Η
αύξηση στην τιμή εκκίνησης των δημοπρασιών NOME από την επόμενη
δημοπρασία του Ιουλίου είναι μεν ενδεικτική,αποτελεί όμως απλά την
κορυφή του παγόβουνου. Ο κλάδος της προμήθειας ρεύματος στη χώρα μας
μπαίνει σε περίοδο ακόμα πιο δύσκολων ημερών, καθώς τα δεδομένα αλλάζουν
επί το δυσμενέστερο και οι εγκατεστημένες στρεβλώσεις δεν αφήνουν πολλά
περιθώρια προσαρμογής.
Στην
αφετηρία της νέας, δύσκολης για τις εταιρείες, φάσης, βρίσκεται η
κούρσα που κάνει η χονδρική τιμή του ρεύματος στις ευρωπαϊκές αγορές,
γεγονός που έχει μόνον εν μέρει αντικατοπτριστεί, προς ώρας, στην
ελληνική αγορά.
Το
τελευταίο τρίμηνο, αλλά κυρίως το μήνα Μάϊο, οι τιμές των ρύπων CO2
έχουν πάρει την ανηφόρα, ενώ και οι τιμές του πετρελαίου – φυσικού
αερίου έχουν ανέβει, διατηρούμενες πλέον σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αυτό
έχει ως επακόλουθο να καταγραφεί πολύ ισχυρή άνοδος στις τιμές
μελλοντικών συμβολαίων ρεύματος, τόσο στη Γερμανία που «καθοδηγεί» τις
ευρωπαϊκές εξελίξεις, όσο και στις περιφερειακές αγορές που επηρεάζουν
άμεσα τη χώρα μας, δηλαδή στην Ουγγαρία (από την οποία διαμορφώνονται οι
τιμές στις Βαλκανικές χώρες με τις οποίες έχουμε διασυνδέσεις) και στην
Ιταλία που αποτελεί μια από τις βασικές αγορές με τις οποίες είναι
διασυνδεδεμένο το ηλεκτρικό μας σύστημα.
Στη Γερμανική αγορά οι τιμές ανέβηκαν κατά περίπου 10 €/MWh μέσα σε ένα μήνα. Σήμερα στην Ιταλία, συμβόλαια για παράδοση ρεύματος τον Ιούλιο κλείνονται στα 75 €/MWh.
Η
αγορά της Ουγγαρίας για το προθεσμιακό συμβόλαιο CAL-19 (δηλαδή
ενέργεια για όλο το 2019) ανέβηκε μέσα στον Μάιο από τα 47,75 €/MWh στα
50,78 €/MWh (άνοδος 6,3%) και αν την εξετάσουμε από τις αρχές Μαρτίου
έχουμε άνοδο 22% (από τα 41,65 €/MWh στα 50,78 €/MWh).
Στη
χώρα μας έχουμε επίσης ένα νέο επίπεδο, υψηλότερων τιμών. Η Οριακή Τιμή
Συστήματος, δηλαδή η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος, κατέγραψε Μέσο Όρο
56,33 €/MWh τον Μάϊο, ενώ για τον Ιούνιο τα συμβόλαια κλείνονται στα 59
€/MWh.
Την
ίδια στιγμή η επόμενη δημοπρασία NOME του Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί με
τη νέα, σημαντικά υψηλότερη τιμή εκκίνησης, διαμορφώνοντας ανατιμητικό
κλίμα.
Οι
ακριβές τιμές στις γειτονικές περιφερειακές αγορές κάνουν ελκυστική την
απόδοση των εξαγωγών, πιέζοντας ακόμα περισσότερο προς τα πάνω τις
τιμές.
Με
αυτά τα δεδομένα, και με τις εκτιμήσεις να συνηγορούν ότι οι υψηλές
τιμές «ήρθαν για να μείνουν», οι εταιρείες προμήθειας, σύμφωνα με το
ρεπορτάζ του energypress, βλέπουν τις τιμές στις οποίες κατέληξαν οι
προηγούμενες δημοπρασίες NOME ως πολύ… δελεαστικές. «Ακόμα και τα
“τρελά” νούμερα που έφτασαν τα NOME στο τέλος του 2017,
όταν η τιμή είχε εκτοξευθεί στα 45,2 ευρώ, υπό τις νέες συνθήκες δεν
φαίνονται “τρελά”, και σε λίγο θα τα αναζητάμε» σχολιάζει χαρακτηριστικά
παράγοντας του χώρου.
Το
ερώτημα είναι βεβαίως πως θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις νέες
ασφυκτικές συνθήκες οι εταιρείες προμήθειας και κυρίως οι μικρότερες από
αυτές που δεν συνδέονται με μεγάλους ομίλους.
Ακόμα
και αν οι εξαγωγές και το trading τους δίνουν τη δυνατότητα να
σημειώσουν κάποια κέρδη, παραμένει ζητούμενο πως θα καλύψουν το
υφιστάμενο πελατολόγιό τους πόσο μάλλον την ανάπτυξή τους. Ήδη, άλλωστε,
και με τις σημερινές τιμές οι περισσότεροι γράφουν ζημιές από τη
δραστηριότητα της προμήθειας, με πρώτη τη ΔΕΗ.
Σε
μια «φυσιολογική» αγορά οι αυξημένες τιμές χονδρικής θα οδηγούσαν σε
αύξηση και τα τιμολόγια λιανικής. Κάτι τέτοιο όμως προσκρούει στη γνωστή
στρέβλωση στη χώρα μας, σύμφωνα με την οποία ο δεσπόζων παίχτης δεν
καθορίζει τα τιμολόγιά του με βάση τα πραγματικά κοστολόγια αλλά με
πολιτικές αποφάσεις του εποπτεύοντος υπουργείου.
Η
εμπορική πολιτική της ΔΕΗ καθορίζει απολύτως και την εμπορική πολιτική
των εναλλακτικών παρόχων οι οποίοι προφανώς δεν μπορούν να έχουν
τιμολόγια υψηλότερα από το δεσπόζοντα παίχτη.
Η
μόνη «ανάσα» είναι η επερχόμενη μείωση της χρέωσης προμηθευτή (ΠΧΕΦΕΛ)
και το γεγονός ότι, εδώ και ένα χρόνο, οι προμηθευτές δεν πληρώνουν ΑΔΙ
(αυτό ενδιαφέρει κυρίως τους μη καθετοποιημένους). Ωστόσο, η μεν μείωση
της χρέωσης προμηθευτή δεν φαίνεται ικανή να ισοσκελίσει την επιβάρυνση
από την άνοδο των τιμών, τα δε ΑΔΙ σύντομα πρόκειται να επανεισαχθούν.
Το
περιβάλλον που διαμορφώνεται κάνει πολλούς να ανησυχούν για την επόμενη
μέρα, καθώς η δραστηριοποίηση στην προμήθεια απαιτεί «βαθιά τσέπη» και
το ερώτημα που πλανάται είναι «ποιος μπορεί να αντέξει».
Σύμφωνα
με κάποιες εκτιμήσεις, ακόμα και η εντατικοποίηση των ελέγχων από την
πλευρά της ΡΑΕ σχετικά με τις χρηματοροές των εταιρειών προμήθειας
συνδέεται με την κρισιμότητα της κατάστασης και με την ανάγκη να μην
υπάρχουν ανοίγματα που θα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα σε
περίπτωση «ατυχήματος».
Υπάρχουν
ωστόσο και παράγοντες της αγοράς που εκτιμούν ότι η πίεση που θα
ασκηθεί το επόμενο διάστημα στον τομέα της προμήθειας θα λειτουργήσει ως
εμβρυουλκός για συνεργασίες, εξαγορές, συγχωνεύσεις και λοιπές
επιχειρηματικές κινήσεις που ούτως ή άλλως είναι αναμενόμενες όσο
ωριμάζει η αγορά και δεν μπορεί βεβαίως να λειτουργήσει με τη σημερινή
πολυσπερμία των 18 εταιρειών προμήθειας.