ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ- energymag.gr
Η ενεργειακή κρίση των τελευταίων ετών, ενισχυμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις γεωπολιτικές εντάσεις, έφερε στην επιφάνεια τις ανισότητες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έννοια της «Ευρώπης των δύο ενεργειακών ταχυτήτων» περιγράφει την πραγματικότητα μιας ηπείρου που δεν προχωρά με ενιαίο βηματισμό προς την δίκαιη και ισορροπημένη ενεργειακή αγορά, αλλά αντίθετα διχάζεται μεταξύ χωρών με υψηλό βαθμό ενεργειακής αυτάρκειας και ενεργειακής ανάπτυξης και άλλων παραγόντων που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές πηγές ενέργειας.
Η εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης, βασίζονται ακόμη σε μεγάλο βαθμό στον άνθρακα και το φυσικό αέριο. Αυτή η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και ελλιπών επενδύσεων σε πιο εξελιγμένες και φθηνότερες πηγές ενέργειας.
Οι πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά (όπως η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ολλανδία) έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν σε σύγχρονες ενεργειακές τεχνολογίες, να χρηματοδοτούν προγράμματα υψηλής ενεργειακής αποδοτικότητας και να προωθούν την καθαρή ενέργεια με αποθήκευση. Αντίθετα, οι χώρες του Νότου αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά όρια και κοινωνικές πιέσεις που δυσκολεύουν τις μεταρρυθμίσεις. Όμως το κυριότερο πρόβλημα, ειδικά στην Ελλάδα είναι η σχέση εξάρτησης των κυβερνητικών παραγόντων με την ενεργειακή ελίτ της χώρας που κερδίζουν από την μεταφορά και την εμπορία των ορυκτών καυσίμων και την απροθυμία τους να επενδύσουν σε άλλες μορφές ενέργειας, όπως βιοκαύσιμα, γεωθερμία, αντλησιοταμίευση, υδροηλεκτρικά, υδρογόνο, αποθήκες κλπ.
Οι επιπτώσεις του ενεργειακού διχασμού επιφέρουν κοινωνικές ανισότητες, διότι η ακριβή ενέργεια στην ΝΑ Ευρώπη επηρεάζει άμεσα τα νοικοκυριά, ειδικά στις φτωχότερες χώρες. Η λεγόμενη «ενεργειακή φτώχεια» επεκτείνεται διαρκώς , προκαλώντας αίσθημα αδικίας και διχασμού ανάμεσα στους ευρωπαίους πολίτες.
Η Ε.Ε. προσπαθεί να θέσει ενιαίους στόχους για την ενεργειακή μετάβαση (π.χ. Fit for 55, Green Deal). Ωστόσο, η διαφορετική αφετηρία των κρατών-μελών καθιστά δύσκολη την επίτευξη κοινών πολιτικών χωρίς να δημιουργούνται εντάσεις και αντιδράσεις. Το όραμα της ενωμένης ενεργειακής Ευρώπης είναι μόνο στα χαρτιά και στις ανακοινώσεις των επιτροπών.
Υπάρχουν τρόποι γεφύρωσης του ενεργειακού χάσματος; Σίγουρα ναι. Αρκεί τα κοινοτικά χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα, η Ε.Ε. να ενισχύσουν τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, ώστε να επενδύσουν σε έξυπνα δίκτυα, σε αποθήκευση ενέργειας και σε εξελιγμένες υποδομές.
Η έννοια της ενεργειακής αλληλεγγύης, που προβλέπει κοινές αγορές φυσικού αερίου και διαμοιρασμό αποθεμάτων, ενισχύει την ανθεκτικότητα των κρατών μελών και αποτρέπει κρίσεις. Κάτι που έχει ανακοινωθεί, αλλά ακόμη δεν έχει προχωρήσει.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να είναι επιτυχής εάν δεν είναι δίκαιη. Η δημιουργία μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων στον ενεργειακό τομέα υπονομεύει όχι μόνο την ενότητα και τη συνοχή της Ένωσης, αλλά και την αποτελεσματικότητα των περιβαλλοντικών της πολιτικών. Η εξάλειψη αυτών των διαφορών δεν είναι απλώς ζήτημα τεχνικής ή οικονομικής φύσεως· είναι θέμα πολιτικής βούλησης κυρίως των Βρυξελλών και δευτερευόντως των κυβερνήσεων των κρατών μελών που αδυνατύν να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά την ενεργειακή πενία .
Οι σκανδιναβικές χώρες γιατί πετυχαίνουν φθηνότερες τιμές ρεύματος σε σχέση με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη; οι πιο σημαντικοί λόγοι σχετίζονται με ενεργειακές υποδομές, φυσικούς πόρους, πολιτική στρατηγική και διασυνδεσιμότητα.
Οι Σκανδιναβικές χώρες (κυρίως Νορβηγία, Σουηδία και Φινλανδία) έχουν πυρηνικά και άφθονο νερό, κάτι που τους επιτρέπει να βασίζονται σε υδροηλεκτρική ενέργεια, η οποία είναι από τις φθηνότερες και πιο σταθερές μορφές παραγωγής.Παράγουν ρεύμα με χαμηλό κόστος και δεν εξαρτώνται από τις τιμές του φυσικού αερίου που είναι εκτεθειμένες σε γεωπολιτικές αναφλέξεις. Οι χώρες αυτές έχουν εκσυγχρονισμένα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, που μειώνουν τις απώλειες και τα κόστη μεταφοράς.
Επενδύουν εδώ και δεκαετίες σε έξυπνα δίκτυα, σε ψηφιακή παρακολούθηση κατανάλωσης και αποθήκευση ενέργειας, γεγονός που βελτιστοποιεί την παραγωγή και την κατανάλωση. Οι σκανδιναβικές χώρες είναι στενά διασυνδεδεμένες μεταξύ τους και με άλλες ευρωπαϊκές αγορές μέσω αγωγών και καλωδίων. Έτσι, μπορούν να εξάγουν ή να εισάγουν ρεύμα ανάλογα με τις ανάγκες και τις τιμές, πετυχαίνοντας σταθερότερες και φθηνότερες τιμές.
Αντίθετα, πολλές χώρες της ΝΑ Ευρώπης (όπως η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία) βασίζονται ακόμα σε φυσικό αέριο ή εισαγόμενο πετρέλαιο, που επηρεάζονται από διεθνείς κρίσεις και τιμές.
Ωστόσο δεν πρέπει να αφήσουμε απ’ έξω το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας (HEnEx) που αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα σε σχέση με τα πιο ώριμα και αποδοτικά χρηματιστήρια ενέργειας της Βόρειας Ευρώπης.
Το Χρηματιστήριο Ενέργειας είναι μια αγορά όπου διαμορφώνονται οι τιμές του ρεύματος βάσει προσφοράς και ζήτησης. Ιδρύθηκε στην Ελλάδα το 2018 και άρχισε να λειτουργεί πλήρως το 2020. Θεωρητικά, στόχος του είναι να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και να ρίξει τις τιμές — στην πράξη όμως αυτό δεν έχει συμβεί.
Τα κυριότερα προβλήματα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (HEnEx) είναι
Η μικρή ρευστότητα αγοράς, λίγοι μεγάλοι «παίκτες» συμμετέχουν, οπότε δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός. Υπάρχει υψηλή εξάρτηση από το υγροποιημένο φυσικό αέριο, υπάρχει ελλιπής διαφάνεια και ρύθμιση. Υπάρχουν καταγγελίες για φαινόμενα «κερδοσκοπίας» ή χειραγώγησης των τιμών, χωρίς ουσιαστική παρέμβαση από ρυθμιστικές αρχές. Τέλος υπάρχει ανεπαρκής μακροχρόνιος σχεδιασμός (forward market). Αντίθετα στη Βόρεια Ευρώπη υπάρχουν πιο ανεπτυγμένες αγορές «μελλοντικής» ενέργειας (forward contracts) που σταθεροποιούν τις τιμές. Στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Διαθέτουν ώριμες και σταθερές αγορές επόμενης ημέρας (day-ahead) και αγορές εξισορρόπησης. Τέλος καλύπτονται από πιο αυστηρό ρυθμιστικό έλεγχο, με λιγότερα περιθώρια στρεβλώσεων.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η ΝΑ Ευρώπη, αλλά και η Ελλάδα, θα αποτελούν ένα ενεργειακό νησί κάπου στην ΝΑ Μεσόγειο που θα παρακολουθεί τις ενεργειακές εξελίξεις απομονωμένα και σίγουρα θα χρειαστούν πολύ δρόμο για την σύγκλιση.