«Η κρίση επάρκειας εξαιτίας της διακοπής λειτουργίας του αγωγού “Nord Stream 1” και του μελλοντικού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο σίγουρα θα μετατραπεί σε ακραία κρίση ακρίβειας για τους καταναλωτές στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενόψει της κρίσης καυσίμων. Στην Ελλάδα η αγορά «προοικονομεί» τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, αφού είδαμε τις τιμές να αυξάνονται μετά από ανακοινώσεις για πιθανό εμπάργκο. Αυτές οι πρακτικές συνδέονται με την αισχροκέρδεια που επιτρέπει η κυβέρνηση στην αγορά και την έλλειψη ελέγχων», δήλωσε ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Ράδιο Θεσσαλονίκη και στους δημοσιογράφους, Σ. Μόσχη και Δ. Διαμαντίδη.
Πρόσθεσε πως: «Δύο ενδογενή προβλήματα προστίθενται σε όσα αντιμετωπίζουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και καθιστούν την Ελλάδα ακόμη πιο ευάλωτη έναντι της σημερινής ενεργειακής κρίσης. Πρώτον, η αγορά "έχει στερέψει" μετά από έναν χρόνο ακρίβειας στο ρεύμα, στο φυσικό αέριο και στα καύσιμα, με αποτέλεσμα σήμερα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είτε να εμφανίζουν αδυναμία πληρωμής ακόμα και στους διακανονισμούς. Δεύτερον, η κυβέρνηση επέλεξε τον Σεπτέμβριο του 2019 να ακυρώσει τον ενεργειακό σχεδιασμό της Ελλάδας, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που είχε εκπονήσει για πρώτη φορά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που προέβλεπε την ταυτόχρονη, ομαλή απεξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα, το λιγνίτη και το φυσικό αέριο. Η βίαιη, χωρίς σχέδιο αλλά και κούφια απολιγνιτοποίηση του κ. Μητσοτάκη αύξησε την εξάρτηση της Ελλάδας στο φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή, αύξησε τις τιμές και κατέστησε τη χώρα ενεργειακά ανασφαλή. Αν και ο κος Μητσοτάκης τον Απρίλιο στην Κοζάνη προσπάθησε να «πάρει πίσω» την απολιγνιτοποίηση τώρα πια τα λιγνιτορυχεία είναι παρατημένα και οι λιγνιτικές μονάδες απαξιωμένες, χωρίς επαρκές προσωπικό. Η Διοίκηση της ΔΕΗ δεν ασχολήθηκε με τη λιγνιτική παραγωγή, παρέδωσε σχέδιο εξόρυξης λιγνίτη για το έτος 2022 μόλις τον Απρίλιο, αλλά ασχολήθηκε μόνο με τα μπόνους και τα πολυτελή αυτοκίνητα για τα χρυσά γαλάζια παιδιά».
Σχετικά με την ανακοίνωση της κυβέρνησης για την «κατάργηση» της ρήτρας αναπροσαρμογής, της ρήτρας Μητσοτάκη, ο Σ.Φάμελλος σχολίασε: «Η κυβέρνηση δεν έχει τίποτα να πει για όσους αδυνατούν να πληρώσουν τη ρήτρα Μητσοτάκη αν και έχει αναγνωρίσει την καταχρηστικότητά της. Δεν πρόκειται φυσικά για καμία κατάργηση αλλά για ενσωμάτωση της ρήτρας στα τιμολόγια των παρόχων ρεύματος. Θα ανακοινώνουν δηλαδή κάθε μήνα τα τιμολόγιά τους για δύο μήνες μετά, στο τέλος Ιουλίου για παράδειγμα για τον Σεπτέμβριο, όπου θα ενσωματώνουν τη ρήτρα. Είναι άγνωστο για τους καταναλωτές πλέον πώς θα υπολογίζεται το ποσό της ρήτρας που θα περιλαμβάνεται στα τιμολόγια. Οι καταναλωτές θα πρέπει να μελετούν κάθε μήνα τις τιμές που θα ανακοινώνουν οι πάροχοι ώστε να βρίσκουν κάθε φορά το τιμολόγιο που τους συμφέρει πιο πολύ. Το μοναδικό όπλο του καταναλωτή απέναντι σε αυτήν την κατάσταση είναι να αλλάξει η κυβέρνηση και όχι να αλλάζει τιμολόγιο κάθε μήνα. Η ανεπάρκεια της κυβέρνησης αποδείχτηκε και από το ότι οι τιμές του Αυγούστου θα ανακοινωθούν 25.07 παρότι ο νόμος που ψηφίστηκε πριν μια εβδομάδα προέβλεπε ανακοίνωση τιμών στις 10.07. Φαντάζεστε πέντε εκατομμύρια καταναλωτές να ψάχνουν στις τελευταίες 5 ημέρες του Ιουλίου να αλλάξουν πάροχο ρεύματος;».
Αναφέρθηκε στη συνέχεια σε τροπολογία που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τις ΑΠΕ για την επιβολή 5% πλαφόν στα κέρδη των ηλεκτροπαραγωγών: «Πρόκειται για μέτρο που θα κρατούσε χαμηλά τις τιμές και δε θα χρειάζονταν τόσα δισεκατομμύρια ευρώ για την επιδότηση της ακρίβειας με χρήματα μάλιστα των καταναλωτών, όπως κάνει εδώ και σχεδόν έναν χρόνο η κυβέρνηση».
Σημείωσε επίσης πως ακόμη και μετά την κυβερνητική παρέμβαση παραμένουν πολύ μεγάλα τα περιθώρια υπερκερδών των καθετοποιημένων παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας. «Σύμφωνα με τους δικούς μας αρχικούς υπολογισμούς ακόμα με το πλαφόν που έθεσε ο κ. Σκρέκας ξεπερνούν το ένα (1) δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Το «πλαφόν» που η κυβέρνηση βάζει στα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ είναι στα 110 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ το κόστος παραγωγής δεν ξεπερνά τα 20 με 30 ευρώ ανά μεγαβατώρα, το ίδιο ισχύει και για τη λιγνιτική παραγωγή και την παραγωγή από φυσικό αέριο».
Ο Σ. Φάμελλος στάθηκε στον δεκαπλασιασμό των υπερκερδών της ΔΕΠΑ Εμπορίας, ενεργειακής εταιρείας που συμμετέχει το ελληνικό δημόσιο, εν μέσω της ακραίας κρίσης ακρίβειας, ένα αποτέλεσμα χαρατσώματος των καταναλωτών. Για την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης σχολίασε πως επιδοτεί την ακρίβεια με χρήματα που έχει εισπράξει σε προηγούμενο χρόνο από τους καταναλωτές. «Είναι δυνατόν ένας φορέας που τη διοίκηση του διορίζει η κυβέρνηση να βγάζει από τους καταναλωτές 300 εκατομμύρια ευρώ κέρδη ενώ το φυσικό αέριο αυξήθηκε μέχρι και 1.000%, όπως έχουμε δει σε λογαριασμούς πολιτών της Θεσσαλονίκης;».