Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Εξυπηρετεί η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ το δημόσιο συμφέρον;


Η ιδιωτικοποίηση μέσω αποεπένδυσης του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής διαμάχης στις μέρες μας.
Κατά μήκος του φάσματος των στρατηγικών επιλογών προς μια ανταγωνιστική οικονομία, στο ένα άκρο βρίσκεται η περί ης ο λόγος ιδιωτικοποίηση μέσω αποεπένδυσης, στο άλλο βρίσκονται οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις-στρατηγική που η πλειονότητα των πρώην ευρωπαϊκών κρατικών μονοπωλίων επέλεξαν στο άνοιγμα των αγορών το 1999.
Στη μέση του φάσματος των επιλογών συγκαταλέγονται οι συμμαχίες και οι συνεργασίες, οι οποίες συνήθως δίδουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα μεταγενέστερης εξαγοράς ή αποεπενδύσης και διασφαλίζουν έτσι μια σταδιακή
οργανική διαδικασία προσαρμογής.
Μια ιδιωτικοποίηση σχεδιάζεται ώστε να α) εξασφαλίσει-μέσω του ανταγωνισμού – μια οικονομική αποτελεσματικότητα β) επιτύχει, ταυτόχρονα, τη μεγαλύτερη δυνατή «πρόσοδο» για το κράτος και γ) διασφαλίσει ότι και άλλοι κοινωνικοί στόχοι- απασχόληση, κατανομή ευημερίας, κ.λ.π.-επιδιώκονται αποτελεσματικά.
Η πεποίθηση ότι η ιδιωτικοποίηση θα εξασφάλιζε την οικονομική αποτελεσματικότητα και ταυτόχρονα την επιθυμητή κατανομή των πόρων δεν τεκμαίρεται από τα αποτελέσματα των ποικίλων αποχρώσεων μοντέλων που εφαρμόστηκαν στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη κατά την τελευταία τριακονταετία.
Αντί ανταγωνισμού η απελευθέρωση οδήγησε σε υπερσυγκέντρωση· αντί για μείωση των τιμών, σε υψηλότερες τιμές· αντί κατανομής ευημερίας και αύξηση της απασχόλησης, σε ανισότητες και αύξηση της ανεργίας· και αντί για περιφερειακή απασχόληση, σε μαρασμό της περιφέρειας.
Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι σχεδιάζεται η καλύτερη πλειοδοτική διαδικασία για τη μεγιστοποίηση της εισπραττόμενης από την πώληση αξίας, υπάρχουν διάφοροι σημαντικοί λόγοι- έλλειψη αγοράς μεταχειρισμένων παγίων, αριθμός υποψήφιων αγοραστών, ταυτότητα πλειοδότη, η βαθιά κρίση, έλλειψη ρευστότητας – που καθιστούν το στόχο της απόκτησης πλήρους προσόδου επιτεύξιμο υπό πολύ περιοριστικές προϋποθέσεις.
Οι όποιες απώλειες ευημερίας συνδέονταν με τα πρώην κρατικά μονοπώλια μπορεί να ήταν πολύ μικρότερες από τις απώλειες του αναδυθέντος περιορισμένου ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού.
Στις περιπτώσεις που ο ανταγωνισμός περιορίζεται από οικονομίες κλίμακας σε αρκετά μεγάλη έκταση που συνεπάγονται μεγάλα ποσά κεφαλαίου, όπως αυτές των αγορών ηλεκτρισμού, η πολιτική ανταγωνισμού δεν είναι ο τρόπος επίτευξης οικονομικής αποτελεσματικότητας γράφει ο νομπελίστας Stiglitz.
Εάν η εμπειρία ιδιωτικοποιήσεων διδάσκει κάτι είναι ότι το κεντρικό θέμα της συζήτησης ιδιωτικοποίησης πρέπει επικεντρωθεί στη φύση των οργανωτικών αλλαγών – δομές κινήτρων, τεχνολογικές αλλαγές, οργανωσιακή αρχιτεκτονική -και όχι στην ευρεία ιδεολογική συζήτηση για το ρόλο και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας ιδιοκτησίας.
Η ιδιωτικοποίηση συνεπάγεται την εκτόπιση ενός συνόλου διευθυντικών στελεχών που έχουν ανατεθεί από τους μετόχους -τους πολίτες- με ένα άλλο σύνολο μάνατζερ που μπορεί να απαντήσει στο συμφέρον ενός πολύ διαφορετικού συνόλου μετόχων.
Η αντικατάσταση του δημόσιου management με ένα ιδιωτικό δεν εξυπηρετεί από μόνο του το δημόσιο συμφέρον, όπως ακριβώς και η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν υπήρξε ικανή για να μεγιστοποιήσει την αξία των μετόχων-agent theory.
Το βασικό ερώτημα είναι υπό ποιες συνθήκες-δομές κινήτρων- θα είναι πιο πιθανό οι διευθυντές να ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον.
Εν τέλει, η λογοδοσία και η εναρμόνιση με τα συμφέροντα των πολιτών πρέπει να είναι οι κατευθυντήριοι στόχοι.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κρατική ιδιοκτησία είναι πανάκεια και κατά συνέπεια πρέπει να λειτουργεί όπως λειτουργούσε μέχρι σήμερα. Οι μονοπωλιακές δομές, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, είναι συνήθως αναποτελεσματικές.
Πώς, όμως, θα μπορούσε να οργανωθεί ένα μονοπώλιο ώστε το μέλλον του να ανταγωνίζεται το παρόν του.
Ο τρίτος δρόμος
Μια καθολική εποπτεία των ιδιωτικοποιήσεων μας αναγκάζει να δεχθούμε ότι μεταξύ των δύο άκρων υπάρχει και τρίτος δρόμος.
Για το μεν ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι ο δρόμος που αναδύθηκε από σχεδόν όλες τις ιστορίες επιτυχίας που αφορούν μεικτές οικονομίες με μεγάλο εξισορροπητικό δημόσιο τομέα.
Για την δε εταιρική στρατηγική είναι ο δρόμος που αναδύθηκε από τις στρατηγικές συμμαχίες και συνεργασίες αμοιβαίου οφέλους όλων των ειδών.
Μια συμμαχία αμοιβαίου οφέλους με μια οικονομικά ισχυρή επιχείρηση πολλές φορές αποτελεί διέξοδο για μια επιχείρηση που ταλαντεύεται αμήχανη μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ιδιοκτησίας- μεταξύ αφανισμού και μετασχηματισμού.
Μόνον μέσω της συνεργασίας με άλλες επιχειρήσεις θα αποκτήσουμε εκείνο το είδος της χωρητικότητας που επιτρέπει την έγκαιρη πληροφόρηση, τη γνώση και την αντίδραση/ανάδραση ώστε να προσαρμοζόμαστε γρήγορα στις διακυμάνσεις που σημειώνονται σε οποιοδήποτε σημείο της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο τρίτος δρόμος της εξελικτικής μετάβασης
Αν η ίδια η ιδιωτικοποίηση μέσω πώλησης είναι απλώς ο ένας τρόπος για να επιτευχθεί μια ανταγωνιστική οικονομία, η δημιουργία νέων επιχειρήσεων είναι ο άλλος. Η κυβέρνηση αντί ιδιωτικοποίησης μπορεί να επικεντρωθεί στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Η κρατική επιχείρηση θα αναγκαστεί από τον ανταγωνισμό να γίνει πιο αποτελεσματική, να σχεδιάσει ανταγωνιστικές δομές κινήτρων και επιλογών, να απεξαρτηθεί από τα υπουργεία και τους γραφειοκράτες τους, να συνάψει συνεργασίες, συμμαχίες, να καταγράψει τι τη διαφοροποιεί από τις αντίστοιχες αποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις π.χ. EDF, Vattenfall, που φαίνεται να διοικούνται πολύ καλύτερη από τις αντίστοιχες ιδιωτικές π.χ. EON ή Endessa.
Περίτρανη απόδειξη αποτελούν οι δημόσιες επιχειρήσεις της Σκανδιναβίας- όπως και αυτές της Κίνας – οι οποίες υπό ανταγωνιστικές συνθήκες λειτούργησαν αποτελεσματικότερα από άλλες σε περιφέρειες όπου προτιμήθηκε η λύση της ιδιωτικοποίησης, των εξαγορών και των συγχωνεύσεων.
Η Κίνα έδωσε μεγάλη έμφαση στον ανταγωνισμό· δεν επικέντρωσε την προσοχή της στην ιδιωτικοποίηση των υπαρχουσών κρατικών επιχειρήσεων αλλά στην ανάπτυξη νέων.
Η εξελικτική πορεία, από την άποψη αυτή υπερέχει της επαναστατικής της αποεπένδυσης.
Ο τρίτος δρόμος της πολιτικής συναίνεσης
Οι ίδιες παγκόσμιες συνθήκες που ωθούν στο προσκήνιο ένα νέο συνεργατικό οικονομικό μοντέλο επηρεάζουν και την πολιτική αρένα· συνειδητοποιώντας οι πολιτικοί φορείς ότι δεν μπορούν να διατηρήσουν πια το μονοπώλιο της κυβερνητικής διαδικασίας, σπεύδουν να συναινέσουν, να συνεργαστούν, να συμμαχήσουν – να μοιραστούν τη διακυβέρνηση με τους αντίπαλους πολιτικούς φορείς.
Πέρα από τις εκλογικές συγκρούσεις και τους κομματικούς ανταγωνισμούς, τα κοινωνικά συστήματα της Δυτικής Ευρώπης εδράζονται σε ευρύτατη συναίνεση, όπου κυριαρχεί ένας πολύ ισχυρός δεσμός των ανθρώπων με αυτό που αντιλαμβάνονται ως «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο».
Στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον με υψηλά ρίσκα, οι ευκαιρίες διαμορφώνονται όλο και περισσότερο γύρω από την κοινή τρωτότητα και τα κοινά ρίσκα παρά γύρω από το αποκλειστικό ιδιοτελές συμφέρον και τον μεμονωμένο επιχειρηματικό τζόγο· οι πιο σημαντικές αξίες για την επιβίωση είναι η εμπιστοσύνη, η αμοιβαιότητα και η συνεργασία παρά ο σκληροτράχηλος ατομισμός του προχωρώ μόνος και η συμπεριφορά που ορίζεται από την αντιπαλότητα.
Και ο καθρέπτης όπου μπορούμε να δούμε το μέλλον μας οι προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
-----
Ο Ξενοφώντας Μιχαηλίδης είναι Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ

Αρχειοθήκη ιστολογίου