Σε κατάσταση «ομηρίας» βρίσκεται η ολοκλήρωση της Γραμμής Μεταφοράς 400 kV (Δυτικός Διάδρομος) , ενός σημαντικού έργου του ΑΔΜΗΕ και απόλυτα κρίσιμου για την ευστάθεια και την ομαλή λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας μας.
Οι αντιδράσεις των μοναχών της Μονής Αγίων Θεοδώρων (Καλαβρύτων) για οπτική όχληση από δυο πυλώνες έχουν «μπλοκάρει» το έργο με αποτέλεσμα να παραμένουν ανενεργές επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ στην περιοχή της Πελοποννήσου. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η κατασκευή του «Δυτικού
Διαδρόμου» έγινε σύμφωνα με τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και την έγκριση του αρμόδιου Δασαρχείου.Δυστυχώς, οι συνέπειες αυτής της εμπλοκής είναι ευρύτερες:
Όσο η συγκεκριμένη Γραμμή Μεταφοράς βρίσκεται εκτός λειτουργίας το Δημόσιο χάνει έσοδα ενώ σημαντικές είναι οι απώλειες αφενός για τη ΔΕΗ που λειτουργεί τη μονάδα Φ.Α. της Μεγαλόπολης σε χαμηλή ισχύ (και όχι στην πλήρη ισχύ των 850 MW) και αφετέρου για τις επενδύσεις Α.Π.Ε. που σχεδιάστηκαν και βρίσκονται σε «αναμονή». Παράλληλα, η συνεχιζόμενη ρευστότητα θέτει σε κίνδυνο και υπονομεύει διαρκώς (όσο καθυστερεί η ολοκλήρωση του Δυτικού Διαδρόμου) την εφαρμογή του target model στην εγχώρια αγορά ενέργειας. Ήδη, οι καθυστερήσεις προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις κι ένα κόστος σημαντικά δυσανάλογο από την υποτιθέμενη οπτική όχληση δύο πυλώνων που βρίσκονται σε απόσταση 470 μέτρων από την Ιερά Μονή. Όταν, σε όλο τον κόσμο τα δίκτυα Μεταφοράς δεν είναι… αόρατα! Επίσης, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι τόσο στο Λεκανοπέδιο Μεγαλόπολης αλλά πολύ περισσότερο στη Δυτική Μακεδονία είχαμε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και μετεγκαταστάσεις ολόκληρων οικισμών και χιλιάδων κατοίκων για «λόγους δημοσίου συμφέροντος». Και δεν είναι σχήμα λόγου ότι αρκετά χωριά «σβήστηκαν» από το χάρτη!
Σε κάθε περίπτωση, η επιβάρυνση των καταναλωτών και η απώλεια εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορούν να αγνοηθούν γιατί «όταν κάποιος χάνει, τότε κάποιος άλλος κερδίζει» και δυστυχώς εξαιτίας της επίμονης χρήσης ενδίκων μέσων από τις μοναχές ωφελούνται συγκεκριμένα συμφέροντα.
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ