Η άπνοια, και κατά συνέπεια η μειωμένη ηλεκτροπαραγωγή των αιολικών πάρκων, είχε ως συνέπεια να παρουσιάσει μείωση η συμμετοχή των ΑΠΕ στο εγχώριο μίγμα κατά τον πρόσφατο κύμα καύσωνα, δηλαδή την περίοδο 27 Ιουλίου έως 6 Αυγούστου. Αυτό αναφέρουν στο energypress παράγοντες του κλάδου, προσθέτοντας ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών κινήθηκε κατά μέσο όρο στο 20%, με μικρότερο ημερήσιο ποσοστό 15%.
Όπως προσθέτουν, η μικρότερη συνεισφορά της «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής έπαιξε ρόλο στο γεγονός ότι κινήθηκαν τόσο υψηλά οι χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας την επίμαχη χρονική περίοδο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η υστέρηση που παρουσίασαν οι ΑΠΕ δεν ήταν εξαιρετικά μεγάλη σε σχέση με τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια, συγκρίνοντας την παραγωγή τους εντός του καύσωνα, με τη απόδοσή τους το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, κατά τα έτη 2019 και 2020.
Στο ερώτημα για τις συνέπειες που θα είχε στον πρόσφατο καύσωνα μία «κρίσιμη μάζα» μονάδων αποθήκευσης (αντλησιοταμιευτικών και μπαταριών), στην περίπτωση που είχαν ήδη εγκατασταθεί και λειτουργούσαν, οι εκπρόσωποι του κλάδου σημειώνουν ότι, αν υπήρχαν τέτοια έργα, θα ενίσχυαν στην αξιοπιστία του συστήματος. Ο λόγος είναι πως την επίμαχη χρονική περίοδο πληροίτο η βασική συνθήκη για τη συμμετοχή τους στην αγορά, δηλαδή η ικανοποιητική διαφορά ανάμεσα στις υψηλότερες και χαμηλότερες χονδρεμπορικές τιμές.
Επομένως, με δεδομένο ότι ήταν αρκετά μεγάλη η «ψαλίδα» των τιμών ανάμεσα στις πρωινές ώρες και τις ώρες αιχμών φορτίου (το απόγευμα), οι μονάδες αυτές θα συνέβαλαν στην κάλυψη μέρους της ζήτησης, κατά τα διαστήματα του 24ωρου όπου αυτή κορυφωνόταν. Κάτι που σημαίνει πως θα αύξαναν τις «αντοχές» του συστήματος, «εκτοπίζοντας» μέρος της θερμοηλεκτρικής παραγωγής (όπως για παράδειγμα από τις λιγνιτικές μονάδες).
Μάλιστα, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, μέσα στα επόμενα χρόνια θα διευρυνθούν αυτά τα οικονομικά «περιθώρια» λειτουργίας των μονάδων αποθήκευσης, καθώς με την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ, θα υπάρξουν και άλλες ώρες μέσα στην ημέρα με αρκετά μειωμένες χονδρεμπορικές τιμές (όπως π.χ. γύρω στις 11 το πρωί), στις οποίες θα μπορούν να απορροφούν ενέργεια από το σύστημα.
Γενικότερα, σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου, συνθήκες όπως ο πρόσφατος καύσωνας (όπου τα ρεκόρ θερμοκρασιών έφεραν και ρεκόρ στις αιχμές της ζήτησης), διευρύνουν ακόμη περισσότερο την αναγκαιότητα τόσο της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και του μηχανισμού demand-response. Τέτοιες ακραίες αυξήσεις των φορτίων είναι βέβαια σπάνιες μέσα στο έτος, καθώς προς το παρόν δεν ξεπερνά τις 5-10 ημέρες συνολικά το διάστημα που τα αιχμιακά φορτία κινούνται σε τόσο μεγάλα επίπεδα, λόγω πολύ υψηλών ή αντίστροφά πολύ χαμηλών θερμοκρασιών.
Ωστόσο, όπως είναι φυσικό, θα πρέπει να είναι διασφαλισμένο πως οι «αντοχές» του συστήματος θα πρέπει να μπορούν να αντεπεξέλθουν και σε αυτή την περιορισμένη χρονικά περίοδο. Επίσης, τα «επεισόδια» αυτά είναι πολύ πιθανό να «πυκνώσουν» ακόμη περισσότερο με την πάροδο των ετών, λόγω της κλιματικής αλλαγής. Την ίδια στιγμή μάλιστα που, όπως έδειξε και το πρόσφατο θερμικό «κύμα», οι αιχμές που καταγράφονται σε αυτά τα διαστήματα δεν μπορούν να περιοριστούν από τα μέτρα που προβλέπονται στο ΕΣΕΚ (όπως η ενεργειακή εξοικονόμηση), για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης έως το 2030.
Υπενθυμίζεται πως στο διάστημα από τις 27 Ιουλίου έως τις 6
Αυγούστου, οι αιχμές της ζήτησης κινήθηκαν σε ιστορικό υψηλό 10ετίας,
ξεπερνώντας τις 10.000 MW. Σύμφωνα με τους ίδιους παράγοντες, για την
ενίσχυση της αξιοπιστίας του συστήματος σε τέτοιες περιπτώσεις θα
μπορούσαν να αξιοποιηθούν και αιχμιακές μονάδες φυσικού αερίου. Ωστόσο,
όπως συμπληρώνουν, πέρα από το κόστος κατασκευής τους, οι μονάδες αυτές
θα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να ολοκληρωθούν, τη στιγμή που μία
εγκατάσταση συστοιχιών από μπαταρίες μπορεί να είναι έτοιμη σε 1 μόλις
χρόνο.