
Μεικτές τάσεις αναμένεται να καταγραφούν στα τιμολόγια ρεύματος του Απριλίου, με τους ακριβότερους προμηθευτές να προχωρούν σε μεγαλύτερες μειώσεις, έναντι εκείνων που είχαν επιλέξει όλους τους τελευταίους μήνες να απορροφούν οι ίδιοι όλα τα κόστη.
Στη πρώτη κατηγορία, όσων είχαν κρατήσει ψηλά τις τιμές, οι μειώσεις
λογικά θα είναι πιο μεγάλες, μπροστά και στη βουτιά 32% με την οποία
«τρέχει» η χονδρεμπορική αγορά έξι ημέρες προτού εκπνεύσει ο μήνας. Στη
δεύτερη περίπτωση, οι χρεώσεις μπορεί να παραμείνουν παγωμένες ή να
αποκλιμακωθούν αλλά σε μικρότερο ποσοστό, καθώς οι πάροχοι θα
επιχειρήσουν να αντισταθμίσουν μέρος της γενναίας στήριξης που
προσέφεραν όλο το προηγούμενο διάστημα, ακολουθώντας πιθανότατα μια πιο
συγκρατημένη πολιτική.
Tον κύκλο των ανακοινώσεων εγκαινίασε προχθές η Protergia, κάνοντας γνωστό ότι κρατά για δέκατο συνεχόμενο μήνα σταθερό το «πράσινο» οικιακό τιμολόγιο, ωστόσο σαφή εικόνα της αγοράς θα έχουμε την επόμενη Τρίτη 1η Απριλίου, όταν θα αναρτηθούν οι χρεώσεις όλων των υπόλοιπων παρόχων.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, θεωρείται βέβαιο ότι η μέση τιμή της αγοράς, η οποία τον Μάρτιο είχε διαμορφωθεί στα 19,2 λεπτά η κιλοβατώρα (χωρίς την επιδότηση), με την υψηλότερη στα 25 λεπτά, τον Απρίλιο θα είναι αισθητά χαμηλότερη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα διαμορφωθεί πιθανότατα κοντά στα 15 λεπτά, γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος παροχής επιδοτήσεων από το ΥΠΕΝ. Ο κύκλος που εγκαινιάστηκε το Δεκέμβριο και συνοδεύτηκε από ενισχύσεις 1,5 λεπτού / κιλοβατώρα κάθε μήνα, προκειμένου η μέση τιμή στην αγορά να συγκρατείται στα επίπεδα των 15 λεπτών, φαίνεται ότι κλείνει στα τέλη Μαρτίου.
Καθεστώς που πιθανότατα θα συνεχιστεί τουλάχιστον για το επόμενο δίμηνο λόγω της παραδοσιακά χαμηλής ζήτησης, της λειτουργίας για περισσότερες ώρες των φωτοβολταικών, αλλά και του γεγονότος ότι έχουν μπει στο σύστημα 2 GW περισσότερες ΑΠΕ σε σχέση με πέρυσι.
Έχουμε εισέλθει και επίσημα σε μια περίοδο χαμηλών πτήσεων στη χονδρική με μείωση 32,2% συγκριτικά με τα επίπεδα του ίδιου διαστήματος το Φεβρουάριο και με τη μέση τιμή να «τρέχει» με 105,04 €/ KWh έναντι των 154,09 €/ KWh που έκλεισε ο προηγούμενος μήνας.
Χαμηλές πτήσεις στη χονδρική με… εξαιρέσεις
Τα έργα ΑΠΕ πρωταγωνιστούν από τις αρχές του μήνα στην αγορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως οι τελευταίες ημέρες όπου τον τόνο δίνει η συννεφιά και οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τη μεταφορά αφρικανικής σκόνης, η οποία με τη σειρά της δεν ευνοεί τα φωτοβολταϊκά.
Στη νέα εποχή των ΑΠΕ θα πρέπει να συνηθίσουμε με την ιδέα της εποχικότητας στις τιμές χονδρικής και των απότομων σκαμπανεβασμάτων στο χρηματιστήριο ενέργειας κάθε φορά που θα έχουμε συννεφιά, άπνοια ή μεταφορά σκόνης. Αυτές ακριβώς οι συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα, ενώ τη Παρασκευή η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα να αγγίξει το 60%, ανήμερα της 25ης Μαρτίου, να πέσει στο 44,3%, αυξάνοντας αναγκαστικά τη παρουσία του φυσικού αέριου στο 45,7%.
Και σήμερα, ακριβώς επειδή επικρατούν παρόμοιες συνθήκες, το φυσικό αέριο παραμένει κυρίαρχο με 45,05% έναντι των ΑΠΕ που έχουν μερίδιο 41,8% και με τη τιμή χονδρικής να κινείται σταθερά πέριξ των 120 €/ MWh.
Στη πράξη, τα παραπάνω μας δείχνουν ότι σε ημέρες παρατεταμένης συννεφιάς, όπως οι τελευταίες, όσες μπαταρίες και να ενταχθούν στο σύστημα, οι μονάδες φυσικού αερίου θα είναι απαραίτητες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τιμές. Από τα 105 €/ MWh της Παρασκευής, η τιμή χονδρικής έχει ανέβει σήμερα στα 119 €/ MWh, χωρίς αυτό να αμφισβητεί την ευρύτερη πτωτική εικόνα της DAM σε σχέση με το Φεβρουάριο.
Η πτώση τιμών και τα «μπλε» σταθερά
Την ίδια στιγμή και παρ' ότι οι πτωτικές τάσεις στα «πράσινα» τιμολόγια δεν ευνοούν τη στροφή στα «μπλε» σταθερά, εντούτοις εκεί συνεχίσει να παίζεται το παιχνίδι στην αγορά.
Ερευνες δείχνουν ότι ακόμη και σε μήνες με πτώση τιμών, όπως είχε συμβεί το Νοέμβριο, η στροφή των καταναλωτών στα σταθερά προϊόντα δεν ανακόπτεται, παρά συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό.
Στην αγορά κυκλοφορούν πλέον 18 τέτοια προϊόντα, 12μηνης ή μεγαλύτερης διάρκειας, με κάποια από αυτά να ξεκινούν από τα 9,4 λεπτά/ KWh, δηλαδή σε τιμές ακόμη και 50% χαμηλότερες από εκείνων στα «πράσινα». Η δύναμη, ωστόσο, της αδράνειας διατηρεί ακόμη ένα μεγάλο αριθμό καταναλωτών, πάνω από 4 εκατομμύρια, στη τελευταία αυτή κατηγορία, που χωρίς τις κρατικές επιδοτήσεις θα ήταν πολύ ακριβότερη.