Την ευκαιρία να αναπτύξει τις θέσεις του για μερικά από τα βασικά ενεργειακά θέματα, με αφετηρία τη μετάβαση των περιοχών της χώρας που μέχρι σήμερα φιλοξενούν τις λιγνιτικές εγκαταστάσεις, είχε ο Νίκος Ανδρουλάκης, μια μόλις ημέρα πριν την χθεσινή διαδικασία εκλογών στο ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝΑΛ) που τον ανέδειξε θριαμβευτικά νέο πρόεδρο του κόμματος.
Από την Κοζάνη όπου βρέθηκε το Σάββατο ο κ. Ανδρουλάκης ανέφερε μεταξύ άλλων:
Ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε την πολιτική απο-ανθρακοποίησης, που συμβαίνει παντού στην Ευρώπη. Κάποιες χώρες όπως η Ισπανία και Πορτογαλία πάνε πιο γρήγορα λόγω του μεγάλο μεριδίου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, όμως, όπως η Γερμανία και η Αυστρία καθυστερούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και με τη νέα Γερμανική Κυβέρνηση όπου μετέχουν πλέον και οι Πράσινοι, δηλαδή ένα κόμμα που πιέζει ακόμη περισσότερο για επιτάχυνση ημερομηνιών, ο στόχος τους μεταφέρθηκε από το 2035 στο 2030, όταν περίπου θα ολοκληρωθεί σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη με εξαίρεση την Πολωνία.
«Στην Ελλάδα, όμως υπήρξε μια άλλη επιλογή πιο βίαιη, πιο απότομη από τη μετάβαση που κάνουν άλλα κράτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε το 2015 τη σιωπηρή απολιγνιτοποίηση, μειώνοντας την παραγωγή στο 50% χωρίς κανένα σχέδιο για την επόμενη μέρα, αφήνοντας πίσω συντρίμμια μιας πρωτοφανούς ύφεσης την οποία βιώνετε στην ενεργειακή καρδιά της χώρας.
Η ΝΔ χωρίς κι αυτή να παρουσιάσει κάποιο ειδικό σχέδιο μετάβασης, ανακοίνωσε πλήρες κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων ουσιαστικά ως το 2023, οδηγώντας τις περιοχές σας σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Ακόμα και παράταση να πάρει ως το 2025, όπως ακούγεται, ο αγώνας για να πάμε από το 18% της συμμετοχής σε λιγνίτη στο 0% είναι μια μάχη με τον χρόνο.
Αυτό έχει συνέπεια και στο ενεργειακό μας μίγμα, καθώς αντί να περάσουμε σε ΑΠΕ, ελλείψει χρόνου και σχεδίου, γινόμαστε μια χώρα που κάνει ένα μεταβατικό καύσιμο, το φυσικό αέριο, να έχει μόνιμο χαρακτήρα», πρόσθεσε.
«Για εμάς ως παράταξη, η απολιγνιτοποίηση δεν σημαίνει αντικατάσταση του λιγνίτη με το φυσικό αέριο, διότι και αυτό είναι ορυκτό καύσιμο, σημαίνει πλήρη απο-ανθρακοποίηση της οικονομίας, μέσω της επέκτασης των ΑΠΕ και την κοινωνικοποίηση, τον εκδημοκρατισμό παραγωγής τους, όπως γίνεται σε όλη την Ευρώπη. Με σταδιακή ομαλή απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, ώστε να υπάρχει ευστάθεια, βιωσιμότητα όλων των ενεργοβόρων περιοχών και βέβαια ευστάθεια του δικτύου».
Δίκτυα
Πιο συγκεκριμένα για την αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού του δικτύου, ο κ. Ανδρουλάκης μίλησε για «επενδύσεις στο δίκτυο και στην καινοτομία, ώστε να έχουμε γρήγορη και ισόρροπη ανάπτυξη των ΑΠΕ και της αποθήκευσης. Με ολοκληρωμένη πρόταση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και σοβαρή πρόβλεψη για τους παραγωγούς και τη μεταποίηση.
Δηλαδή, εάν είχαμε ένα καλύτερο δίκτυο θα κάναμε εκατοντάδες ενεργειακές κοινότητες για να στηρίξουμε τον πρωτογενή τομέα, ρίχνοντας το κόστος παραγωγής που είναι το μεγάλο ζήτημα του πρωτογενούς τομέα σήμερα και της μεταποίησης. Θα κάναμε εκατοντάδες χιλιάδες φωτοβολταϊκά στις στέγες ώστε τους φτωχότερους Έλληνες, όταν θα έρθει η ώρα του μεγάλου άλματος της μετάβασης, να μην τους στείλουμε στην ενεργειακή φτώχεια», τόνισε.
«Φέτος τον χειμώνα 34% των Ευρωπαίων δεν έχουν δυνατότητα πλήρους θέρμανσης. Γιατί λοιπόν αυτά που βλέπουν άλλα κράτη και ασκούν ομαλές πολιτικές μετάβασης, δεν τα κάνει και η χώρα μας; Ποια συμφέροντα είναι πίσω από αυτές τις πολιτικές; Τι κρύβει ο κ. Μητσοτάκης και τι πρέπει να γίνει;», αναρωτήθηκε ο κ. Ανδρουλάκης.
Βιώσιμη και δίκαιη
«Εμείς θέλουμε αυτή η μετάβαση να είναι βιώσιμη για την οικονομία, δίκαιη για την κοινωνία. Αυτή πρέπει να είναι η στρατηγική η Ελλάδα, όπως είναι και η στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη», επισήμανε.
Ξεδιπλώνοντας τον σχεδιασμό του για τον εκδημοκρατισμό της ενεργειακής μετάβασης σε αυτές τις περιοχές, ο κ. Ανδρουλάκης έκανε τέλος λόγο για τη «ρήτρα βιώσιμης μετάβασης για ομαλή και σταδιακή απόσυρση λινγιτικών μονάδων. Διασφάλιση της τηλεθέρμανσης σε όλες τις πόλεις που υπάρχει. Πλήρης ανάπλαση εδαφών και περιβαλλοντική αποκατάσταση των τοπίων. Μετεκπαίδευση και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Σύγχρονες υποδομές, με έμφαση στις πράσινες μεταφορές και στον σιδηρόδρομο. Ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο με πρωταγωνιστικό ρόλο των τοπικών και περιφερειακών αρχών, στη διαμόρφωση του νέου και της συναίνεσης των τοπικών κοινωνιών».
«Εκδημοκρατισμός» των ΑΠΕ
Αξίζει να αναφερθεί ότι μετέχοντας προ ολίγων εβδομάδων σε συζήτηση (συντόνισε ο Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής Ενεργειακής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής ΕΜΠ και σύμβουλος του προέδρου σε θέματα ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής) για τον απόηχο και τα συμπεράσματα της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα (COP 26) στη Γλασκώβη, ο κ. Ανδρουλάκης είχε αναφερθεί μεταξύ άλλων στην ανάγκη να «εκδημοκρατιστεί η παραγωγή των ΑΠΕ».
«Στόχος μας να φτιάξουμε ανθεκτικές κοινωνίες, όπου οι μεταβολές που φέρνει η κλιματική αλλαγή, δεν θα υπονομεύσουν βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων και θα περιφρουρήσουν και τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον», επισήμανε ο τότε ευρωβουλευτής και σήμερα επικεφαλής του ΚΙΝΑΛ. Σημείωσε, αναφερόμενος στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής ότι πρέπει «να φτιάξουμε ανθεκτικές κοινωνίες, όπου αυτές οι μεταβολές δεν θα υπονομεύσουν βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και θα περιφρουρήσουν και τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον». Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας και του rescEU, ένα «υπερεθνικό ευρωπαϊκό εργαλείο που θα βοηθά τις κοινωνίες να γίνονται ανθεκτικότερες».
Επίσης ανέφερε την ανάγκη για μία δίκαιη πράσινη μετάβαση, αξιοποιώντας τα Ευρωπαϊκά και εθνικά ταμεία ώστε οι περιοχές που πλήττονται, η Μεγαλόπολη, η Πελοπόννησος και η Δυτική Μακεδονία, να στηριχτούν ώστε οι κοινωνίες τους να μη φτωχοποιηθούν. «Δεν πρέπει η πράσινη μετάβαση να είναι αφορμή να μείνουν κάποιοι πίσω».
Όπως επισήμανε «κομβικό θέμα για να συζητήσουμε για τη δίκαιη μετάβαση είναι ένα καλό δίκτυο. Να επενδύσουμε από το Ταμείο Ανάκαμψης για να φτιάξουμε ένα καλό δίκτυο υψηλής διασυνδεσιμότητας, που θα βοηθήσει να εκδημοκρατιστεί η παραγωγή των ΑΠΕ, δημιουργώντας παράλληλα μια νέα κουλτούρα εξοικονόμησης. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με ενεργειακές κοινότητες για τον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα και για άλλους τομείς της οικονομίας, αλλά και βέβαια με εκατοντάδες χιλιάδες φωτοβολταϊκά στις στέγες ώστε όλοι οι πολίτες να μπορούν να γίνουν και παραγωγοί και να μην είναι μόνο παθητικοί καταναλωτές».