν ότι οι τιμές θα ανέβουν σημαντικά λόγω της εφαρμογής του αποθεματικού μηχανισμού (MSR-Market Stability Reserve) και των περιβαλλοντικών στόχων της ΕΕ για το 2030 και 2050.
- Οι ΗΠΑ και η Κίνα που είναι βασικοί ρυπαντές (το αποτύπωμα διοξειδίου κάθε μίας χωριστά είναι πολλαπλάσιο του αντίστοιχου μέσου όρου των κρατών μελών της ΕΕ) ανθίστανται σθεναρά στην υιοθέτηση σοβαρών μέτρων (πρόσφατα ανακοινώθηκε συμφωνία μεταξύ τους μεν, θα πρέπει να δούμε τι ακριβώς θα υλοποιηθεί δε), η δε Αυστραλία πρόσφατα κατήργησε την υποχρέωση απόκτησης δικαιωμάτων εκπομπών από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις επικαλούμενη ανυπαρξία προβλήματος κλιματικής αλλαγής!
8. Προτάσεις
Γίνεται
κατανοητό ότι όλα τα κράτη υπερασπίζουν με κάθε μέσο τα ιστορικά
ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που διευκόλυναν την ανάπτυξή τους. Για την
Ελλάδα αυτό υλοποιείται με την υπεράσπιση της χρήσης του λιγνίτη ως
καυσίμου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με σύγχρονες τεχνολογίες
φιλικότερες προς το περιβάλλον, μέχρις ότου ωριμάσουν άλλες τεχνολογίες
λιγότερο ρυπογόνες, που θα παρέχουν στην Ελληνική Επικράτεια ισοδύναμα
πλεονεκτήματα στην ανταγωνιστικότητα και στην ασφάλεια εφοδιασμού.
Μελέτες των αρμοδίων υπηρεσιών μαρτυρούν την ύπαρξη σεβαστών αποθεμάτων
λιγνίτη, που επαρκούν για τον εφοδιασμό των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής για
τουλάχιστον 50 χρόνια. Οι δράσεις και τα μέτρα που προτείνεται να
προωθηθούν είναι:
- Η κατάργηση των επιβαρύνσεων που επιβάλλονται από την Ελληνική Πολιτεία στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, δηλαδή η κατάργηση του ειδικού τέλους λιγνίτη.
- Η διεκδίκηση της επαναφοράς από την ΕΕ της δωρεάν διάθεσης δικαιωμάτων αερίων του θερμοκηπίου στην ηλεκτροπαραγωγή, όπως ήταν και πριν την 1.1.2013. Επειδή η παραπάνω διεκδίκηση είναι δύσκολο να στεφθεί με επιτυχία αν η επαναφορά των δωρεάν δικαιωμάτων αερίων του θερμοκηπίου δεν αφορά όλα τα μέλη της ΕΕ (όπως δείξαμε ανωτέρω υπάρχουν πολλά μέλη που δεν θα επιθυμούσαν την επαναφορά αυτή για λόγους δικού τους συμφέροντος), η επαναφορά θα μπορούσε να αφορά –κατ’ εξαίρεση- μόνο μέλη της ΕΕ με χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ή άλλους καταλληλότερους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας) με τρόπο ώστε το μέτρο της επαναφοράς να περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
- Κριτική υποστήριξη των μέτρων πολιτικής που αφορούν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και διεκδίκηση αντισταθμιστικών οφελών που θα αποσκοπούν στην ενίσχυση των εγχώριων επενδύσεων σε βιομηχανικά προϊόντα και τεχνολογίες περιβάλλοντος, ώστε να συνάδουν με την αντιμετώπιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής αλλά θα προσφέρουν επίσης διαφοροποίηση της παραγωγής, στα πλαίσια μίας σχεδιασμένης αναδιάταξης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
- Σχηματισμό συμμαχιών με άλλα κράτη εντός και εκτός ΕΕ με στόχο τον επηρεασμό των λαμβανομένων αποφάσεων, τη ανάληψη πρωτοβουλιών, τη διεκδίκηση αντισταθμιστικών οφελών και την ανάδειξη των προβλημάτων που δημιουργούνται.
[1] Για το λόγο αυτό η ΔΕΗ έχει επιλέξει να επενδύσει και να παρατείνει τη λειτουργία των νεότερων μονάδων του χαρτοφυλακίου, που είναι οι μονάδες του ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου, ενώ θα εκμεταλλευτεί κατάλληλα τις μονάδες των ΑΗΣ Καρδιάς και Αμυνταίου ώστε να αξιοποιηθούν οι 17500 ώρες λειτουργίας που έχουν παραχωρηθεί, μέχρι το 2023 που πρέπει να αποσυρθούν. Αναφορικά με τις μονάδες του ΑΗΣ Πτολεμαḯδας, παρ’ όλον ότι είναι πλέον εξαιρετικά παλαιές και διαθέτουν αντιοικονομικά χαρακτηριστικά, στα πλαίσια της εξαγγελθείσας βούλησης της Πολιτείας, επανεξετάζεται η λειτουργία της Μονάδας ΙΙΙ για ένα μεταβατικό διάστημα, έως ότου ολοκληρωθούν οι προγραμματιζόμενες επενδύσεις στις λοιπές μονάδες.
[2] Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι οι ρυθμίσεις της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επιφυλάσσουν ιδιόμορφη μεταχείριση στα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα που κατέχει η ΔΕΗ. Αφενός η ενέργεια που παράγουν προσμετράται στο σύνολο της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός επίτευξης των στόχων της χώρας για τη διείσδυση των ΑΠΕ, αφετέρου όμως στερούνται του όποιου δικαιώματος θα μπορούσε να τους αποφέρει πρόσθετα έσοδα, είτε με την συμμετοχή τους στα έσοδα του λογαριασμού του άρθρου 143 είτε με την έκδοση «πράσινων πιστοποιητικών» που προβλέπονται σε άλλες χώρες. Τουναντίον η λειτουργία και ανάπτυξή τους έχει δαιμονοποιηθεί με τις γνωστές αρνητικές συνέπειες (παράδειγμα του ΥΗΣ Μεσοχώρας), ενώ το υψηλό κόστος επένδυσης το οποίο δεν μπορεί να ανακτηθεί, έχει επιφέρει παντελή διακοπή κάθε δραστηριότητας από τη ΔΕΗ για την περαιτέρω ανάπτυξη των μεγάλων ΥΗΣ στη χώρα.