Την τρίμηνη παράταση ζωής της λιγνιτικής μονάδας της Μελίτη για λόγους ενεργειακής ασφάλειας και την ένταξή της σε καθεστώς ψυχρής εφεδρείας μέχρι και τις 31 Μαρτίου 2025, προβλέπει η τροπολογία του ΥΠΕΝ που κατατέθηκε χθες στη Βουλή.
Στη διάταξη που έχει προληπτικό χαρακτήρα, ωστόσο δείχνει και ένα βαθμό ανησυχίας ενόψει του χειμώνα και των καθημερινών υψηλών εξαγωγών στην ΝΑ Ευρώπη, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η Μελίτη, που επρόκειτο να σβήσει οριστικά στα τέλη Δεκεμβρίου, θα μπαίνει σε λειτουργία «…ως έσχατο μέτρο αποτροπής περικοπών κατανάλωσης λόγω ανεπάρκειας παραγωγής και θα λαμβάνει εντολή συγχρονισμού εφόσον έχουν εξαντληθεί όλα τα προβλεπόμενα μέτρα αγοράς».
Η απόφαση για τη Μελίτη ελήφθη έπειτα από προ ημερών εισήγηση του ΑΔΜΗΕ ότι τη θεωρεί απαραίτητη το φετινό χειμώνα, λόγω των χαμηλών αποθεμάτων νερού στους ταμιευτήρες της ΔΕΗ αλλά και της αυξημένης ζήτησης για ρεύμα από τη ΝΑ Ευρώπη και στο θέμα αναφέρθηκε ξανά χθες από το βήμα της Βουλής ο αρμόδιος υπουργός Θόδωρος Σκυλακάκης.
Τι επέβαλε την απόφαση
«Στη Μελίτη δίνουμε μια τρίμηνη παράταση, (όχι γιατί περιμένουμε ότι θα χρησιμοποιηθεί), μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο αν υπάρξει πολύ έντονη παραγωγική ανάγκη. Το ηλεκτρικό μας σύστημα εξάγει πολύ μεγάλες ποσότητες ενέργειας, 2 GW πηγαίνουν αυτή τη στιγμή σε εξαγωγές και ο χειμώνας προβλέπεται ότι θα έχει αυτή την εξαγωγική διάσταση, συνεπώς δεν θέλουμε αν υπάρξει κάποια δυσμενής εξέλιξη από πλευράς ζήτησης, να μην μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες του ηλεκτικού συστήματος», ανέφερε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι του χρόνου αυτό δεν θα είναι αναγκαίο.
Σε ένα σύστημα που θα διαθέτει σε πλήρη λειτουργία δύο νέες μονάδες φυσικού αερίου (Metlen, Αγ. Νικόλαο, Motor Oil - ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Κομοτηνή), αλλά και πολλούς νέους σταθμούς ΑΠΕ, καθίσταται περιττή από του χρόνου η Μελίτη, το κόστος λειτουργίας της οποίας κινείται σήμερα στα 200 ευρώ /MWh.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου, αυτό που επέβαλε τη παράταση ζωής της Μελίτη για το χειμώνα 2024-2025, είναι η ανησυχία ότι ο Δεκέμβρης, ο Γενάρης και ο Φλεβάρης θα κινηθεί στο σημερινό τέμπο, δηλαδή με τη ΝΑ Ευρώπη και την Ουκρανία να τραβούν πολύ μεγάλους όγκους ενέργειας (οι εξαγωγές 1,5 – 2 GW είναι καθημερινό φαινόμενο) και με δεδομένα τα πολύ χαμηλά υδατικά αποθέματα, καλό είναι για παν ενδεχόμενο ο σταθμός να μπει σε καθεστώς ψυχρής εφεδρείας ως «μονάδα συμπληρωματικής ενέργειας».
Το καθεστώς αποζημίωσης, η σύμβαση με τον ΑΔΜΗΕ
Ετσι, σύμφωνα με την τροπολογία, από την 31η Δεκεμβρίου 2024, η μονάδα διαγράφεται από τα μητρώα των κατανεμόμενων μονάδων που τηρεί ο ΑΔΜΗΕ, παύει να συμμετέχει στην αγορά και «…τίθεται σε καθεστώς παροχής εφεδρείας δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής και δύναται να λειτουργήσει για την παροχή συμπληρωματικής ενέργειας, μέχρι την 31η Μαρτίου 2025, με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται σε σύμβαση μεταξύ του παραγωγού (ΔΕΗ) και του Διαχειριστή του Συστήματος».
Διευκρινίζεται ότι το καθεστώς αυτό δεν προβλέπει αποζημίωση για την ετοιμότητα παροχής της εφεδρικής ισχύος ή άλλων επικουρικών υπηρεσιών, εκτός και αν η μονάδα «…κληθεί να παράσχει συμπληρωματική ενέργεια συστήματος για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών του ΕΣΜΗΕ ή για δοκιμή». Αν δηλαδή η μονάδα κληθεί να λειτουργήσει για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών του συστήματος, η ΔΕΗ θα αποζημιωθεί αποκλειστικά για το λειτουργικό της κόστος, το οποίο θα εγκριθεί από τη ΡΑΑΕΥ, κατόπιν υποβολής των σχετικών στοιχείων από τον παραγωγό.
Επιπλέον η ΔΕΗ οφείλει να διατηρεί τη μονάδα σε πλήρη ετοιμότητα, ώστε να μπορεί να λειτουργεί, για τουλάχιστον 15 ημέρες, στη μέγιστη δηλωμένη ισχύ παραγωγής της, με την υποχρέωση εξακολούθησης της λειτουργίας της για τουλάχιστον 10 ακόμα ημέρες. Καθώς επίσης για να διαπιστωθεί η ετοιμότητα της μονάδας θα πραγματοποιείται μηνιαίως μία δοκιμή περιορισμένης διάρκειας, το κόστος της οποίας και θα αποζημιώνεται. Σε κάθε περίπτωση, το πολύ υψηλό κόστος λειτουργίας της μονάδας δεν πρόκειται να επηρεάσει τις τιμές των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας.
Δεν αλλάζει το πρόγραμμα απόσυρσης
Στα απαγορευτικά κόστη του λιγνίτη είχε αναφερθεί προ ημερών και η υφυπουργός ΠΕΝ Αλ. Σδούκου, λέγοντας ότι η Μελίτη αντιπροσωπεύει, πλέον, με βάση τα φετινά στοιχεία, το 0,84% της συνολικής παραγωγής ρεύματος στη χώρα και ότι από τις 19.050 γιγαβατώρες, που είναι το σύνολο της συμβατικής παραγωγής, παρήγαγε μόλις 106 γιγαβατωρες.
Σύμφωνα επίσης με προ μηνός στοιχεία του BloombergNEF (BNEF), το κόστος παραγωγής λιγνιτικής ενέργειας κυμαίνεται από 147 έως και 271 ευρώ για μία μεγαβατώρα, δηλάδή τέσσερις φορές πάνω από αυτό των φωτοβολταικών και αιολικών, καθιστώντας απαγορευτική τη λειτουργία των συγκεκριμένων μονάδων.
Εχει τη σημασία του ότι η τρίμηνη παράταση ζωής της Μελίτη δεν αλλάζει στο παραμικρό, όπως μεταφέρουν αρμόδιες πηγές, το πρόγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Στη περίπτωση του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου (μονάδες 3,4,5) που έχουν τη δυνατότητα παροχής τηλεθέρμανσης στην πόλη της Κοζάνης θα παραμείνουν στο σύστημα έως τα τέλη του 2025. Στη περίπτωση της Πτολεμαίδας V, η μετατροπή της σε μονάδα φυσικού αερίου δείχνει ως η πλέον πιθανή λύση, κάτι που είχε «φωτογραφήσει» και ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης, παρουσιάζοντας το Νοέμβρη το νέο στρατηγικό σχέδιο της επιχείρησης.
Σύμφωνα μάλιστα με προ ημερών έγγραφο της επιχείρησης προς τη Βουλή, τα παραπάνω ορόσημα αποτελούν την ανώτατη δυνατή χρονική υπέρβαση για τις λιγνιτικές μονάδες, το σβήσιμο των οποίων αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα στο σχεδιασμό της επιχείρησης.
Ενώ όπως επισημαίνεται σχετικά σε άλλο έγγραφο του επικεφαλής της ΔΕΗ «…η διατήρηση μη οικονομικά αποδοτικών μονάδων για την παροχή διαθεσιμότητας ισχύος και εξασφάλιση της επάρκειας του συστήματος είναι εφικτή κάτω από ένα κάποιο καθεστώς αποζημίωσης, σε συμφωνία με το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις..».