Οι χειρισμοί της διοίκησης του Γιώργου Στάσση με τη δραστική μείωση της πανάκριβης λιγνιτικής παραγωγής αλλά και η πτώση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έριξαν θεαματικά τις δαπάνες για αγορές ενέργειας στο φετινό εννιάμηνο.
Τα έξοδα που κάνει η ΔΕΗ για υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο, για δικαιώματα CO2 καθώς και για αγορές ενέργειας ήταν λιγότερα κατά 885,6 εκατ. ευρώ. Για την ακρίβεια υποχώρησαν στα 1,4 δις. από τα περίπου 2,1 δις. ευρώ το αντίστοιχο περσινό εννιάμηνο.
Συγκεκριμένα:
- Η δαπάνη για υγρά καύσιμα μειώθηκε κατά 33% σε 357,5 εκατ. το εννεάμηνο του 2020 από 533,3 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο του 2019 , λόγω της μικρότερης παραγωγής από υγρά καύσιμα αλλά και της χαμηλότερης τιμής του μαζούτ και του diesel.
- Η δαπάνη για φυσικό αέριο, μειώθηκε σημαντικά κατά 41,8% σε 206 εκατ. έναντι 353,7 εκατ. ευρώ λόγω της μείωσης της τιμής του φυσικού αερίου κατά 42,4% .
- Η δαπάνη για αγορές ενέργειας από το Σύστημα (ηπειρωτική χώρα) και το Δίκτυο (μη διασυνδεδεμένα νησιά), μειώθηκε κατά 245 εκατ. ευρώ λόγω της μείωσης της ΟΤΣ από 65,27 ευρώ/MWh το περσινό εννιάμηνο σε 42,45 ευρώ/MWh φέτος παρά τον μεγαλύτερο όγκο αγορών ενέργειας.
- Η δαπάνη για δικαιώματα εκπομπών CO2 μειώθηκε σε 263,1 εκατ. το εννεάμηνο του 2020 από 406,9 εκατ. ευρώ, πέρυσι, λόγω των μείωσης των εκπομπών CO2 από 17,9 εκατ τόνους σε 10,9 εκατ. τόνους η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αύξηση της μέσης τιμής δικαιωμάτων εκπομπών CO2 από 22,68 ευρώ/τόνο σε 24,26 ευρώ/τόνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λιγνιτική παραγωγή μειώθηκε το εννιάμηνο κατά 50,6% από πέρυσι.
Η ΔΕΗ επίσης στο εννιάμηνο φαίνεται ότι έδωσε χώρο στους ανταγωνιστές της ηλεκτροπαραγωγούς. Κάτι που εξηγείται στην προσπάθεια της διοίκησης να διατηρήσει αλλά και να ενισχύσει τη λειτουργική της κερδοφορία. Το πέτυχε και παρά τη μείωση του μεριδίου της στην προμήθεια στο 69,3% από 76% το περσινό εννιάμηνο.
Έτσι σε επίπεδο ηλεκτροπαραγωγής, η παραγωγή από τις μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ παρέμεινε ουσιαστικά στα ίδια επίπεδα, καθώς η μείωση που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο αντισταθμίστηκε από την αύξηση κατά 20,2% που σημειώθηκε στο τρίτο τρίμηνο. Η μείωση από υδροηλεκτρικές μονάδες διαμορφώθηκε σε 13,8% ή 370 GWh λόγω των μικρότερων ποσοτήτων υδατικών εισροών στους ταμιευτήρες των Υδροηλεκτρικών Σταθμών το εννεάμηνο του 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.