Τέλος σε ένα πολυετές σίριαλ για την ΔΕΗ, αλλά με τρόπο που μειώνει τις ελπίδες της να εισπράξει αποζημίωση για όσο θα κρατά «ζωντανές» τις λιγνιτικές της μονάδες, φέρνει η συμφωνία με τις Βρυξέλλες.
Η συμφωνία Σκρέκα -θεσμών για την άρση του μονοπωλίου της επιχείρησης στο λιγνίτη και την πρόσβαση τρίτων στην παραγόμενη από αυτόν ενέργεια, ρίχνει την αυλαία σε ένα κεφάλαιο που «σέρνεται» επί 14 συναπτά έτη, χωρίς πλέον καμία ουσία αφού το κόστος στον συγκεκριμένο καύσιμο έχει απαξιωθεί. Εντούτοις οι κοινοτικοί επέμεναν να το φέρνουν συνεχώς στο τραπέζι, κάποιες φορές μάλιστα κατά το παρελθόν, συνδυάζοντάς το με σκληρές προτάσεις.
Στο δια ταύτα, η συμφωνία δίνει λύση που δεν δείχνει ιδιαίτερα επιβαρυντική για την ΔΕΗ. Μικρές ποσότητες λιγνιτικής παραγωγής, σε τιμή χαμηλότερη προφανώς από αυτήν της προημερησίας αγοράς (Day Ahead Market), θα διατίθενται από την επιχείρηση τμηματικά και για μια τριετία, μέσω διμερών συμβολαίων σε ιδιώτες προμηθευτές. Η τιμή θα είναι κοντά σε ένα benchmark, αυτό της DAM, δηλαδή κοντά σε αυτό που ονομαζόταν παλιά Οριακή Τιμή Συστήματος.
Και δεδομένου ότι η λιγνιτική παραγωγή της ΔΕΗ θα βαίνει συνεχώς μειούμενη αφού μέχρι το 2023 θα έχουν αποσυρθεί σχεδόν όλες οι λιγνιτικές της μονάδες, το γεγονός ότι οι προς διάθεση ποσότητες θα ισούνται με ένα ποσοστό της παραγωγής του προηγούμενου έτους, σημαίνει ότι η συμφωνία δεν επιφέρει ζημιά για την επιχείρηση. Το 2021 θα πουληθεί το 50% της περυσινής λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ, ενώ το 2022 και το 2023 θα διατεθεί το 40% της παραγωγής του προηγούμενου έτους. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες προμηθευτές θα μπορέσουν να αγοράσουν φέτος κοντά στις 3 ΤWh και του χρόνου μεταξύ 2-3 ΤWh.
Αποσυνδέεται η αποζημίωση με το anti-trust case
Τα παραπάνω είναι τα καλά νέα της συμφωνίας. Το άσχημο για τη ΔΕΗ είναι η αποσύνδεση της υπόθεσης του anti- trustcase από το ελληνικό αίτημα αποζημίωσης της επιχείρησης για όσο διάστημα αυτή θα κρατά εν λειτουργία τις λιγνιτικές της μονάδες, παρ’ ότι τη ζημιώνουν. Είναι μια αλλαγή στρατηγικής που υιοθέτησε ο νέος υπουργός ΠΕΝ Κ.Σκρέκας.
Ο προκάτοχός του Κ.Χατζηδάκης είχε συνδέσει τα δύο κεφάλαια, στην λογική ότι δεν μπορεί η Κομισιόν να ακολουθεί δύο μέτρα και δύο σταθμά, δηλαδή από την μια να συμφωνεί με Ολλανδία, Γερμανία και άλλες χώρες στην καταβολή αποζημίωσης για τις ανθρακικές τους μονάδες και από την άλλη να κάνει τα «στραβά μάτια» για την ΔΕΗ. Η πολιτική Χατζηδάκη ήταν ότι η Ελλάδα έπρεπε να εκμεταλλευθεί την παρούσα συγκυρία, όπου η απανθρακοποίηση - και άρα η επιδότηση για το ταχύτερο κλείσιμο ανθρακικών μονάδων - αποτελεί βασική στρατηγική στόχευση της Κομισιόν, και να διεκδικήσει αποζημιώσεις και για τις λιγνιτικές της ΔΕΗ. Αλλωστε η τελευταία θα συνεχίσει για μια τριετία να τις διατηρεί επί ζημία, άρα, σύμφωνα με την πολιτική Χατζηδάκη, είχαμε μια μοναδική ευκαιρία προκειμένου η επιχείρηση να εισπράξει γενναίες αποζημιώσεις.
Η ελληνική πλευρά φαίρεται να ζητούσε 180,150 και 200 εκατ ευρώ για κάθε ένα από τα έτη 2021, 2022, 2023. Είχε δε επιλέξει ο πρώην υπουργός, προκειμένου να πιέσει τις Βρυξέλλες να συνδέσει το ελληνικό αίτημα με την υλοποίηση της συμφωνίας του περασμένου Οκτωβρίου μεταξύ Αθήνας και Κομισιόν για το anti-trust case. Η γραμμή του υπουργείου ήταν ότι μόνο εφόσον εγκριθεί αποζημίωση για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, κατ' αντιστοιχία με ό,τι συνέβη για άλλες χώρες, τότε μόνο η Ελλάδα θα «ξεπαγώσει» την συμφωνία για το antitrust case, δηλαδή θα ξεκινήσει το market test.
Είχε «κολλήσει»
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι εδώ και μερικούς μήνες οπότε και οι κοινοτικοί ενημερώθηκαν για την σύνδεση των δύο θεμάτων, ουδεμία θετική για τις ελληνικές θέσεις, υπήρξε. Η κοινοτική γραφειοκρατία άρχισε να «βομβαρδίζει» το ΥΠΕΝ με ερωτηματολόγια, εκείνο απαντούσε για να ακολουθήσουν νέα mails από τις Βρυξέλλες, δείγμα μάλλον της απροθυμίας τους να συνδεθούν τα δύο θέματα. Ούτε η συμφωνία για το anti-trust case έλεγε να εφαρμοστεί, παρ' ότι συμφωνημένη, ούτε το αίτημα αποζημίωσης της ΔΕΗ προχωρούσε. Η ηγεσία Σκρέκα κατέληξε προφανώς στην θέση ότι πρώτα πρέπει να κλείσει το ένα θέμα και μετά να ανοίξει το άλλο. Το ερώτημα ωστόσο είναι κατά πόσο τώρα που τα δύο κεφάλαια αποσυνδέθηκαν το ένα από το άλλο, θα σκύψει η Κομισιόν πάνω από το πρόβλημα. Σύμφωνα με μια ανάγνωση, η κυβέρνηση απώλεσε ένα μοχλό πίεσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, το να εγκρίνουν οι Βρυξέλλες το ελληνικό αίτημα, προκειμένου να καταβάλουν αποζημίωση στην ΔΕΗ απομακρύνεται αρκετά.
Κέρδη για τους προμηθευτές
Η χθεσινή συμφωνία φαίνεται ότι θα ωφελήσει Ετεροι κερδισμένοι από την συμφωνία είναι οι προμηθευτές. Και αυτό μάλιστα σε μια περίοδο πολύ δύσκολη και όπου το χονδρεμπορικό κόστος ρεύματος έχει ανέβει. Οι έχοντες άδεια προμήθειας θα έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν λιγνιτική ενέργεια σε σταθερή τιμή (έστω και λίγο, χαμηλότερη από εκείνη της προημερήσιας αγοράς) για μελλοντικό διάστημα που μπορεί να είναι τρίμηνο, αλλά μπορεί να είναι και έτος. Αυτό θα αποφασιστεί και με βάση τα αποτελέσματα του market test.
Σε κάθε περίπτωση, καθοριστικό στοιχείο είναι το με ποιό μηχανισμό θα διαμορφώνεται η τιμή των συγκεκριμένων προϊόντων, καθώς αυτό θα κρίνει και το πόσο ελκυστικά θα είναι για τους προμηθευτές.
Οι ποσότητες υπολογίζονται σε 3 τεραβατώρες για τον πρώτο χρόνο και 2-3 τεραβατώρες για το 2022 και 2023. Στην περίπτωση όπου η ζήτηση από τους προμηθευτές είναι μεγαλύτερη από τις προς διάθεση ποσότητες ρεύματος, θα παίρνουν όλοι το ελάχιστο που δικαιούνται και το υπόλοιπο θα μοιράζεται αναλογικά, σύμφωνα με τις ποσότητες που ζήτησε ο καθένας.