
Παρά την αλματώδη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή, η ελληνική αγορά όπως και η ευρωπαϊκές αγορές εξακολουθούν να παρουσιάζουν φουσκωμένα κόστη με αποτέλεσμα καταναλωτές και βιομηχανία να επωμίζονται αυξημένους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας.
Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό. Είναι ευρωπαϊκό και διαρθρωτικό, όπως επισήμανε πρόσφατα ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, μιλώντας στο συνέδριο του Economist. Ο Ντράγκι χαρακτήρισε «ξεπερασμένο» το ευρωπαϊκό μοντέλο διαμόρφωσης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, υποστηρίζοντας ότι δεν αντανακλά την πραγματικότητα της νέας, πράσινης εποχής.
Σήμερα, η τιμή στην αγορά χονδρικής διαμορφώνεται από την πιο ακριβή μονάδα που είναι απαραίτητη για να καλυφθεί η ζήτηση – συνήθως μονάδες φυσικού αερίου. Το λεγόμενο marginal pricing εξακολουθεί να υπαγορεύει το κόστος, ακόμη και όταν το 70% της ημερήσιας ζήτησης καλύπτεται από φωτοβολταϊκά και αιολικά, τα οποία παράγουν με σχεδόν μηδενικό κόστος καυσίμου.
Αποτέλεσμα: ακόμη και τις πιο ηλιόλουστες ή ανεμώδεις ημέρες του καλοκαιριού, η Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) συχνά ξεπερνά τα 100 ευρώ/MWh. Η προσδοκώμενη μείωση των τιμών λόγω ΑΠΕ παραμένει ευσεβής πόθος.
Η Ελλάδα, παρά τον πλούτο της σε φυσικούς πόρους για «καθαρή» ενέργεια, κατατάσσεται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τα υψηλότερα βιομηχανικά τιμολόγια. Η παραγωγή κοστίζει συχνά πάνω από 130 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ χώρες όπως η Σουηδία ή η Γαλλία προσφέρουν τιμές που κινούνται ακόμη και κάτω από τα 70 ευρώ.
Ανάλογα βάρη επωμίζονται και τα νοικοκυριά. Οι επιδοτήσεις λειτουργούν απλώς ως ασπίδα για να κρύψουν –και όχι να διορθώσουν– το πρόβλημα: ότι η φθηνή παραγωγή από ΑΠΕ δεν περνά στην τελική τιμή. Τα «πράσινα» τιμολόγια, αν και ρητορικά πιο φιλικά προς το περιβάλλον, δεν διαφέρουν ουσιαστικά ως προς το ύψος του λογαριασμού.
Ο Ντράγκι ανέδειξε και τη στρατηγική διάσταση της στρέβλωσης: χωρίς προσιτές τιμές ενέργειας, η ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν μπορεί να παραμείνει ανταγωνιστική. Χωρίς κοινωνική συναίνεση –που απαιτεί δίκαιη τιμολόγηση– η πράσινη μετάβαση κινδυνεύει να προκαλέσει κοινωνικές εντάσεις.
Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ένα συνονθύλευμα εθνικών αγορών, με αδύναμες διασυνδέσεις και διαφορετικά επίπεδα ρυθμιστικής ωριμότητας. Οι καθυστερήσεις, τα συμφέροντα και η θεσμική δυσκαμψία καθυστερούν την αναγκαία μετάβαση σε μια ενιαία, αποτελεσματική ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά.
Παρά την αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών φυσικού αερίου σε σχέση με το 2022 και την έκρηξη νέων έργων ΑΠΕ, το μοντέλο παραμένει καθηλωμένο σε λογικές και μηχανισμούς που δημιουργούν τεχνητή ακρίβεια. Οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν ακριβό ρεύμα, όχι λόγω έλλειψης ή κόστους, αλλά λόγω του τρόπου που τιμολογείται η παραγωγή.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως ανέδειξε και ο Μ. Ντράγκι, η ανάγκη για αναθεώρηση του μοντέλου είναι επιτακτική. Διαφορετικά, κάθε νέα ανεμογεννήτρια και κάθε νέο φωτοβολταϊκό θα συνεχίσει να προσθέτει «πράσινη» ενέργεια στο σύστημα – χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο για την τσέπη των καταναλωτών.